Κάθε νέα δραματική εκδοχή του μύθου του Οιδίποδα προκαλεί αυτοδίκαια το δημόσιο ενδιαφέρον των θεατρανθρώπων και του φιλαναγνωστών και εγγράφεται στο πλούσιο και πολυεπίπεδο ιστορικό της πρόσληψης του αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα σε μεταφράσεις, πάσης φύσεως προσαρμογές, διασκευές και αυτοτελή έργα που δραματοποιούν πτυχές της υπόθεσης, σε μια οικουμενική εμβέλεια, και κάθε σχετική δημοσίευση αξίζει την προσοχή του έλλογου είδους που περηφανεύεται (ακόμα) για τον πολιτισμό του. Ενδιαφέρει τόσο τη φιλολογία όσο και τη θεατρολογία, αναγνώστες και θεατές, στην περίπτωση που το έργο έχει την τύχη να βρει το δρόμο του για την έκδοση και τη σκηνή.
Η δομή του έργου της Εύης Μαυρομμάτη ακολουθεί σε ορισμένα σημεία την αρχαία τραγωδία (πέντε Στάσεις, Είσοδος, Εξοδος – Άφιξη και Αναχώρηση, που απευθύνονται, κατά μια σύμβαση του κλασικού μοντερνισμού, στο ίδιο το θεατρικό κοινό και στους αναγνώστες που καλούνται να βλέπουν νοερά την παράσταση στη φαντασία τους)· υπάρχουν και ορισμένα χορικά που δανείζονται, σε μετάφραση, από το Σοφόκλειο πρότυπο. Η όλη ατμόσφαιρα όμως δεν είναι του μυθικού μεγαλείου, αλλά της συνειρμικής υφής των ονείρων, ιδίως στις “εικόνες” που παρεμβάλλονται στην ανακριτική διαδικασία της Κλειούς, της οποίας ο διάλογος με τον Οιδίποδα, που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά του έργου, θυμίζει συνεδριάσεις στο γραφείο του ψυχαναλυτή (στον λόφο Ίππειο του Κολωνού). Σε αυτούς τους διαλόγους, όπου η θεά της Ιστορίας αναλαμβάνει τον ρόλο του μάντη Τειρεσία, συντελείται η σταδιακή συνειδητοποίηση του “τραύματος” του Θηβαίου βασιλιά, όπως με παρόμοιο τρόπο στην ψυχαναλυτική διαδικασία της θεραπείας (όπου τα όνειρα και η ανάλυση τους έχουν τη σημαίνουσα βαρύτητα), η οποία τροφοδοτείται με τη σταδιακή αποκάλυψη λεπτομερειών της υπόθεσης, που δεν έχει εντοπίσει ο detective Οιδίπους στην αυτοανακριτική του πορεία που τον οδηγεί στην πραγματική και συμβολική τύφλωση, και έτσι μεταβαίνει βήμα προς βήμα, από την τυφλή πίστη στην ειμαρμένη, στο πεπρωμένο και τους θεούς, που τον καθιστούν τον μεγαλύτερο εγκληματία όλου του αρχαίου κόσμου, στην επίγνωση των ανθρωπίνων αιτιών των τεκταινομένων. Κι έτσι οδηγείται, με οδυνηρό μεν τρόπο, από το σκοτάδι στο φως. Αυτή η αίσθηση διαφωτιστικού διδακτισμού από το στόμα της θεάς της Ιστορίας, με γνώση της ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχής, διαχέεται σε όλο το σύνθεμα.
Η σταδιακή πληροφόρηση είναι η δραματουργική μηχανή του έργου και δημιουργεί τη συναισθηματική και νοητή μέθεξη, το σασπένς. Τι νέο θα φέρει η εκδοχή αυτή στη γνωστή σκοτεινή ιστορία, που απασχολεί τον πολιτισμό μας εδώ και δυόμιση χιλιετίες; Με ποια νέα στοιχεία ενεργοποιείται η απενοχοποίηση του μυθικού αιμομίκτη και πατροκτόνου; Η λογική της επιχειρηματολογίας της Κλειούς χρησιμοποιεί σύγχρονες έννοιες και αντιλήψεις: η τεκμηριωμένη παιδοφιλία του Λαΐου (με τον έρωτά του για τον Χρύσιππο, που αυτοκτόνησε από ντροπή), οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν έχει αγγίξει ποτέ την Ιοκάστη, την παντρεύτηκε μόνο για λόγους συμφέροντος (σφετερισμός του θρόνου) και για να καλύψει τη σχέση του με το νεαρό. Οπότε, αυτός που σκότωσε ο Οιδίποδας στο σταυροδρόμι των Δελφών δεν ήταν ο πατέρας του· αυτός επινόησε το χρησμό του μαντείου και ήθελε να σκοτώσει αμέσως το εξώγαμο. Η Ιοκάστη έσωσε το νεογνό, η έκθεση γίνεται με τελετουργία από μαγικά ξόρκια.
Από τα πρώτα του χρόνια στην Κόρινθο, το σωζόμενο έκθετο προκαλεί την σκληρότητα της Μερόπης, ενώ ο Πόλυβος πιστεύει πως είναι ο γιος του και ο μέλλων διάδοχος. Ο νεαρός έχει αποκαλύψει και στους δυο όσα του είπε ο μεθυσμένος ξένος (ότι είναι μούλος), όμως εκείνοι δεν του μίλησαν ποτέ γι’ αυτό, και στα 18 πλέον αποφασίζει να ξεκινήσει για τους Δελφούς προκειμένου να μάθει την αλήθεια.
Το έργο είναι στο μεγαλύτερο μέρος γραμμένο σε ελεύθερο στίχο, μόνο τα δικαστικά έγγραφα, οι καταθέσεις μαρτύρων, οι μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις και οι εμπιστευτικές επιστολές της Μερόπης είναι σε πεζό λόγο. Το έργο άλλωστε ξεκινά με ένα ποίημα. Η ονειρική υπερβατική ατμόσφαιρα στηρίζεται κυρίως σε εξωδραματικά στοιχεία: μια υπόκωφη φωνή χωρίς φυσική παρουσία (εκφωνεί και κάτι σαν σκηνικές οδηγίες, και η λεκτική απόδοση οπτικής/ηχητικής εμπειρίας είναι κάτι σαν εσωτερικός μονόλογος).
Η ονειρική σύμβαση του έργου δηλώνεται ήδη στον τίτλο και στο τέλος ο απελευθερωμένος από τις ενοχές Οιδίποδας γιορτάζει μόνος του τα γενέθλιά του, ενώ όλοι άλλοι έχουν πεθάνει.
Τα κυριότερα ονειρικά επεισόδια προβάλλονται κινηματογραφικά σε μια οθόνη και είναι τα εξής: Τα χαμένα παιδιά, Πρώτη νύχτα γάμου, Εξορκισμός, Ανάλωση εντός τριών ημερών (η αιματηρή μήτρα κρεμασμένη σε δέντρο, τη σημαδεύει η Μερόπη με σφεντόνα, ανεβαίνει σαν μπαλόνι στον αέρα και σκάει), Τοκετός (ο νεαρός παρακολουθεί τη γέννησή του από τη Μερόπη), Το όνειρο του Οιδίποδα (κατακρεουργεί τις δύο μητέρες του και ενώνει τα σώματά τους με ραφή). Τέλος και αρχή πλαισιώνονται και από μουσική και τραγούδι, και η έκβαση αλλάζει τελείως τον μύθο, ανάλογα με τη διαφωτιστική και απενοχοποιητική στοχοθεσία του έργου.
Το δραματικό αυτό έργο, που χρησιμοποιεί πολλά θεατρικά και εξωθεατρικά μέσα, δύσκολα περιγράφεται. Η εναλλαγή ονειρικού/τελετουργικού/συνειρμικού ύφους με πιο ρεαλιστικούς διαλόγους (Κλειώ – Οιδίποδας) δίνει μια χτυπητή αντίστιξη ανάμεσα σε ρευστό και σταθερό, σε φαντασιώσεις και σε πραγματικότητα. Η έκταση των σταθερών διαλόγων στη σταδιακή αποκάλυψη της αλήθειας τραβάν μερικές φορές σε μάκρος με σημεία κάπως άνευρα και επαναλήψεις. Μου φαίνεται πως η ποιητικότητα του πρώτου μέρους λίγο κάμπτεται στο δεύτερο μέρος με τις συνεντεύξεις, τα μαγνητόφωνα και την τοποθέτηση της υπόθεσης στη σημερινή εποχή.
Εντέλει πρόκειται για ωραίο, αξιοπρόσεκτο και πρωτότυπο έργο, που χειρίζεται με άνεση τις συμβάσεις μοντέρνας και μεταμοντέρνας θεατρικής γραφής. Χαρακτηρίζεται από ποιητικότητα, ενώ τα ρεαλιστικά στοιχεία της κάπως δικαστικής και ανακριτικής/ψυχαναλυτικής διαδικασίας κουρδίζουν το σασπένς.
Ενώ η ανάδειξη του Λαΐου ως πρωταρχική αιτία του κακού έχει επισημανθεί κι από άλλους, η Μερόπη είναι οπωσδήποτε μια πρωτότυπη λύση (αν και με την τελευταία επιστολή της μάς γίνεται πιο ανθρώπινη). Το θέμα του άγνωστου πεπρωμένου και της τυφλής μοίρας απομυθοποιείται με την ψυχολογίζουσα ορθολογιστική στρατηγική της θεάς της Ιστορίας (η οποία αποχωρεί προς το τέλος, γιατί δεν χρειάζεται άλλο στη διαδικασία της συνειδητοποίησης). Το detective story των εγκλημάτων και των ευθυνών με την ανακουφιστική λύση μιας ψυχοθεραπείας του καημένου του Οιδίποδα διακόπτεται από δυνατές ποιητικές εικόνες (όπως είναι η ματωμένη μήτρα που κρέμεται στο δέντρο).
Τελικά σε τίποτα δεν έφταιγε ο Οιδίπους και όλα κάπως εξηγούνται· γιορτάζει μόνος του τα γενέθλια του με τραγούδια και ποτό, και καλεί και τις νεκρές μητέρες του. Θα είχε ενδιαφέρον να γίνει μια αντιπαράθεση του έργου αυτού με τον «Οίκτο» του Δημήτρη Δημητριάδη, που έχει μια παρόμοια ανακριτική διαδικασία, την οποία όμως την κάνει ο ίδιος ο Οιδίπους, μετά θάνατον, με τον Λάιο και την Ιοκάστη, αλλά τελικά τον σκοτώνει ο έρωτας της Σφίγγας (για το ανέκδοτο και άπαιχτο έργο βλ. Β.Πούχνερ, Το θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ένα δοκίμιο για τον θεατρικό μεταμοντερνισμό, Αθήνα, Νεφέλη 2023, σ. 477-484).
Φρονώ πως το έργο της Εύης Μαυρομμάτη θα γινόταν (με κάποιες περικοπές) ωραία παράσταση στο θέατρο κι εύχομαι να βρει το δρόμο του προς τη σκηνή.
Βάλτερ Πούχνερ