Ξεκινώντας από μια παρατήρηση του Lévi-Strauss, πως οι δυτικοί πολιτισμοί στερούνται αυθεντικότητας, θα μπορούσε να αποφανθεί κανείς ότι η αυτοπαρατήρηση και ο αναστοχασμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψης έπαιζαν, από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθοριστικό και χαρακτηριστικό ρόλο. Με τη βιομηχανική επανάσταση και την επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων, που δεν συνοδεύτηκε και δεν ενορχηστρώθηκε με μιαν ανάλογη επιτάχυνση των αλλαγών στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας και του ανθρώπινου στοχασμού, η διαφορά ανάμεσα σε civilization και culture, υλικό πολιτισμό και κοινωνικό-πνευματικό, μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, και τα αποθέματα “αχώνευτων” εξελίξεων στον άνθρωπο του 20ού αιώνα συσσωρεύονται στην ψυχή των αποπροσανατολισμένων ανθρώπων, πρακτικά, ηθικά, ιδεολογικά και μεταφυσικά, χωρίς οι ψυχικές διεργασίες να μπορέσουν να καλύψουν τη διαφορά[1].
Εξαιτίας των νέων μέσων επικοινωνίας, του internet και των ΜΜΕ κατακλυζόμαστε από έναν καταρράκτη πληροφοριών της επικαιρότητας και ανοίγονται αναρίθμητες ευκαιρίες συνομιλιών με άλλους ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο, μέσω του διαδικτύου έχουμε πρόσβαση σ’ έναν ασύλληπτο όγκο γνώσεων και με τα νέα μέσα ταχύτατων εναέριων και επίγειων συγκοινωνιών διαθέτουμε σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες μετακίνησης και βίωσης ξένων τόπων, ανθρώπων και πολιτισμών, που ουδέποτε υπήρχαν στην έως τώρα ιστορία.
Τα μοντέλα της μικροφυσικής και της μακροφυσικής προσφέρουν μια κατακερματισμένη μόνο κοσμοθεωρία, ασύλληπτη στις διαστάσεις και στη φύση της, η οποία αφήνει αβοήθητο τον άνθρωπο σε ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα, ενώ οι κοινωνικές δομές, ακόμα και στον λεγόμενο πρώτο κόσμο, στηρίζονται ακόμα σε μια ιεραρχική πυραμίδα με τους λίγους επάνω και τους πολλούς κάτω. Οι ιδέες της Δημοκρατίας και της Γαλλικής Επανάστασης σχετικά με την ισονομία και την ισότητα μόνο επιφανειακά, σ’ ένα επίπεδο προκηρύξεων, ιδεών και αξιών, απόμακρων μερικές φορές από την κοινωνική πραγματικότητα και πρακτική, έχουν διαφοροποιήσει τα πράγματα.
Η ταυτοχρονία και παραλληλία ετερόχρονων εξελίξεων οδήγησε σε δύο πανευρωπαϊκά φαινόμενα: 1) τη νοσταλγία για τις παλαιές εποχές, η οποία βρήκε στον εκλεκτικιστικό ιστορισμό του αστικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα και την τέχνη του, αναμιγνύοντας όλες τις υφολογίες της ιστορίας της παλαιάς Ηπείρου, την πιο αυθεντική της έκφραση, ενώ ιστορικά υφολογικά στοιχεία παρελθόντων εποχών σε ελεύθερη πρόσμειξη παίζουν σημαντικό ρόλο και στην τέχνη του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού· και 2) την ειδική νοσταλγία για τους λαϊκούς πολιτισμούς του παρελθόντος, που οδήγησε στην ιδέα της διάσωσής τους, των μουσείων λαϊκής τέχνης και τη λαογραφία, και της αναβίωσής τους στα πλαίσια του φολκλορισμού, ως ενός ασφαλούς καταφυγίου, ψυχικού και αισθητικού, από τους αλλοπρόσαλλους αποπροσανατολισμούς των –ισμών του μοντερνισμού και της διάσπασης των επιστημονικών κοσμοθεωριών γύρω στη στροφή του αιώνα το 1900. Η τάση της επιστροφής στο χωριό και στην ύπαιθρο, συνήθως στον τόπο καταγωγής, σε αυθεντικά πάντως βιώματα και δοκιμασμένες κοσμοαντιλήψεις είναι φανερή και στη λογοτεχνική γενιά του 1880 και το ηθογραφικό κίνημα, το οποίο στρέφεται προγραμματικά πλέον στον λαϊκό πολιτισμό ως το μόνο αυθεντικό πεδίο εθνικής ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού, σε αντίστιξη με την αρχαιολατρία και τη λόγια παράδοση[2].
Η νοσταλγία της μικρής κι εύθραυστης αστικής τάξης στρεφόταν στο αγροτικό της παρελθόν[3], στην κοινή αισθητική του λαϊκού πολιτισμού, σε αντίθεση με τις πνευματικές μόδες και τις λογοτεχνικές θεματολογίες που έρχονταν με το ταχυδρομείο από το Παρίσι, στην ενιαία κοσμοθεωρία του λαϊκού ανθρώπου, η οποία έδινε στον καθένα αξιοπρέπεια και θέση στην κοινωνία, σημασία και αυτοεκτίμηση σ’ έναν κόσμο όπου από τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής ζωής ώς τα ηθικά και υπαρξιακά, ακόμα και τα μεταφυσικά προβλήματα, όλα ήταν οργανωμένα και ρυθμισμένα, και όπου δίνονταν στον καθένα αναμφισβήτητες λύσεις και δοκιμασμένα σε απελπιστικά δύσκολες εποχές πλαίσια σκέψης και δράσης, από τους κοινωνικούς ρόλους του άντρα και της γυναίκας έως την παραάδοσης της τοπικής αυτοδιοίκησης ή την κρατική θεωρία του Μακρυγιάννη (πως ένα κράτος ιδρύεται όπως χτίζεται ένα καινούργιο χωριό)[4], σε αντίστιξη με τις χαοτικές πολιτικές εξελίξεις στην απελευθερωμένη Ελλάδα και τη σύγκρουση των πολιτισμών ανάμεσα στους ντόπιους οπλαρχηγούς και τη βαυαρική μοναρχία.
Η σταδιακή συρρίκνωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, σ’ όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και μάλιστα ακριβώς με την ανακάλυψη και αξιοποίησή του, τη μελέτη και την προβολή του, αντισταθμιζόταν ολοένα και περισσότερο από μια αντίθετη κίνηση, τη δημιουργία ενός εικονικού λαϊκού πολιτισμού σε “δεύτερη ύπαρξη”[5], που διατηρεί την επιφάνεια των υλικών του εκφάνσεων, των αντικειμένων της λαϊκής αρχιτεκτονικής και των εκθεμάτων της λαϊκής τέχνης, κινείται όμως με διαφορετικές νοοτροπίες και στηρίζεται σε άλλα οικονομικά κίνητρα: σε μια σπαρακτική και σφιχτά αλληλένδετη διαλεκτικότητα η ακατάσχετη νοσταλγία για τον λαϊκό πολιτισμό, ως αντίδοτου στα αχώνευτα ευεργετήματα της μαζικής κουλτούρας, η δίψα για το απλό και αυθεντικό, το γνήσιο και το παραδοσιακό, ακριβώς αυτό οδήγησε στην βαθμιαία εξαφάνιση του, με μόνη σωτηρία τη διέξοδο επιβίωσης σε μια δεύτερη εικονική ύπαρξη, τον ιδεολογικοποιημένο και και κατά βάσιν εμπορικό φολκλορισμό, ο οποίος εν τέλει δεν είναι άλλο από μια μαζική και βιομηχανικοποιημένη πολιτισμική σκηνοθεσία. Όπως τόνισα σε άλλο μελέτημα[6], αυτή η σκηνοθεσία τείνει να γίνει νέα κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία δεν αντιστέκεται πλέον κανείς, ούτε η αντικειμενική επιστημονική έρευνα ούτε η προσωπική ιστορική μνήμη, και η οποία εντάσσεται αβίαστα στις βασικές δομές της σημερινής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, μιας που στηρίζεται και υποδαυλίζεται από ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής μας, τον τουρισμό.
Η έννοια της “σκηνοθετημένης αυθεντικότητας” (staged authenticity)[7] αναπτύχθηκε χαρακτηριστικά στις επιστήμες του τουρισμού[8], όπου συστεγάζονται πολλές επιστήμες: η κοινωνιολογία, η κοινωνική ψυχολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η οικονομολογία, η πολιτισμιολογία, η εθνολογία και η λαογραφία[9]. Ο σημερινός κόσμος κατέχεται από τη μανία του ταξιδιού, της απόδρασης από τον τόπο διαβίωσης σ’ έναν ου-τόπο, τις ουτοπίες της τουριστικής βιομηχανίας και των ταξιδιωτικών γραφείων και πρακτορείων[10]. Κατά περίεργο τρόπο, σε μιαν άλλη χαρακτηριστικά αντιφατική διαλεκτική, η ίδια η εντοπιότητα ως τέτοια, ως έννοια και πραγματικότητα, γίνεται όλο πιο προβληματική, γιατί κανείς δεν μένει πια στον τόπο του και μπορεί να τον αλλάξει συνεχώς, χωρίς να είναι ακριβώς “άπατρις”. Αυτό έχει αναπόφευκτες συνέπειες και για την έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία όλο λιγότερο είναι θέμα καταγωγής και προέλευσης, αλλά ελεύθερης επιλογής και προσωπικής απόφασης. Υπό το φως των εξελίξεων αυτών οι όποιοι εθνικισμοί τείνουν να μοιάζουν με ηθογραφικά υπολείμματα ενός γραφικού φολκλορισμού του ιστορικού παρελθόντος, που έχει τη γοητεία του και την εξωτική του έλξη.
Η βιβλιογραφία για την “σκηνοθετημένη αυθεντικότητα”[11] είναι επομένως πολύ μεγάλη, γιατί είναι φαινόμενο παγκόσμιο[12], από το San Pedro de Atacama στα έρημα υψίπεδα της βόρειας Χιλής, όπου διατηρείται η παραδοσιακή αρχιτεκτονική του ινδιάνικου χωριού, οι ξενώνες όμως έχουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις, ώς το ορεινό Πάπιγκο βορειοδυτικά από τα Ιωάννινα, το οποίο μέσα σ’ ένα ελβετικό πλέον τοπίο έχει γίνει μια μικρή Μέκκα του οικολογικού τουρισμού.
Δεν χρειάζεται να σταθώ σε παραδείγματα, γιατί είναι άφθονα και γνωστά. Στην ίδια στρατηγική υπάγεται και η ιδέα της ανέπαφης φύσης στον εθνικό δρυμό: μια μουσειολογική διατήρηση ενός κομματιού φύσης πριν από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Στην περίπτωση αυτή η έννοια της σκηνοθεσίας εγείρεται περίπου από μόνη της. Διαφορετικά από τα αρχαιολογικά μουσεία, αυτό το υπαίθριο λαογραφικό μουσείο του φολκλορισμού, στο οποίο έχουν μετατραπεί κάμποσα σημεία της χώρας και προστίθενται συνεχώς άλλα, επιτρέπει και τη βαθμιαία προσέγγιση και ικανοποιεί όλες τις αισθήσεις: όχι μόνο την όραση και την ακοή, αλλά και τη γεύση στα τοπικά εστιατόρια και με τα αυθεντικά προϊόντα, εγγυημένα και χαρακτηριστικά για τον κάθε τόπο, την οσμή, από τα φυτικά αρώματα ώς το τοπικό τσίπουρο, τη μυρουδιά του καμένου ξύλου στο τζάκι ώς το μεθυστικό οξυγόνο του δάσους, και την αφή, ψαχουλεύοντας τοπικά (όχι πάντα) πλεκτά και κεντητά ή αποκτώντας κανένα souvenir/ενθύμιο ως απόδειξη του ταξιδιού και έκθεμα στη βιτρίνα του σαλονιού[13].
Η “αυθεντικότητα”, αρχικά φιλοσοφικός όρος[14] που χρησιμοποιήθηκε και στην τέχνη σε αντιδιαστολή με την παραχάραξη[15], αποτελεί την εγγυημένη απόδειξη της γνησιότητας και την εντοπιότητας, του αρχικού τρόπου παραγωγής και του παραδοσιακού ως χαρακτηριστικού στοιχείου της εξαιρετικής ποιότητας, στοιχείου γλύτωσε από τους φθοροποιούς ποταμούς του χρόνου και την άστοργη κι απρόσωπη επανάληψη της μαζικής παραγωγής της βιομηχανικής κατασκευής (hand-made), του ζωντανού τεκμηρίου μιας άλλης εποχής, άλλων ανθρώπων με άλλη ψυχολογία, κοντολογίς ενός άλλου (για τον αστό και τους τουρίστες) πολιτισμού. Το ότι αυτή η αυθεντικότητα είναι φαλκιδευμένη, ψευδεπίγραφη, χειραγωγημένη και σκηνοθετημένη, είναι αυτονόητο. Αλλά όπως πηγαίνει ο κόσμος στο θέατρο, να δει μια (κοινωνικά αποδεκτή) απάτη, όπου κάποιος στη σκηνή θέλει να κάνει τους θεατές να πιστέψουν πως είναι άλλος[16], έτσι και ο τουρίστας, εσωτερικός και εξωτερικός, δέχεται την “απάτη”, σε λιγότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συνειδητοποίησης, πως αυτό που βλέπει και αυτό που ζει, είναι μια σκηνοθεσία, η οποία πραγματοποιείται ειδικά γι’ αυτόν[17]. Και όπως στο θέατρο πληρώνεις εισιτήριο για να αφεθείς στην ψευδαίσθηση και να γοητευτείς από την κοινωνική απάτη των ηθοποιών και του έργου, έτσι και στον φολκλορισμό ο τουρίστας ή “ξένος” (με τις όποιες αποχρώσεις της εμβέλειας της εντοπιότητας) δέχεται να δώσει τον οβολό του σ’ αυτή την εμπορική επιχείρηση[18], πραγματοποιώντας το ταξίδι ή αποκτώντας αυθεντικά αντικείμενα, τρώγοντας σ’ ένα εστιατόριο με τοπικές specialités ή συμμετέχοντας σε εναλλακτικές δραστηριότητες, οι οποίες σήμερα προσφέρονται εν αφθονία: από την ιππασία ώς το rafting, από το mountain biking ώς το gliding, από το σκι ώς την ορειβασία και την αναρρίχηση, ακόμα και τελείως νέες επινοήσεις, όπως το να κατεβείς με ορειβατικό σκοινί από ένα παραδοσιακό γεφύρι της Ηπείρου στην όχθη του ποταμού.
Αξίζει να μελετηθεί επισταμένως όλος αυτός ο κόσμος της σκηνοθετημένης αυθεντικότητας, ο οποίος είναι μια από τις κυριότερες εκδοχές ύπαρξης του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού σήμερα. Δεν είναι πια η χοντροκομμένη σκηνοθεσία της Greekness για τους αμόρφωτους ξένους τουρίστες, με εξωτικούς Ζορμπάδες, το γλέντι, το κέφι, το μεράκι, το χορό, το μεθύσι κτλ., ή για τους επιπόλαια αρχαιόφιλους, που προσελκύονται με αγαλματίδια του Δία και αρχαία ονόματα στις επαρχιακές ταβέρνες[19], αλλά οι “σκηνές” είναι πλέον πολλές και πολύ πιο ειδικευμένες, στο βαθμό που οι τουρίστες της αλλοδαπής ή και των εγχώριων πόλεων έχουν προχωρήσει στο βάθος της σκηνής και στα παρασκήνια· γι’ αυτούς στήνονται πιο προσεγμένες σκηνοθεσίες της αυθεντικότητας[20], όπου το βιωματικό στοιχείο είναι συνήθως πιο έντονο (γαστρονομικός τουρισμός, χορευτικός τουρισμός με την εκμάθηση τοπικών χορών, adventure tourism, οικολογικός τουρισμός, πολιτιστικός τουρισμός, τουρισμός για την υγεία, προσκύνημα κτλ.)[21]. Στην Ελλάδα, ασφαλώς, πιο αναπτυγμένος είναι και ο λεγόμενος πολιτιστικός τουρισμός[22], στο βαθμό που η αρχαιότητα ασκεί ακόμα κάποια έλξη και οι ανθρωπιστικές σπουδές δεν έχουν εξαφανιστεί παντού.
Τελικά πρέπει να αναφερθεί πως με την μακρόχρονη παραμονή τόσων αλλοδαπών από την Ευρώπη και την Αμερική, που επιλέγουν ως μόνιμο τόπο διαμονής, για μεγάλο μέρος του χρόνου ή και διαχρονικά, κάποια ελληνική επαρχία, καθώς με τους τουρίστες που έρχονται μόνιμα για πολλά χρόνια σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο και βλέπουν και συναναστρέφονται τους ίδιους ανθρώπους, δημιουργούνται και σχέσεις βάθους, όπου η έννοια της σκηνοθετημένης αυθεντικότητας δεν έχει πια νόημα, γιατί δεν προσποιείται κανείς τίποτα[23]. Η σκηνοθεσία έχει αποκαλυφθεί εκατέρωθεν ως τέτοια, αναφέρεται απλώς στους άλλους αμύητους, και η αυθεντικότητα έχει κατανοηθεί πως είναι κάτι που αλλάζει[24]. Και από την άλλη πλευρά υπάρχει μια τέτοια διαδικασία: οι ντόπιοι να έχουν αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα (και δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης στον τόπο τους), δεν βιώνουν τον φολκλορισμό πια ως προσποίηση και σκηνοθεσία, αλλά ως νέα εξέλιξη, με την οποία συμμορφώνονται και την οποία καλωσορίζουν, και ως “φυσιολογική” κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί ουσιαστικό εμπόδιο ούτε για την ατομική ούτε τη συλλογική ταυτότητα της περιοχής, αντίθετα εντάσσεται αβίαστα στην ιστορική προσαρμοστικότητα του λαϊκού ανθρώπου η οποία πάντα υπήρχε[25]. Το διατύπωσε πολύ ωραία μια γριούλα στο Τιρόλο της Αυστρίας, όταν την ρώτησαν για τους ξένους που μένουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια του σπιτιού: “Είναι ωραία όταν είναι εδώ, αλλά είναι και ωραία όταν έχουν φύγει”.
(από το βιβλίο, Δοκίμια Λαογραφικής Θεωρίας, Αθήνα, Gutenberg 2011)
[1] Για το θέμα υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία· προτιμώ όμως να μην αναφερθώ σ’ αυτήν γιατί το θέμα είναι πολύ γενικό.
[2] Β. Πούχνερ, “Οι ιδεολογικές βάσεις της επιστημονικής ενασχόλησης με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό τον 19ο αιώνα”, Ε. Χρυσός (επιμ.), Ένας κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά τον 19ο αιώνα, Αθήνα 1996, σσ. 247-267, 375-383 και του ίδιου, “Ιdeologische Dominanten in der Beschäftigung mit der griechischen Volkskultur im 19. Jahrhundert”, Studien zur Volkskunde Südosteuropas und des mediterranen Raums, Wien / Köln / Weimar 2009, σσ. 621-636.
[3] Για τη “νόθα” αστικοποίηση και την επιβίωση άπειρων αγροτικών στοιχείων και συνηθειών στο κλεινόν άστυ βλ Μ. Γ. Μερακλής, “Λαογραφικά της Αθήνας (1834-1984)”, Νέα Εστία 26 (1984), τεύχ. 1379, σσ. 211-233.
[4] Βλ. W. Puchner, “Vita exemplativa: Die apologetischen Memoiren des griechischen Revolutionsgenerals Makrygiannis (verfaßt 1828-1843). Orale Autobiographie in Form einer Handschrift”, Studien zur Volkskunde Südosteuropas und des mediterranen Raums, ό. π., σσ. 565-590.
[5] H έννοια είναι του Walter Wiora: W. Wiora, Der Untergang des Volksliedes und sein zweites Dasein, Kassel 1959 (Musikalische Zeitfragen 7).
[6] B. Πούχνερ, “H θεατρικότητα του λαϊκού πολιτισμού”, Μ. Γ. Βαρβούνης / Μ. Γ. Σέργης (επιμ.), Θεωρητικά ζητήματα της ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα 2010.
[7] Ο αγγλικός προσδιορισμός που δίνεται στο διαδίκτυο είναι εξαιρετικά αρνητικός και υπερβολικά επικριτικός: “’pseudo-events’ that are presented to satisfy tourists’ need for new (simulated) experiences”. H στάση αυτή προέρχεται από τις τουριστικές πρακτικές και στρατηγικές ανάδειξης ιστορικών μνημείων στις Ηνωμένες Πολιτείες (S. Schindler, Authentizität und Inszenierung. Die Vermittlung von Geschichte in amerikanischen ‘historic sites’, Heidelberg 2003).
[8] D. J. Timothy (ed.), The International Library of Essays in Tourism, Heritage and Culture, 3 vols., Provo, Brigham Young University 2007. Thν έννοια χρησιμοποιησε πρώτα ο D. MacCannell στο κλασικό άρθρο του “Staged authenticity: arrangements of social space in tourist settings”, American Sociological Review 79 (1973), σσ. 589-603. Βλ. σε επιλογή: E. Cohen, “Authenticity and the commοditization in tourism”, Annals of Tourism Research 15/1 (1988), σσ. 371-386, του ίδιου, “Equity and Sustainability in Tourism”, Journal of Sustainable Tourism 19/4 (2002), σσ. 267-276, R. Bendix, “Zur Problematik des Echtheitserlebnisses in Tourismus und Tourismustheorie”, B. Pöttler / U. Kammerhofer-Aggermann (eds.), Tourismus und Regionalkultur, Wien 1994, σσ. 57-83, της ίδιας, In Search of Authenticity. The Formation of Folklore Studies, Madison, Wisconsin UP 1997, M. Beyerle, Authentisierungsstrategien im Dokumentarfilm, Trier 1997, M. Hattendorf, Dokumentarfilm und Authentizität, Konstanz 1994, G. Welz, “Die Inszenierung von Authentizität im Kulturbetrieb”, K. Löffler (ed.), Dazwischen. Zur Spezifik der Empirien in der Volkskunde, Wien 2001, σσ. 93-99, D. J. Voorstin, The image. A guide to pseudo-events in America, New York 1971, R. Bormann, “Von Nicht-Orten, Hyperräumen und Zitadellen der Konsumkultur”, Tourismus Journal 4 (2000), σσ. 215-233, Η. Dworschak, “Inszenierte Authentizität – zum touristischen Transformationsprozeß kultureller Traditionen”, αυτόθι 2 (1998), σσ. 115-129, D. L. Redfoot, “Touristic Authenticity, Touristic Angst, and Modern Reality”, Qualitative Sociology 7 (1984), σσ. 291-308, H.-G. Vester, “Authentizität”, H. Hahn / J. Kagelmann (eds.), Tourismuspsychologie und Tourismussoziologie. Ein Handbuch der Tourismuswissenschaft, München 1995, σσ. 122-124, K. Wöhler, “Konstruierte Raumbindungen. Kulturangebote zwischen Authentizität und Inszenierung”, Tourismus Journal 4 (2000), σσ. 104-116, Β. Κirshenblatt-Gimblett, “Authenticity and Authority in the Representation of Culture: The Poetics and Politics of Tourist Production”, I.-M. Greverus / K. Köstlin / H. Schilling (eds.), Kulturkontakt – Kulturkonflikt 1, Frankfurt/M. 1988, σσ. 59-69, F. A. Salomone, “Authenticity in Tourism”, Annals of Tourism Research 24/2 (1997), σσ. 305-321, J. P. Taylor, “Authenticity and Sincerity in Tourism”, αυτόθι 28/1 (2001), σσ. 7-26, N. Wang, “Rethinking Authenticity in Tourism Experience”, αυτόθι 26/2 (1999), σσ. 349-370, G. Welz, “Multiple Modernities and Reflexive Traditionalisation. A Mediterranean Case Study”, Ethnologia Europaea 30/1 (2000), σσ. 5-14, J. O. Baerenholdt et al. (eds.), Performing Tourist Places, Aldershot etc. 2004, κτλ.
[9] J. Urry, Τhe Tourist Gaze. Leisure and Travel in Contemporary Societies, London 1990, D. MacCannell, The Tourist: A New Theory of the Leisure Class, New York 1976, H. Hahn / J. Kagelmann (eds.), Tourismuspsychologie und Tourismussoziologie. Ein Handbuch der Tourismuswissenschaft, München 1995, Chr. Becker et al., Tourismus und nachhaltige Entwicklung. Grundlagen und praktische Ansätze für den mitteleuropäischen Raum, Darmstadt 1996, E. J. Leed, Die Erfahrung der Ferne. Reisen von Gilgamesch bis zum Tourismus unserer Tage, Frankfurt/M. 1993, H.-G. Vester, Tourismustheorie. Soziologischer Wegweiser zum Verständnis touristischer Phänomene, München / Wien 1999, Μ. Rieder et al. (eds.), ErlebnisWelten: Zur Kommerzialisierung der Emotionen in touristischen Räumen und Landschaften, München 1998, G. Schulze, Die Erlebnisgesellschaft. Kultursoziologie der Gegenwart, Frankfurt/M. 1992, M. Zinganel, “Τourismus Kultur Theorie”, Kurswechsel 2005/2, σσ. 39-47, C. M. Hall / A. M.Williams (eds.), Tourism and Migration. New Relationsships between Production and Consumption, Dordrecht 2002, T. Holert / M. Terkessides, Fliehkraft. Gesellschaft in Bewegung – Von Migranten und Touristen, Köln 2006, κτλ.
[10] O. L. Braun, Vom Alltagsstress zur Urlaubszufriedenheit. Untersuchungen zur Psychologie des Touristen, München 1993, W. Kiefl, “Wo du nicht bist, dort ist das Glück. Überlegungen zur Vielschichtigkeit touristischer Motive”, Toursmus Journal 2 (1997), σσ. 207-224, Η. W. Opaschowski, “Typologie der Urlaubsmotive. Erwartungen an einen gelungenen Urlaub”, Tourismus. Eine systematische Einführung, Opladen 1996, σσ. 120-148.
[11] Χαρακτηριστικά μια από τις τελευταίες δημοσιεύσεις για το θέμα απoτελεί μια συγγραφική σύμπραξη γνωστών θεατρολόγων της Γερμανίας: E. Fischer-Lichte / Chr. Horn / I. Pflug / M. Warstat, Inszenierung von Authentizität, Tübingen / Basel 22007 (Theatralität 1). Bλ. επίσης Chr. B. Balme, “Staging the Pacific: Framing Authenticity in Performances for Tourists at the Polynesian Cultural Center”, Theatre Journal 50 (1998), σσ. 53-70, St. Ulbrich, “Inszenierung von Bilderwelten”, Publizistik 47/1 (2002), σσ. 97-100, St. Beck / G. Welz, “Kreative Traditionalisierung. Anmerkungen zu neueren Repräsentationsstrategien im Tourismus”, Heimat Thüringen 4 (1997), σσ. 31-40.
[12] Bλ. ενδεικτικά: Μ. Picard / R. Wood (eds.), Tourism, Ethnicity and the State in Asian and Pacific Societies, Honolulu 1997, P. van den Berghe, The Quest of the Other: Ethnic Tourism in San Cristobal, Mexico, Seattle 1994, K. M. Adams, “Domestic Tourism and Nation-Building in South Sulawesi”, Indonesia and the Malay World 26 (75)(1998), σσ. 77-96, B. Pfaffenberger, “Serious Pilgrims and Frivolous Tourists: The Chimera of Tourism in the Pilgrimages of Sri Lanka”, Annals of Tourism Research 10/1 (1983), σσ. 57-94, V. Adams, Tigers of the Snow and Other Virtual Sherpas: An Ethnography of Himalayan Encounters, Princeton 1996, E. Cohen, Thai Tourism: Hill Tribes, Islands and Open-ended Prostitution, Bangkok 1996, A. Vicker, Bali: A Paradies Created, Singapore 1989, P. Patullo, Last Resorts: The Cost of Tourism in the Caribbean, London 1996, κτλ.
[13] K. Kapeller, Tourismus und Volkskultur. Vom Folklorismus zur Warenästhetik der Volkskultur, Graz 1991, Chr. B. Steiner, “Authenticity, Repetition, and the Aesthetics of Seriality: The Work of Tourist Art in the Age of Mechanical Reproduction”, R. B. Philipps / Chr. B. Steiner, Unpacking Culture: Art and Commodity in Colonial and Postcolonial Worlds, Berkeley, California UP 1990, σσ. 87-103.
[14] Bλ. σε επιλογή: Ch. Taylor, The Ethics of Authenticity, Boston/ Mass., Harvard Univ. Press 1992, A. Ferrara, Reflective Authenticity, London / New York 1998, F. E. Baird / W. Kaufmann, From Plato to Derrida, Upper Saddle River / NJ 2008, http://en.wikipedia.org/wiki/Authenticity_(philosophy).
[15] M. Orvell, The Real Thing: Imitation and Authenticity in American Culture, 1880-1940, Chapel Hill 1989, D. Dutton (ed.), The Forger’s Art: Forgery and the Philosophy of Art, Berkeley, California UP 1983, D. Evans-Prichard, “The Portal Case: Authenticity, Tourism, Traditions, and the Law”, The Journal of American Folklore 100 (397)(1987), σσ. 287-296. H έννοια χρησιμοποιείται όμως και στη φιλολογία και τη λογοτενική κριτική· βλ. π. χ. Chr. Kanz, “Postmoderne Inszenierungen von Authentizität? Zur geschlechtsspezifischen Körperrhetorik der Gefühle in der Gegenwartsliteratur”, H. Harbers (ed.), Postmoderne Literatur in deutscher Sprache, Amsterdam / Atlanta 2000, σσ. 123-153.
[16] B. Πούχνερ, “Εισαγωγή στην έννοια του θεάτρου”, Ιστορικά νεοελληνικού θεάτρου, Αθήνα 1984, σσ. 11-29.
[17] Κ. Κöstlin, “Wir sind alle Touristen. Gegenwelten als Alltag”, Chr. Cantauw (ed.), Arbeit, Freizeit, Reisen. Die feinen Unterschiede im Alltag, Münster / New York 1995, σσ. 1-12.
[18] J. W. Mundt, “Die Authentizität des Geldes. Zur ökonomischen Entwicklung künstlicher Destinationen”, Voyage 1999, σσ. 13-32.
[19] D. S. Loukatos, “Tourist Archeofolklore in Greece”, M. Dorson (ed.), Folklore in the Modern World, The Hague 1978, σσ. 175-182.
[20] Για τις πιο ειδικευμένες αυτές περιπτώσεις έχει εισαχθεί ο όρος backstage tourism. Βλ. την ηλεκτρονική διεύθυνση http://backstage-tourismus.net/bull_4_dt.html.
[21] Chr. Henning, Reiselust. Touristen, Tourismus und Urlaubskultur, Frankfurt/M. 1999, Th. Herdin / K. Luger, “Der Eroberte Horizont. Tourismus und interkulturelle Kommunikation”, Aus Politik und Zeitgeschichte 47 (2001), σσ. 6-19, H. Bausinger (ed.), Reisekultur. Von der Pilgerfahrrt zum modernen Tourismus, München 1991, E. Chambers, Native Tours: The Anthropology of Travel and Tourism, Prospect Heights 2000, M. S. G. Dann, / D. Nash / Ph L. Pearce”, “Methodology in Tourism Research”, Annals of Tourism Research 15 (1988), σσ. 1-28, Sh. B. Gmelch, Tourists and Tourism: A Reader, Long Grove 2004, κτλ.
[22] Βλ. σε επιλογή: Μ. Κ. Smith, Issues in Cultural Tourism Studies, London / New York 2003, σσ. 1-44, Z. Bauman, “Vom Pilger zum Touristen”, Das Argument 36 (1994), σσ. 389-408, S. Lash / J. Urry, Economies of Signs and Space, London etc. 1994, σσ. 252-278, O. Löfgren, “Leben im Transit? Identitäten und Territorialitäten in historischer Perspektive”, Historische Anthropologie 3 (1995), σσ. 349-363, J. Binder, Globality. Εine Εthnographie über Βackpacker, Münster 2005, σσ. 13-28, G. Marcus, “Ethnography in/of the World System. The Emergence of the Multi-Sited Ethnography”, Annual Review of Anthropology 24 (1995), σσ. 95-117, J. Schlehe, “Ethnolοgie des Tourismus”, Peripherie 23 (2003) τεύχ. 89, σσ. 31-47, T. Εdensor, “Staging Tourism. Tourists as Performers”, Annals of Tourism Research 27 (2000), σσ. 322-344, , K. Meethan, Tourism in Global Society. Place, Culture, Consumption, Basingstoke, Hampshire / New York 2001, K. Wöhler, Produktion kulturtouristischer Angebote, Lüneburg 2004, του ίδιου, Kultur oder Kult-Tour? Zur touristischen Kulturalisierung von Räumen, Lüneburg 2001, του ίδιου, Kulturangebote zwischen Authentizität und Inszenierung, Lüneburg 1999, G. Welz, “Ethnografien europäischer Modernen”, B. Binder et al. (eds.), Ort, Arbeit, Körper. Ethnografie Europäischer Modernen, Münster etc. 2005, σσ. 19-31, Chr. Becker / A. Steinecke (eds.), Kulturtourismus in Europa: Wachstum ohne Grenzen?, Trier 1993, P. Dionyssopoulou / D. Lagos / P. Tsartas, “European Union policy framework on culture tourism”, Tourism Today. Τhe Journal of the College of Tourism and Hotel Management Cyprus 3 (2003), σσ. 177-189, St. Εnser, “Εuropa als Mnemotop. Kulturtourismus als Programm europäischer Identitätsbildung”, Voyage 7 (2005), σσ. 103-120, D. Chhabra et al., “Staged Authenticity and Heritage Tourism”, Annals of Tourism Research 30/3 (2003), σσ. 702-719, του ίδιου, “Defining Authenticity and its Determinants: Toward an Authenticity Flow Model”, Journal of Travel Research 44/1 (2005), σσ. 64-73, A. J. McIntosh / R. C. Prentice, “Affirming Authenticity. Consuming Cultural Heritage”, αυτόθι 26/3 (1999), σσ. 589-612, R. Römhild, “’Historismus’: Zur Kritik der Idyllisierung”, D. Kramer / R. Lutz (eds.), Reisen und Alltag: Beiträge zur kulturwissenschaftlichen Tourismusforschung, Frankfurt/M. 1992, σσ. 121-130, G. Waitt, “Consuming heritage: Perceived historical authenticity”, Annals of Tourism Research 27/4 (2000), σσ. 835-862, Chr. Goulding, “The commodification of the past, postmodern pastiche, and the search for authentic experiences at contemporary heritage attractions”, European Journal of Marketing 34 (2000), σσ. 735-853, G. Richards, Cultural Tourism: Global and Local Perspectives, Haworth Press 2007
[23] M. Thiem, Tourismus und Kulturelle Identität. Die Bedeutung des Tourismus für die Kultur touristischer Ziel- und Quellengebiete, Bern / Hamburg 1994, V. L. Smith (ed.), Hosts and Guests. The Anthropology of Tourism, Philadelphia 1989.
[24] W. Hein, Tourism and sustainable development, Hamburg 1997, Chr. Becker et al., Tourismus und nachhaltige Entwicklung, Darmstadt 1996 K. Wöhler / A. Saretzki, Umweltverträglicher Tourismus. Grundlagen – Konzeption – Marketing, Lieburgerhof 1999, B. Benthien, Geographie der Erholung und des Tourismus, Gotha 1997, L. Ellenbert et al., Ökotourismus: Reisen zwischen Ökonomie und Ökologie, Heidelberg etc. 1997, T. Kirstges / M. Lück, Umweltverträglicher Tourismus, Neßkirch 2001 κτλ.
[25] Σ’ αυτή την προσαρμογή και αλληλοδιείσδυση πρέπει να συνυπολογισθούν και οι τόσοι ξένοι που εργάζονται στις τουριστικές επιχειρήσεις και διαμένουν πλέον μονίμως στην Ελλάδα. Βλ. ενδεικτικά R. Römhild, “Practised Imagination. Tracing Transnational Networks in Crete and Beyond”, Anthropological Journal on European Cultures 11 (2002), σσ. 159-190, M. Leonard, “A little bit of history and a lot of opinion: biased authentictiy in Belfast and Nicosia”, Journal of Cyprus Studies, July 2007, I. Valachis, “Cultural Impacts of tourism: a literature review”, http://www.ul.edu.lb/fthm/papers/3rd%20Axis/cultural%20impacts%20 GREECE.doc.
411