H Ευρώπη είναι το ιστορικό θησαυροφυλάκιο των ιδεών, το λίκνο του πολιτισμού και το σχολείο της διαχρονικής εξέλιξής του – ακόμα και στις πιο κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της.
Και, έχει επείγουσα ανάγκη αναστοχασμού κι επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της και επανερμηνείας της ιστορικής της αποστολής μέσα στον ταραγμένο κόσμο του σήμερα, ειδικά τώρα που, όπως φαίνεται, η ανθρωπόκαινος μετατρέπεται σταδιακά σε καταστροφόκαινο δίχως οράματα και ουτοπίες για το μέλλον.
Μολοντούτο, υπάρχει ισχύει και το σοφό ρητό, ότι όποιος έχει παρελθόν έχει ταυτόχρονα και ελπίδα μέλλοντος.
Και ακριβώς αυτό ισχύει, mutatis mutandis, και για τον ιστορικό πυρήνα του λεγόμενου Δυτικού κόσμου, με θεμελιακό λίθο την Ελλάδα, η οποία είναι διαχρονικά παρούσα στην ουμανιστική παράδοση.
Η αρχαία Ελλάδα και η Ευρώπη είναι και το λίκνο του Θεάτρου.
Το Θέατρο ως καλλιτεχνικός θεσμός και ως φιλοσοφική οντότητα, ως όργανο της ποίησης και forum κοινωνικού αναστοχασμού, λειτουργεί ως σκηνή όπου, μέσω των δραματικών έργων, παρουσιάζονται όλες οι εκδοχές και οι ερμηνείες για την υπόσταση του κόσμου.
Σήμερα, μαζί με τις δημοκρατικές αξίες και τις ελεύθερες τέχνες κινδυνεύει και το Θέατρο: κινδυνεύει από τις κάθε λογής performances, την αλόγιστη και εν πολλοίς περιττή χρήση της τεχνολογίας, όπου ο παντοδύναμος σκηνοθέτης επισκιάζει τον ηθοποιό, τον πρωταρχικό και πιο ουσιαστικό φορέα της σύνθετης αυτής τέχνης.
Η ουσία της θεατρικής παράστασης είναι η ποιοτική σχέση του ηθοποιού με τον θεατή· μια ζωντανή ανθρώπινη αμοιβαία επικοινωνία, όχι μια one way τεχνική αναπαραγωγή που επαναλαμβάνεται απαράλλακτα στο διηνεκές.
Η Ευρώπη καλείται να διαφυλάξει την ποιοτική και ποιητική ανωτερότητα του ζωντανού Θεάτρου με ηθοποιούς. Ο ηθο-ποιός, ως άνθρωπoς, ποιεί ήθος και η δραματουργία πραγματεύεται και ανανεώνει πάντα την ανθρωπιστική φύση του Θεάτρου. Το Θέατρο δεν προσφέρει απλώς ένα θέαμα προς κατανάλωση. Ούτε το αρχαίο ελληνικό Θέατρο πρόσφερε κάτι τέτοιο. Το αντίθετο.
Γι αυτό και το αρχαίο Θέατρο, ιδίως το ελληνικό, ως ευρωπαϊκή κληρονομιά είναι ύψιστο πολιτισμικό αγαθό διαχρονικής σημασίας.
Γύρω στο millennium οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας σ’ όλο τον πλανήτη έφτασαν να καλύπτουν το 1% του παγκόσμιου ρεπερτορίου (2% φτάνουν τα Σαιξπηρικά έργα, τα σουξέ όλων των εποχών).
Και η Ελλάδα είναι και σήμερα η χώρα της οποίας το αρχαίο Θέατρο έχει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση σε όλο τον κόσμο.
Aυτό, βεβαίως, σημαίνει μεταξύ άλλων και φθορά.
Θα μπορέσει άραγε το Θέατρο μέσα στις προκλήσεις, που αντιμετωπίζει ως θεσμική οντότητα (οι δυσκολίες φανερώθηκαν ξεκάθαρα στα χρόνια της πανδημίας), θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην αποστολή αυτή;
Θα διατηρήσει την ποιότητα μιας αμοιβαίας καλλιτεχνικής επικοινωνίας σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι αριθμοί, οι μετρήσεις και οι ποσοστώσεις; Το μετρήσιμο που ευνοεί το μέτριο και καταλήγει στα μετρητά;
Η αδήριτη ανάγκη για τον ποιητικό αναστοχασμό πάνω στα μεγάλα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης τόσο έχει αλλάξει, ακόμα και στον πυρήνα της, από την αρχαιότητα έως σήμερα, που δεν χρειάζεται πια;
Η τέχνη του Διονύσου θα μπορέσει να διατηρήσει το αρτεσιανό της ανθρώπινης έμπνευσης απέναντι στο γοργόνειο του τεχνητού της άψυχης τεχνολογίας;
Οι κόσμοι της αστροφυσικής και της κβαντικής μηχανικής μας θέτουν εκ νέου μπροστά σε δεδομένα, τα οποία τέτοιο δέος προκαλούν, που δεν δικαιολογούν καθόλου την αλαζονεία της τεχνολογικής προόδου, που απομακρύνεται πολύ πλέον από τη φυσική μας υπόσταση.
Τώρα χρειάζονται οι τέχνες, για να καλλιεργήσουν το ανθρώπινο συναίσθημα, τη φιλοσοφική σκέψη, τον πολιτισμό της ψυχής. Τώρα πρέπει να αποδείξουμε ότι σεβόμαστε τους θαυμαστούς οργανισμούς, και ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μιμείται όλο και περισσότερο την, δική του επινόηση, την τεχνολογία.
Τέχνη και τεχνολογία.
Μπορεί το μέσον να γίνει ο κύριος σκοπός;
Μπορεί η πιο σύνθετη τέχνη από όλες, το Θέατρο, που έχει κέντρο και μέσον έκφρασης το σώμα του ανθρώπου, να καταντήσει παιχνίδι τεχνητών εφέ, έτοιμο θέαμα το οποίο δεν επηρεάζεται πλέον από κανέναν, σε μια ακρωτηριασμένη μονομερή επικοινωνία χωρίς διάδραση;
Ο ποιητικός στοχασμός ενός Σοφοκλή, ενός Σαίξπηρ και ενός Μπέκετ μπορεί να γίνεται απλώς θέαμα και πεδίο εφαρμογής σκηνοθετικών εφέ; Όχι, ο νοήμων καθρέφτης της κοινωνίας και της ιστορίας, της φύσης και της μεταφυσικής δεν μπορεί να γίνεται ακόμα ένα καταναλωτικό προϊόν μέσα στα άλλα τόσα που προσφέρονται καθ’ υπερβολήν.
Η Ευρώπη, θέλει δε θέλει, έχει μια ιστορική πολιτισμική αποστολή, ακριβώς λόγω της ιστορίας της. Και αυτή μεθερμηνεύεται συνεχώς, από εποχή σε εποχή κάπως διαφορετικά. Και η διαχρονική Ελλάδα (ή αν θέλετε: οι Ελλάδες) και η θεατρική της κληρονομιά έχουν κεντρική θέση και σημαίνουσα λειτουργικότητα σε αυτή.
Όταν ιδρύθηκε το 1990 το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα, το πρώτο από όλα τα άλλα που υπάρχουν, αυτό το σκεπτικό πρυτάνευσε στη σύλληψη και στην πραγματοποίηση του ακαδημαϊκού αυτού θεσμού.
Η στοχευμένη εκπροσώπηση του ελληνικού πολιτισμού, και δη του αρχαίου και νεωτέρου ελληνικού θεάτρου σε ένα τόσο σημαντικό κέντρο συζητήσεων και αποφάσεων όπως το Ευρωκοινοβούλιο είναι μια πολύ ουσιαστική πλευρά μέσα σε μια εθνική στρατηγική της προβολής του ελληνικού πολιτισμού στα πλαίσια της ανθρωπιστικής παράδοσης, η οποία είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Ομιλία στο Ωδείο Αθηνών, 27 Μαΐου 2024