Το ποδόσφαιρο μεταξύ παιχνιδιού και τελετουργίας
Δομένικο Ελασσόνος, 31 Δεκεμβρίου 1976 απόγευμα (επιτόπια έρευνα για τα ρουγκάτσια): ο εκκλησιαστικός επίτροπος δηλώνει «πως για την πραγματοποίηση του εθίμου χρειάζεται μια άδεια της νομαρχίας, εφόσον γίνεται χρηματικός έρανος. Ο όμιλος των καλανδιστών αποτελείται από δύο μέρη: έξι φουστανελάδες και έξι ‘κορίτσια’ που χορεύουν το γαϊτανάκι, και οι χαζοί με τον γέρο και τη γριά, την αρκούδα και τον αρκουδιάρη. Το κοντάρι για το γαϊτανάκι είναι 6 μέτρα ψηλό, και κάθε χορευτής κρατάει από μια κορδέλα· με τις χορευτικές κινήσεις γύρω γύρω δημιουργείται ένας πολύχρωμος κόμβος γύρω από το κοντάρι. Στο χωριό αυτό κάνουν το καλύτερο γαϊτανάκι· έχουν δώσει ήδη παραστάσεις και στην Κατερίνη και στη Λάρισα. Δυστυχώς φέτος την Πρωτοχρονιά θα γύριζαν μόνο οι χαζοί, γιατί λόγω ενός ποδοσφαιρικού αγώνα το πρωί της Πρωτοχρονιάς στο χωριό οι νεαροί δε θα κάνουν τον χορό με τις παραδοσιακές ενδυμασίες»[1].
Δομένικο, 1 Ιανουαρίου 1977 το πρωί: «Μετά από την πιλοτική αυτή διερεύνηση επισκεφτήκαμε την άλλη μέρα το πρωί, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, το Δομένικο, για να δούμε τα υπολείμματα του υπερήφανου αυτού εθίμου της εορταστικής αυτοπαρουσίασης της αντρικής νεολαίας ενός χωριού. Ο όμιλος του αγερμού αποτελείτο μόνο από τρία πρόσωπα: τον εκκλησιαστικό επίτροπο με έναν πρόχειρο κουμπαρά (κουτί από χαρτόνι με άνοιγμα για τα χρήματα), και δύο νεαρούς· συγκέντρωναν χρήματα για την ανέγερση νέας εκκλησίας. Οι νεαροί παρίσταναν την αρκούδα και τον γύφτο αρκουδιάρη: ο ένας με ένα κοστούμι από συρραμένες προβιές, ένα σκέλος σκόρδο στο δεξί πόδι και ένα μικρό κουδούνι στο αριστερό, ένα σκοινί γύρω στο λαιμό και μια παλαιά τρουμπέτα στο χέρι (αρκούδα!). Στην πορεία από σπίτι σε σπίτι έβγαζε οξείς και δυσαρμονικούς ήχους από το πνευστό, ενώ ο αρκουδιάρης τον τραβούσε με το σκοινί[2]. Αυτός, ντυμένος ως τσιγγάνος με παρδαλά ρούχα, γύριζε με μαυρισμένο πρόσωπο, χτυπούσε ένα τουμπελέκι και οδηγούσε την αρκούδα. Και οι δύο μεταμφιέσεις είχαν απολέσει πλέον τον μιμητικό και ‘θεατρικό’ τους χαρακτήρα, δεν προσπαθούσαν καν με την κωμική και γκροτέσκα τους συμπεριφορά να προκαλέσουν το γέλιο, αλλά είχαν αποκλειστικό σκοπό να δημιουργήσουν θόρυβο και να αναγγείλουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εκκλησιαστικό επίτροπο στα σπίτια, ο οποίος προηγείτο της πομπής με τον κουμπαρά στο χέρι. Μοναδικοί θεατές εκείνο το κρύο πρωί ήταν κάποια μικρά παιδιά που ακολούθησαν[3], ενώ η νεολαία του χωριού βρισκόταν στον ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο του χωριού».
Έφτασα τότε στο συμπέρασμα, «πως σε λίγο το έθιμο θα είχε εξαφανισθεί, αν δεν σωθεί από νέα κίνητρα φολκλορισμού, τοπικής προβολής, οργάνωσης από τις αρχές και οικονομικής στήριξης κτλ., όπως αυτό παρατηρείται σε άλλα μέρη της βόρειας Ελλάδας, που έχουν γίνει μικρά κέντρα εσωτερικού τουρισμού[4]. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν αποκλειστικά τα οικονομικά κίνητρα του εκκλησιαστικού επιτρόπου που οδήγησαν στον αγερμό, έστω στη συρρικνωμένη αυτή μορφή. Η αντρική νεολαία του χωριού βρήκε ένα άλλο αγωνιστικό εθιμοτυπικό με συλλογική ταύτιση και ‘μεταμφίεση’, που ανταποκρίνεται καλύτερα στο νέο ιδανικό του αντρικού ρόλου από τον παλαιό ένοπλο ήρωα του βαλκανικού πατριαρχισμού: τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Οι οργανώσεις των οπαδών με τις εκδηλώσεις τους, τα σύμβολα, κύπελλα, σημαίες και φόρμες, η σχεδόν τελετουργική συμπεριφορά των οπαδών κατά τη διάρκεια του αγώνα αλλά και πριν και μετά, η έντονη επικοινωνία των νεαρών σε καφενεία, τοπικά γραφεία σωματείων κι αλλού, συνήθως με αποκλεισμό των γυναικών, οι κατά καιρούς πολεμικές συρράξεις μεταξύ οπαδών των αντιπάλων ομάδων (με πραγματικούς τραυματισμούς), οι ‘μυητικές’ τελετές και δοκιμασίες των νέων παικτών κατά τους πρώτους αγώνες, μαζικές αποδοκιμασίες και επιδοκιμασίες των προπονητών κτλ., παρουσιάζουν πιο ικανοποιητικές και επίκαιρες ευκαιρίες για ταύτιση και μέθεξη σε πανελλήνια κλίμακα καθώς και την ευκαιρία να γίνει κανείς νέος δημοφιλής ήρωας, που δεν επαινείται πια σε ιστορικά δημοτικά τραγούδια αλλά μυθοποιείται στις αθλητικές εφημερίδες: ο ποδοσφαιρικός ήρωας»[5].
Αυτά έγραψα στα γερμανικά το 1977. Και το 2010 πρόσθεσα: «Εδώ ανοίγεται διάπλατα ένα ευρύτατο πεδίο λαογραφικής έρευνας, από την πρωτεύουσα έως το τελευταίο χωριό: το ποδόσφαιρο. Με αλλαγμένη λειτουργικότητα και λιγότερο κοινωνική στοχοθεσία οι ποδοσφαιρικοί αγώνες όπως και άλλα αγωνίσματα των σπορ, διατηρούν, ξεθωριασμένα και αχνά, ακόμα κάποια ίχνη των ‘μυητικών’ στοιχείων των δωδεκαημερίτικων αγερμών της αντρικής νεολαίας. Οι ίδιοι οι αγερμοί μάλλον ανήκουν ήδη στην ιστορία, αν δεν βρήκαν στο μεταξύ καταφύγιο σε κάποια υποκατηγορία του σύγχρονου φολκλορισμού»[6].
Αν η σημερινή λαογραφία είναι η επιστήμη της καθημερινής και εορταστικής ζωής των ευρύτερων στρωμάτων ενός πληθυσμού, τότε το ποδόσφαιρο ως εκδήλωση της μαζικής κουλτούρας του σημερινού κόσμου θα έπρεπε να βρίσκεται από καιρό στο επίκεντρο των ερευνητικών ενδιαφερόντων της λαογραφίας. Στο τελευταίο τεύχος του έτους 2009 του περιοδικού της Αυστριακής Λαογραφικής Εταιρείας βρίσκεται ένα σχετικό άρθρο της Brigitta Schmidt-Lauber, η οποία κατέχει τώρα την έδρα της Ethnologia Europaea (Λαογραφίας) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και έχει εκδώσει το 2004 έναν συλλογικό τόμο για την ποδοσφαιρική ομάδα του Αμβούργου FC St. Pauli, τόμο που σημείωσε μέσα σε τέσσερα χρόνια τρεις εκδόσεις[7]. Νομίζω πως είναι καιρός οι νέοι Έλληνες λαογράφοι να αρχίσουν να ασχολούνται και με τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ κτλ., αλλά και με μικρότερες τοπικές ομάδες, την ιστορία τους, τα σύμβολά τους, συμπεριφορές παικτών και οπαδών εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου, τις οργανώσεις των οπαδών, τις αθλητικές εφημερίδες, την ιδιάζουσα γλώσσα και την (ηρωική και πολεμική) εικονολογία τους, τις ψυχολογικές διεργασίες δέσμευσης και αποφόρτισης νεανικής επιθετικότητας, τις εκδηλώσεις λατρείας, ενθουσιασμού, παραβατικότητας και βίας, τα οικονομικά της ομάδας, με διοίκηση και μετόχους, τις αστρονομικές αμοιβές ορισμένων παικτών για τις οποίες κανείς δεν διαμαρτύρεται, τα ακόμα αστρονομικότερα ποσά των μεταγραφών, τη ρευστή “εθνικότητα” των παικτών, την εθνοτικά μικτή σύνθεση πλέον όλων των μεγάλων ομάδων που δεν επηρεάζει όμως την ταύτιση των οπαδών κτλ. Το άρθρο της Γερμανίδας λαογράφου, που αποκαλεί τους οπαδούς ως τον “δωδέκατο άνθρωπο” της ενδεκάδας της ομάδας[8], δίνει έναν μικρό οδηγό για την προσέγγιση του πολύ σύνθετου, πολύ ενδιαφέροντος και πολύ καίριου αυτού θέματος, που είναι ταυτόχρονα και σύγχρονο και ιστορικό.
Ιστορικό γιατί οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού καθορίστηκαν στα αγγλικά public schools το 1863[9], και από εκεί διαδόθηκε, κυρίως κατά το Μεσοπόλεμο, σε όλο τον κόσμο, με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Αμερική[10]. Έχει την πρωτοκαθεδρία ως “ηγεμονικό” παιχνίδι ανάμεσα σε όλα τα είδη των σπορ[11], ως ένα “οικουμενικό πάθος” εθνών και πληθυσμών, σύνθετο και χαρακτηριστικό φαινόμενο της σημερινής μαζικής κουλτούρας του δυτικού κόσμου, που εντούτοις έχει αφομοιώσει και μια ολόκληρη σειρά παραδοσιακών στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού[12]. Eίναι μια λεπτομέρεια της ζωής μας, που κατά καιρούς μπαίνει όμως στο απόλυτο κέντρο της προσοχής[13]. Η σχετική βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί με γεωμετρικούς ρυθμούς και δεν αφορά καθόλου μόνο τη λαογραφία/εθνολογία, αλλά και την κοινωνιολογία, την κοινωνική ψυχολογία, την επιστήμη των σπορ, την οικονομία, τις επιστήμες ανάλυσης του πολιτισμού κτλ.[14]· και μια ματιά στο διακδίκτυο πείθει αμέσως για την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία πολλαπλασιάζεται.
O πυρετός της μπάλας και η λατρεία της στρογγυλής θεάς κορυφώνονται κάθε χρόνο, κάθε δύο ή τέσσερα χρόνια, ανάλογα με το πρωτάθλημα σε εθνική, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια κλίμακα, στις ειδήσεις αφιερώνονται ολόκληρα τμήματα για τα γεγονότα στο γήπεδο και μεταδίδονται ολόκληρα ματς από όλα τα μέρη του πλανήτη, βγαίνουν καθημερινά αθλητικές εφημερίδες που σχολιάζουν, εκθειάζουν, επικρίνουν, δίνουν συνεντεύξεις, κάνουν προβλέψεις και μεταφέρουν κάθε είδους πληροφορίες για τους ήρωες και ημίθεους των γηπέδων, ολόκληρες μάζες πληθυσμών, με οργανωμένο από τους συλλόγους τρόπο ή μόνες τους μετακινούνται στους εκάστοτε προορισμούς με δικά τους έξοδα και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα, που φτάνει από τη φρίκη των συγκρούσεων οργανωμένων ομάδων ώς το ξέφρενο πανηγύρι των οπαδών της ομάδας που κέρδισε τον αγώνα. Ο Όττο Ρέχαγκελ είναι ακόμα, τόσα χρόνια μετά την κατάκτηση του κυπέλλου του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος από την εθνική ομάδα της Ελλάδας, εθνικός ήρωας, και ας μην μπορεί να προφέρει μια ολόκληρη φράση στα ελληνικά, προπονητές και παίκτες δίνουν συνεντεύξεις σε διάφορες γλώσσες, σπάνια ακούς κάποιον να μιλά τη γλώσσα της χώρας όπου φιλοξενείται. Φαίνεται πως το ποδόσφαιρο είναι σαν τη θάλασσα: ενώνει και διαχωρίζει τους λαούς, είναι πεδίο εκδήλωσης εθνικισμών, φανατισμών και συγκρούσεων, αλλά και πεδίο επικοινωνίας, συνεννόησης, κοινών βιωμάτων, συνεργασίας και σύμπραξης, όχι μόνο μέσα και ανάμεσα σε εθνικές ομάδες, αλλά και μέσα και ανάμεσα στις παραδοσιακές μεγάλες και ιστορικές ομάδες μιας χώρας. Ουσιαστικά ένα αντιφατικό φαινόμενο, το οποίο όμως δείχνει πόσο σύνθετες και καθόλου μονοδιάστατες είναι διαδικασίες όπως η ευρωπαϊκή ένωση, η σταδιακή εξάπλωση του δυτικού τρόπου ζωής και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση· αντιφατικό όχι τόσο στο επίπεδο των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών, που σαν τους μισθοφόρους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σήμερα εδώ αύριο εκεί (συχνά δεν αποφασίζουν καν οι ίδιοι, αλλά οι ατζέντηδές τους ή η διοίκηση των ομάδων τους σύμφωνα με καθαρά οικονομικά κριτήρια), – ήρωες σε διατεταγμένη υπηρεσία -, αλλά κυρίως στο επίπεδο των οπαδών, που φανατίζονται για πρόσωπα τα οποία εν τέλει είναι τελείως ανταλλάξιμα, στρατηγικά πιόνια σ’ ένα ατέρμονο παιχνίδι της επιτυχίας στο πρωτάθλημα των διαφόρων κατηγοριών, τα διάφορα κύπελα, το eurocup και το mundial. Η ταύτιση με την ομάδα – στην εθνική ομάδα ξεπερνιέται η συναισθηματική δέσμευση στο επίπεδο του εθνοκεντρισμού – κατά βάση δεν εξαρτάται από τη σύνθεση των προσώπων της ενδεκάδας και των παικτών στον μπάγκο, ούτε από το πρόσωπο του προπονητή, που κάθε τόσο αλλάζει (ο Dušan Bajević κυκλοφορεί ανάμεσα στις κεντρικές ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος σα μπαλλαντέρ), τον πρόεδρο, τον ιδιοκτήτη και τους μεγαλομετόχους, αλλά από ένα φανταστικό πολιτισμικό μόρφωμα, το οποίο έχει βέβαια κάποια ιστορία και εντοπιότητα (όπως ο Ολυμπιακός τον Πειραιά) η οποία ανακαλείται τακτικά κατά τους πανηγυρισμούς των επιτυχιών, ουσιαστικά όμως διατηρείται και ανασυγκροτείται με μαζικές τελετουργίες και συνοδευτικά σύμβολα, που δίνουν ένα σημειολογικό πλαίσιο ενός σύνθετου συναισθηματικού βιώματος με άγνωστη έκβαση. Ο αγώνας είναι τελετουργία και παιχνίδι ταυτόχρονα: στον αντίποδα των φανατισμών του οπαδού μιας ομάδας υπάρχει η ορθολογική στάση αυτού που απολαμβάνει το παιχνίδι με τα απρόοπτά του, τις κορυφώσεις του, τις επιδείξεις ικανότητας και ταλέντου, συλλογικής στρατηγικής και ατομικής έμπνευσης και προσπάθειας, και εύχεται να κερδίσει η καλύτερη ομάδα, στενοχωριέται για τα λάθη των διαιτητών και την ατυχία που επιφυλάσσει η στρογγυλή θεά μερικές φορές και στην αποδοτικότερη ομάδα. Ο θεατής, οπαδός η μη, είναι βασικά ελεύθερος να μετακινείται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού από τη μια στάση στην άλλη, με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις και προσμίξεις, τις προσωπικές του προτιμήσεις και επιθυμίες, και να συμμετέχει στις μαζικές αντιδράσεις ή να διαφωνεί με το κλίμα που διαμορφώνεται και εκδηλώνεται γύρω του (ή το παρακολουθεί από την τηλεόραση). Από την άποψη αυτή, της προσληπτικής πλευράς, η παρακολούθηση ενός αγώνα στο γήπεδο μοιάζει και με την παρακολούθηση θεατρικής παράστασης, όπου επίσης ο ένας θεατής επηρεάζει τον άλλον και διαμορφώνεται μια συλλογική ατμόσφαιρα[15]· απλώς το έργο δεν είναι δεδομένο, ούτε αυτοσχεδιάζεται, αλλά γίνεται αγώνας για τη διαμόρφωσή του, και οι εκδηλώσεις του κοινού είναι ασύγκριτα πιο ασυγκράτητες.
O ποδοσφαιρικός αγώνας είναι και ένα από τα αγαπημένα γνωστικά αντικείμενα των performance studies, μιας νεόκοπης επιστήμης που ίδρυσε ο πρωτοποριακός σκηνοθέτης Richard Schechner μαζί με τον εθνολόγο Victor Turner[16] και έχει θεσμοθετηθεί κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, λιγότερο στην Ευρώπη, επιστήμη που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της Θεατρολογίας και εξετάζει “θεαματικά” φαινόμενα σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων πολιτισμών, αρχέγονων και εξελιγμένων[17]. Εδώ αναλύονται, με ισοπεδωτική ισότητα, θεατρικές παραστάσεις, θείες λειτουργίες, ποδοσφαιρικοί αγώνες, πάσης φύσεως αγωνιστικά σπορ, πολιτικές συγκεντρώσεις και προεκλογικά μπαλκόνια, ταυρομαχίες, όλων των ειδών τελετουργίες και εθιμοτυπίες, κοινωνικές συναναστροφές, συλλογικά παιχνίδια κτλ. υπό το πρίσμα της performativity (“παραστασικότητας”, “θεατρικότητας”, “τελεστικότητας”), μιας ιδιότητας που υπάρχει σχεδόν παντού όπου υπάρχει ανθρώπινη επικοινωνία και διάδραση[18]. Μια από τις βασικές δυσκολίες του προσδιορισμού της έννοιας και της ιδιότητας είναι η πολυσημία του αγγλικού όρου to perform[19]. Πάντως η θεωρία της performativity επιμένει κυρίως στο χαρακτηριστικό γνώρισμα, – πέρα από την υποχρεωτική ύπαρξη θεατών, τη φύση του κοινωνικού γεγονότος και την διακριτή πλαισίωση που ξεχωρίζει το συμβάν από την υπόλοιπη καθημερινότητα, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν και το θέατρο -, ότι το περιεχόμενο δεν είναι οπωσδήποτε δεδομένο και οι σημασίες μπορεί να δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή[20]. Αυτό τον μικτό χαρακτήρα του προγραμματισμού σ’ ένα προθεσιακό επίπεδο από τη μια πλευρά και την πραγματική υλοποίηση του γεγονότος από την άλλη, μπροστά στους θεατές με όλα τα απρόοπτά του, έχει ο ποδοσφαιρικός αγώνας σε πολύ μεγάλο βαθμό: υπάρχουν οι κανόνες του παιχνιδιού, οι καθιερωμένες εθιμοτυπίες και φιλοφρονήσεις στην αρχή και στο τέλος κάθε ημιχρόνου, αλλά το ίδιο το συμβάν, η διαδικασία του παιχνιδιού, είναι τελείως ανοιχτό και γέματο από απρόβλεπτα, από την εφήμερη απόδοση ή τον τραυματισμό του κάθε παίκτη ώς τα σφάλματα του διαιτητή και των βοηθών του· ο προπονητής δεν συγκρίνεται με τον σκηνοθέτη: και ο σκηνοθέτης προγραμματίζει την παράσταση και κάπως αλλιώς πραγματοποιείται κάθε βράδυ (λόγω της διαφορετικότητας του κοινού, εξωτερικών παραγόντων, τη διάθεση ή αδιαθεσία των ηθοποιών κτλ.)[21], αλλά ο βαθμός τυχαιότητας των δρωμένων, ακόμα και στο λαϊκό αυτοσχεδιαζόμενο θέατρο, είναι αφάνταστα πιο μικρός[22], συγκρινόμενος με ένα συλλογικό ανταγωνιστικό αγώνισμα, όπως το ποδόσφαιρο, όπου η πορεία και εξέλιξη των συμβάντων καθώς και το αποτέλεσμα και το σκορ είναι τελείως ανοιχτά. Το αγώνισμα αυτό δεν μοιάζει και με άλλα παιχνίδια, όπως το σκάκι: και εκεί υπάρχουν κανόνες, στρατηγική (άμυνας και επίθεσης), προσπαθεί να μαντέψει κανείς τις κινήσεις του άλλου, το ζήτημα της προβλεψιμότητας και του αιφνιδιασμού κτλ., αλλά οι παίκτες ενός ποδοσφαιρικού αγώνα δεν είναι πιόνια, διαθέτουν και αυτόνομη δυναμική, έμπνευση της στιγμής, αναπτύσσουν μόνοι τους ή σε συνεργασία με άλλους υπέρμετρες ικανότητες ή είναι κατώτεροι των προσδοκιών· σ’ αυτό το απρόβλεπτο στοιχείο της απόδοσης μοιάζουν πάλι με τους ηθοποιούς, που και αυτοί δεν είναι απλώς ρομπότ στα χέρια του σκηνοθέτη.
Μολοντούτο η θεατρικότητα και θεαματικότητα υπάρχει και στο χώρο των θεατών: και στο θέατρο που είναι ένα κοινωνικό γεγονός, όπου οι αντιδράσεις του καθενός επηρεάζουν και τους άλλους, και αντίστροφα οι συλλογικές αντιδράσεις (π. χ. γέλιο, σασπένς) επιδρούν και πάνω στον μεμονωμένο θεατή, αλλά πολύ πιο έντονα και σχεδόν “σωματικά” στο γήπεδο, όπου οι σχετικές εκδηλώσεις επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας δεν ρυθμίζονται από κανόνες συμπεριφοράς όπως στο θέατρο, είναι ασυγκράτητες, συχνά και ακραίες, οι αλληλοεπιδράσεις και διαδράσεις (interactivity) είναι, λόγω του συνωστισμού και της μαζικότητας, πολύ πιο έντονες. Το γεμάτο στάδιο με τις ομάδες των οπαδών, με σημαίες, χρώματα της ομάδας, φανέλες, μαζικές σκηνοθετημένες κινήσεις, ρυθμικά συνθήματα (σαν τα “άκτα” στο βυζαντινό ιπποδρόμιο), είναι από μόνα τους ένα θέαμα, πολύ πριν αρχίσει ο καθαυτό αγώνας. Το ματς είναι performance σε πολλά επίπεδα· ακόμα και για το λόγο ότι στα αγγλικά performance σημαίνει και απόδοση, πράγμα που αφορά τους παίκτες.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να γυρίσουμε στο βιβλίο της Γερμανίδας λαογράφου για την ομάδα του St. Pauli στο Αμβούργο, που ως έμβλημα δεν έχει ένα τριφύλλι ή ένα δικέφαλο αετό αλλά μια νεκροκεφαλή, με όλες τις συνυποδηλώσεις που συνεπάγονται από μια τέτοια επιλογή. Μέσα στα πλαίσια των επιστημονικών ερευνών για την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου, για τη διάθεση του ελεύθερου χρόνου και για τον τουρισμό το ποδόσφαιρο έχει μαγνητίσει την προσοχή των αναλυτών ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο με τεράστια κοινωνική σημασία, μια ακαταμάχητη γοητεία για ευρύτατα πληθυσμιακά στρώματα και με ισχυρούς και αποτελεσματικούς συμβολισμούς[23]· για το ποδόσφαιρο ενδιαφέρονται στο μεταξύ όχι μόνο ιστορικοί των σπορ και της οικονομίας, αλλά και μουσικόλογοι, επιστήμονες των τεχνών και των media, ψυχολόγοι, παιδαγωγοί, ακόμα και θεολόγοι και μελετητές των gender studies και του φεμινισμού. Και η λαογραφία ασχολήθηκε ακρoθιγώς στο παρελθόν με το θέμα των φανατικών οπαδών (fans)[24] και δείχνει και στο παρόν μεγάλο ενδιαφέρον για το φαινόμενο[25], ακόμα και για τη χωροταξική διευθέτηση των οπαδών μέσα στο γήπεδο[26]. Είναι χαρακτηριστικό για το είδος αυτών των μελετών, ότι ξεκινούν από συγκεκριμένες τοπικές ομάδες, από επαφές με οπαδούς και θεατές, από εμπειρική επιτόπια έρευνα, για να επεκτείνονται ύστερα στο ιστορικό των ομάδων, σε συγκριτικές διαστάσεις μικρής και μεγάλες εμβέλειας, καθώς και στις δικτυώσεις του συγκεκριμένου φαινομένου μέσα στην κοινωνία και τις επιστήμες του πολιτισμού. Το γήπεδο είναι ένα κομβικό σημείο του “λαϊκού” (δημοφιλούς) πολιτισμού, του popular όχι του folk, για να χρησιμοποιήσω τον διαχωρισμό που προτείνει ο Αυδίκος[27], και προνομιακό αντικείμενο της Νεωτερικής Λαογραφίας[28]. Σ’ αυτό το σύνθετο πολιτισμικό φαινόμενο συμμετέχουν (και εν πολλοίς από αυτό ζουν) προπονητές, ποδοσφαιριστές, διαιτητές και σχολιαστές, σύλλογοι και οπαδοί, και εν τέλει όλοι οι θεατές (ακόμα και στο σπίτι μπροστά από την TV). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, από πολλές απόψεις, οι οπαδοί (fans, από λατ. fanaticus) και η ιδιάζουσα συμπεριφορά τους (fandom), η σχέση μεταξύ τους και προς την ομάδα[29]· η συμπεριφορά και σχέση αυτή χαρακτηρίζεται συνήθως από υψηλή συναισθηματικότητα και αποκτά, μέσα στις διαβαθμίσεις της και τις διάφορες καταστάσεις εφαρμογής και εκδήλωσης, σημαντικές ψυχολογικές λειτουργίες για το (νεαρό συνήθως) άτομο[30]. Η εστίαση του ενδιαφέροντος στους οπαδούς, δηλαδή την πρόσληψη, έχει ένα ανάλογο και στην έρευνα των λαϊκών αφηγήσεων, όπου για πολύ καιρό στο επίκεντρο των αναζητήσεων βρισκόταν η αφήγηση, ύστερα ο αφηγητής, και στο τέλος το ακροατήριο (άλλη μια κατάσταση στην οποία εφαρμόζεται η έννοια της performance)[31]. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στις αναλύσεις του πολιτισμού της διασκέδασης, όπου οι δέκτες, οι διασκεδαζόμενοι, δεν βρίσκουν πάντα τη θέση που τους αναλογεί[32], αν και τα γούστα και οι προσδοκίες τους καθορίζουν ουσιαστικά την παραγωγή. Το έχω αποδείξει με τρόπο παραστατικό για το ελληνικό θέατρο σκιών: η επιρροή των αντιδράσεων του κοινού στον καραγκιοζοπαίκτη είναι τέτοια και τόση, που ουσιαστικά αυτό κατευθύνει και συνδημιουργεί την παράσταση[33].
Οι οπαδοί δεν έρχονται σε επαφή με τη μπάλα αλλά είναι μέρος του θεάματος και το επηρεάζουν· οι θεατές αντιδρούν συνήθως χωρίς αναστολές και δημιουργούν τη γνωστή ατμόσφαιρα του αγώνα. Υπάρχει ολόκληρο ρεπερτόριο ειδικών τραγουδιών και ύμνων των ομάδων[34], ακουστικές και οπτικές αντιδράσεις, μεμονωμένες ή συλλογικές, αυθόρμητες ή τελετουργικές, όπως τα ρυθμικά χειροκροτήματα, τα ole ole και άλλα συνθήματα και εκφωνήματα, συντονισμένες κινήσεις με τις σημαίες και άλλες ακόμα στρατηγικές εμψύχωσης των παικτών της ομάδας που υποστηρίζουν οι εκάστοτε οπαδοί[35]. Το γήπεδο εν πολλοίς έχει μετατραπεί σε σκηνή, όπου χορογράφοι και σκηνοθέτες οργανώνουν θεαματικές ενέργειες, συνήθως στην αρχή της αναμέτρησης: με συντονισμένο τρόπο σηκώνονται έγχρωμες πινακίδες, κορδέλες, ή απελευθερώνονται μπαλόνια κτλ., που σχηματίζουν μια εικόνα ή ένα αραβούργημα (έμβλημα της ομάδας, καρδιές, εθνικές σημαίες κτλ.). Αυτές οι “παραστάσεις” απαιτούν αυστηρό συντονισμό, πρόβες, πειθαρχία, και είναι έκφραση της αυτοπεποίθησης και της αυτοπαρουσίασης των οπαδών της συγκεκριμένης ομάδας· έτσι το γήπεδο γίνεται “θέατρο” και πέρα από την αγωνιστική αναμέτρηση δύο ποδοσφαιρικών ομάδων, θέατρο των θεατών[36].
Όπως και στο θέατρο οι θεατές στο στάδιο, ακόμα και οι οπαδοί, είναι άτομα διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ηλικίας, φύλου, επαγγελμάτων κτλ. “Ο οπαδός” είναι ένα αφαιρετικό κατασκεύασμα[37]· αλλά σίγουρα υπάρχουν κατηγορίες από οπαδούς, όπως οι hooligans[38]. Mια συμβατική τυπολογία ξεχωρίζει τον οπαδό με την “καταναλωτική” συμπεριφορά από αυτόν που ενδιαφέρεται για το καθαυτό ποδόσφαιρο, και αυτόν από εκείνον που απολαμβάνει το βίωμα της ατμόσφαιρας στο γήπεδο[39]· άλλη τυπολογία επικεντρώνεται σε ειδικούς ενδυματολογικούς κώδικες, αλλά η μεγαλύτερη προσοχή δίνεται στον βαθμό ετοιμότητας για βιαιοπραγίες, οι οποίες, εκτός του σταδίου, μπορεί να έχουν και μυητικό και τελετουργικό χαρακτήρα στον υποπολιτισμό της ανδρικής νεολαίας[40]. Στον παραστρατιωτικό και πολεμοχαρή χαρακτήρα των συσσωματώσεων αυτών και των οργανωμένων συρράξεων μεταξύ τους βρίσκει κανείς τις ίδιες μυητικές λειτουργίες της δοκιμασίας του ανδρισμού όπως στους οργανωμένους ομίλους των μεταμφιεσμένων στους χειμωνιάτικους αγερμούς των καλαντιστών στην παραδοσιακή ύπαιθρο, είτε λέγονται ρουγκάτσια, ρουγκατσάρια ή αλλιώς, όπου υπάρχει απόλυτη υπακοή στον αρχηγό, ειδικές δοκιμασίες όπως η απαγόρευση της ομιλίας, η απομάκρυνση από το σπίτι κτλ., αλλά κυρίως η βίαια αναμέτρηση στην περίπτωση συνάντησης δύο τέτοιων ομίλων, όπου είναι θέμα τιμής να μην υποχωρήσει καμιά ομάδα, και υπήρχαν στο παρελθόν και τραυματισμοί και θάνατοι (οι νεκροί κηδεύονται επί τόπου χωρίς τελετή), όπως μαρτυρούν ευάριθμα τοπωνύμια κυρίως στη βόρεια Ελλάδα[41]. Φαίνεται πως οι βιαιοπραγίες εντός και εκτός σταδίου είναι ένα δευτερεύον, αποκρουστικό αλλά αρχικά συστατικό στοιχείο του αγωνιστικού γεγονότος: η πραγματική αναμέτρηση με τους ήρωες της μπάλας έχει μεταφερθεί στο εξιδανικευμένο (sublimated) πεδίο του αγωνίσματος των σπορ (χωρίς να λείπει και εκεί το στοιχείο της βίας στον αγωνιστικό χώρο, αλλά υπάρχουν οι κανόνες και οι κίτρινες και οι κόκκινες κάρτες), όμως μια δευτερογενής αναμέτρηση με απροκάλυπτα πολεμικό χαρακτήρα αποσχίστηκε από το αθλητικό γεγονός και διεξάγεται στα περιθώριά του ανάμεσα σε φανατικούς και φανατισμένους οπαδούς ή ανάμεσα στους hooligans και τα όργανα της τάξεως. Η διαχείριση και έγκαιρη αποφόρτιση της έντασης της επιθετικότητας στα νεαρά άτομα είναι υπόθεση της ψυχολογικής παιδαγωγικής και δεν αναστέλλεται με τιμωρίες, συλλήψεις κτλ., που απλώς αναβάλλουν και συχνά εντείνουν ακόμα το πρόβλημα, αλλά αντιμετωπίζεται με κατάλληλα μέτρα πρόληψης και δημιουργίας διεξόδων της περισσευούμενης ενέργειας όπως είναι η ενεργητική συμμετοχή στα σπορ, η γυμναστική, το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, ο αθλητισμός, ο εθελοντισμός κτλ.
Μολοντούτο η διαίρεση των οπαδών σε κατηγορίες δεν αντικαθρεφτίζει την πραγματικότητα στο γήπεδο: αυτή καλύτερα αποδίδεται από μια μελέτη της χωροταξικής τοποθέτησης των οπαδών στο στάδιο, που μπορεί να δώσει μια διαφορετική εικόνα: ποιοι οπαδοί κάθονται πού· η σχέση των fans με τον χώρο έχει συχνά συμβολική σημασία[42]. Ήδη η αρχιτεκτονική των σταδίου καθρεφτίζει κάτι από τις ιεραρχικές δομές μιας κοινωνίας[43], όπως και οι συνήθειες των θεατών, πού κάθονται (ή στέκονται). Σ’ αυτές τις χωροταξικές ομαδοποιήσεις παίζουν ρόλο κριτήρια όπως κοινωνικό status, ηλικία, αλλά και συσσωματώσεις οπαδών, παραδοσιακές συνήθειες κτλ. Αυτή η “τοπογραφία” των θεατών του ποδοσφαιρικού αγώνα έχει ειδική σημασία, γιατί αποκρυσταλλώθηκε από μόνη της, δεν επεβλήθηκε από κάποια επέμβαση ή ρύθμιση εκ των άνω· η συμβολική σημασία του χώρου για τους παραδοσιακούς πολιτισμούς είναι γνωστή[44] και δεν ανακαλύφτηκε μόλις με το spatial turn στις επιστήμες του πολιτισμού[45]. Ένα άλλο κριτήριο του χωροταξικού καταμερισμού των θέσεων είναι και το φύλο[46], αν και το γήπεδο θεωρείται ο χώρος του αντρικού πολιτισμού[47]. Ωστόσο δεν αποκλείεται καθόλου η παρουσία του “δυνατού φύλου” και το γυναικείο ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε αναγνωρισμένο άθλημα· παρά ταύτα το γήπεδο παραμένει προνομιούχος τόπος της εκδήλωσης “ανδροπρεπών” συμπεριφορών[48], όπου αναπαράγονται οι παραδοσιακοί κοινωνικοί ρόλοι του φύλου[49], ωστόσο με σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την αυτοσυγκράτηση: ημίγυμνοι μεθυσμένοι ουρλιάζουν, κλαίνε σαν τις γυναίκες και αγκαλιάζονται. Υπερβάλλω επίτηδες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιτρεπτή και ανεκτή συμπεριφορά του άντρα στο γήπεδο διαφέρει από τον κοινωνικό ρόλο του άντρα στη δημοσιότητα: άντρες μεταξύ τους[50].
Κύριο ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση τέτοιων συμπεριφορών είναι το πάθος και ο φανατισμός: από άποψη του ωφελιμιστικού ορθολογισμού το παιχνίδι είναι στην κυριολεξία α-νόητο: 22 ακριβοπληρωμένοι άντρες αγωνίζονται για 90 λεπτά να αποκτήσουν την μπάλα, και μόλις την έχουν, τη δίνουν σε άλλον. Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο Hermann Bausinger ήδη πριν από 30 χρόνια, το ποδόσφαιρο είναι μεν ένα ευκατανόητο αλλά και πολύ σύνθετο παιχνίδι, με δυναμισμό και αγωνιστικότητα, αλλά και πολλά τεχνάσματα και παγίδες (π. χ. το off-side)[51]. Όπως σε όλα τα αθλήματα, η σωματικότητα βρίσκεται στο κέντρο της γοητείας της παρακολούθησης, και η αισθητική[52]· και το απρόοπτο, το μη προβλέψιμο, το σασπένς για το αποτέλεσμα. Όταν ρώτησαν γνωστό ποδοσφαιριστή, γιατί επιτέλους πηγαίνουν οι άνθρωποι στο γήπεδο, απάντησε πολύ απλά: “επειδή δεν γνωρίζουν, πώς θα τελειώσει”[53]. Αλλά δεν φτάνει αυτό: στο ποδόσφαιρο συνυπάρχει συλλoγικότητα και στρατηγική μαζί με την ατομική πρωτοβουλία, έμπνευση και ικανότητα· δεν υπάρχουν διακρίσεις κατά καταγωγή, θρήσκευμα, χρώμα κτλ., αλλά ο καθένας μπορεί να διακριθεί βάσει των ικανοτήτων του και μόνο. Αυτό που μετράει είναι η επίδοση και η αποτελεσματικότητα. Το ποδόσφαιρο μπορεί να ερμηνευτεί ως deep play (κατά τη γνωστή ρήση του Geertz), που καθρεφτίζει τις νόρμες της αποτελεσματικότητας, της επίδοσης και του ανταγωνισμού μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας· έχει δηλαδή διδακτό και μεταφορικό χαρακτήρα. Βασίζεται σ’ ένα σύστημα από κανόνες και αξίες, προϋποθέτει πειθαρχία και fairness (ευ αγωνίσεσθαι). Ο Norbert Elias ερμήνευε το ποδόσφαιρο ως προϊόν ενός υψηλού επιπέδου μιας civilisation ως ελεγχόμενο αγωνιστικό παιχνίδι, όπου αποδεσμεύεται και αποφορτίζεται η επιθετικότητα[54]. Ένας σύγχρονος θεωρητικός του ποδοσφαίρου ανάγει το αγωνιστικό παιχνίδι και σε “μοντέλο της πραγματικότητας” που μετασχηματίζει τον συναισθηματισμό του ανθρώπου σε ακίνδυνες μορφές ελεγχόμενης και μεταφορικής βίας[55]. To στάδιο μπορεί να εκληφθεί ως ένας τόπος όπου συναντώνται κοσμοείδωλα και εικόνες του εαυτού και της κοινωνίας, ένας τόπος όπου πραγματοποιούνται και επικοινωνούν διάφορες κοινωνικές συμπεριφορές[56]. To γήπεδο είναι χωρίς άλλο ένας τόπος του μοντέρνου πολιτισμού, τόπος όπου συγκεντρώνονται χιλιάδες κόσμος σε σχετικά στενό χώρο, πράγμα που καθρεφτίζει την ανωνυμία της μεγαλούπολης και ταύτοχρονα όμως δημιουργεί το αίσθημα του “εμείς”, του κοινού βιώματος, της συμμετοχής· ιδίως στις ομαδοποιήσεις των οπαδών. Για τις ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις μετακινούνται μάζες ολόκληρες, τα παιχνίδια τέμνουν τον χρόνο της καθημερινότητας· υπάρχουν και οι “εορταστικές” φάσεις των διαφόρων κυπέλων, του eurocup και του mundial. Το αβέβαιο τέλος αντικατοπτρίζει και την κοινωνική πραγματικότητα και την ατομική εμπειρία του καθενός, οι αδικίες ή οι επιβραβεύσεις της επιτυχίας για ιδιαίτερη προσπάθεια προκαλούν την άμεση προσωπική ταύτιση, συνδέοντας βιογραφικά γεγονότα και βιώματα με το μεταφορικό παιχνίδι. Κανένα παιχνίδι είναι ίδιο με το άλλο, όπως και η βιογαφία του καθενός είναι μοναδική.
Ο συνωστισμός και συγχρωτισμός του πλήθους στο γήπεδο δημιουργεί, και στη μεριά των θεατών, μια έντονη σωματικότητα, μαζί με μια διέγερση των αισθήσεων, ακουστικών και οπτικών· πρόκειται για ένα σχεδόν σωματικό βίωμα με καθαρτική λειτουργικότητα, όπου επιτρέπεται και κυριαρχεί η σχεδόν απεριόριστη εκδήλωση του (συνήθως καταπιεσμένου) συναισθηματισμού, η μέθη και έκσταση της νίκης και η στενοχώρια και ο θρήνος της ήττας· και όχι σε ατομικό επίπεδο αλλά σε συλλογικό. Ο αριθμός των θεατών που συμπεριφέρεται με τέτοιον ασυγκράτητο τρόπο οδηγεί σε μια πολύ έντονη βίωση των γεγονότων, η οποία, στο σημερινό πολιτισμό, είναι σχεδόν μοναδική. Ο ενθουσιασμός και φανατισμός των μαζών μεταδίδεται και σε χώρους εκτός σταδίου, όπου υπάρχουν γιγαντο-οθώνες ή και απλώς τηλεοράσεις σε καφενεία· εκεί επαναλαμβάνεται στη μικρή κλίμακα αυτό που γίνεται στο γήπεδο, και η ατμόσφαιρα μεταδίδεται με τις τελεοπτικές μεταδόσεις σε κάθε σπίτι. Είναι κατανοητό πως το ποδόσφαιρο έγινε και αντικείμενο της ψυχολογίας των μαζών στη σχετική παράδοση της κριτικής του πολιτισμού από τον Le Bon ώς τον Elias Canetti[57], αλλά και δι-επιστημονικών προσεγγίσεων για την διερεύνηση των ανθρώπινων συναισθημάτων[58]. Σ’ αυτόν τον σύνθετο διάλογο συμμετέχουν και οι εθνολογικές/λαογραφικές επιστήμες: η επιτόπια έρευνα αφορά συχνά έντονα και το συναισθηματικό και αισθητηριακό τομέα του ερευνητή[59], ή παρακολουθεί τη “γλώσσα του σώματος” του πληροφοριοδότη[60], ή προσπαθεί να περιγράψει, να αναλύσει και να ερμηνεύσει και ψυχικές διαθέσεις και επικοινωνιακές ατμόσφαιρες (ιδίως στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις)[61]. Οι δυσκολίες αυτές είναι γνωστές από τις ποιοτικές μεθόδους της επιτόπιας έρευνας, τη συμμετοχική παρατήρηση σε συνδυασμό με συνεχείς διαδικασίες αναστοχασμού[62].
Αντίθετα με τις “ρευστές” αυτές έννοιες, σωματικότητα, βίωμα, ατμόσφαιρα κτλ., το ποδόσφαιρο ως τελετουργία ανήκει χωρίς αμφιβολία στον παραδοσιακό “κανόνα” της εθνολογικής/λαογραφικής μεθοδολογίας. Σύμφωνα με την κωδικοποιημένη αλληλουχία των φάσεων του αγωνίσματος, τους κανόνες διεξαγωγής και τις νόρμες της σωστής συμπεριφοράς (fair play), για τη σωστή εφαρμογή των οποίων φροντίζει ο διαιτητής με τα μέσα της τιμωρίας και αποκλεισμού, της διακοπής ή της ματαίωσης των αγώνα, πολλοί μελετητές έχουν μιλήσει για “δραματουργία”, για “τελετουργία” αλλά και για “γιορτή”[63]. Ασφαλώς πρόκειται για σύγχρονες “εκκοσμικευμένες” (secular) τελετουργίες[64], οι οποίες όμως δεν περιορίζονται μόνο στον αγωνιστκό χώρο, αλλά αφορούν και τελετουργοποιημένες συμπεριφορές των θεατών: τις οργανωμένες μετακινήσεις στον τόπο του αγωνίσματος, την αλλαγή των ενδυματολογικών συνηθειών, ακόμα και προσευχές και τάματα για το επιθυμητό αποτέλεσμα[65]. Η τελετή τέμνει και ρυθμοποιεί τον χρόνο: το πρωτάθλημα διαρθρώνει όλο τον χρόνο της χρονιάς: οι τακτικές αναμετρήσεις του σαββατοκυρίακου, τα δύο ημίχρονα με το δεκαπεντάλεπτο διάλειμμα, τα σχόλια σε ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης κτλ. Η επίσκεψη στο γήπεδο ανήκει στην καθημερινότητα αλλά την υπερβαίνει ταυτόχρονα: είναι μια μικρή γιορτή που επιτρέπει διαφορετικές συμπεριφορές, εντός και εκτός σταδίου[66]. Eνώ τονίσαμε προηγουμένως την αντικατοπτριστική λειτουργικότητα του παιχνιδιού και του σταδίου (για τις δομές της κοινωνίας, για συλλογικότητα και πειθαρχία, για ανταγωνιστικότητα αλλά και αβεβαιότητα του αποτελέσματος), ισχύει και το αντίθετο: ο αγώνας είναι και μια “αντι-δομή”, αντιθετικό μοντέλο της κοινωνίας, όπου πραγματοποιούνται εκείνα που δεν πραγματοποιούνται στην καθημερινή ζωή (ο Τurner θα μιλούσε για έναν “(μεθ)οριακό”, liminal χώρο): για μιάμιση ώρες το πλήθος του σταδίου συμπεριφέρεται αλλιώς απ’ ό,τι συνήθως, για να γυρίσει ύστερα πάλι στις συνηθισμένες νόρμες που ρυθμίζουν τις συμπεριφορές της καθημερινής ζωής. Αν βλέπει κανείς το ποδόσφαιρο από τη σκοπιά της “καθημερινότητας”, όπως έχει επικρατήσει στις εθνολογικές/λαογραφικές έρευνες[67], το ματς ανήκει στην καθημερινότητα εξαιτίας της επαναληπτικότητάς του, της κωδικοποιημένης του πραγμάτωσης και του αυτονόητού του χαρακτήρα, και ταυτόχρονα δεν ανήκει σ’ αυτή, γιατί ως τελετουργία διαχωρίζεται με σαφώς διακριτή πλαισίωση από το daily life[68] (ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της ή τη λειτουργικότητά της)[69]. Άλλο θέμα είναι η συζήτηση για τις ενδεχόμενες “θεραπευτικές” συνέπειες της παρακολούθησης του θεάματος: περιορίζει δήθεν φοβίες και αβεβαιότητες, ενισχύει την ταύτιση με ένα συλλογικό μόρφωμα[70]. Υπό αυτό το πρίσμα το στάδιο είναι ο χώρος μιας αναπλήρωσης (compensation): η θεωρία της αναπλήρωσης[71] όμως, που έχει ευρύτερη εφαρμογή στις σημερινές ανθρωπιστικές σπουδές, βασίζεται σε μιαν ανομολόγητη προϋπόθεση, η οποία δεν είναι καθόλου αυτονόητη: πως ο σημερινός κόσμος χρειάζεται περισσότερο “νόημα” από τον παλαιό, γιατί ο προσανατολισμός μιας ενιαίας κοσμοθεωρίας δεν είναι πια δεδομένος. Αυτό όμως είναι μια απαισιόδοξη κριτική του πολιτισμού, που αντιμετωπίζει, στη σχετική φιλοσοφική συζήτηση, και πολλές άλλες απόψεις.
Ταυτότητα και “ανήκειν” (belonging) ενδιέφεραν από παλαιά τη λαογραφία· αλλά έννοιες και κριτήρια όπως καταγωγή, εθνικότητα, κοινωνικοί ρόλοι και ρόλοι του φύλου μετασχηματίζονται σταδιακά, στην εποχή που σχεδόν κανείς δεν μένει πια στον τόπο που γεννήθηκε, από δεσμευτικά δεδομένα σε ελεύθερες επιλογές· αυτή η διαδικασία απεμπλοκής είναι γεμάτη αντιφάσεις και εντάσεις, αδιέξοδα και συγκρούσεις[72]. Η συνθετότητα και περιπλοκότητα των σημερινών ταυτίσεων, όπως την παρουσιάζει ήδη η κοινωνιολογική θεωρία των ρόλων και της “δυναμικής των ομάδων” (group dynamics)[73], αναπαράγεται ώς ένα βαθμό και στο στάδιο, όπου π. χ. κάθε παραδοσιακή όμαδα έχει πλέον μικτή εθνοτική σύνθεση· παρά ταύτα αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει την ένταση και έκταση της ταύτισης των οπαδών. Ορισμένες ομάδες εκπροσωπούν πόλεις ή συνοικίες πόλεων, ορισμένες άλλες και πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα· οι εθνικές ομάδες εκπροσωπούν ολόκληρα κράτη και αναλυτές ξεχωρίζουν και διαφορετικές υφολογίες και στιλ στο παίξιμο[74]. Tα αποτελέσματα τέτοιων αγώνων έχουν υψηλή συμβολική σημασία και σχεδόν πολιτικές συνέπειες· ολόκληρα έθνη βυθίζονται στο πένθος ή βρίσκονται στον έβδομο ουρανό, το στάδιο είναι η σκηνή εθνικών σκηνοθετημένων αυτοπαρουσιάσεων, ένα πλαίσιο για πολλά στερεότυπα σε διάφορα επίπεδα, για κλισέ και ετικέτες· η έκβαση μιας αναμέτρηση εκλαμβάνεται ως εθνικός θρίαμβος ή εθνική τραγωδία, σαν να ήταν πόλεμος μεταξύ δύο κρατών· ο Ρέχαγκελ είναι ορόσημο στο ιστορικό της σύγχρονης εθνικής υπερηφάνειας των Ελλήνων. Το ίδιο συμβαίνει και στη μικρότερη κλίμακα των τοπικών συλλόγων και ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων[75]. Αλλά οι ταυτότητες και το “ανήκειν” και στο ποδόσφαιρο είναι σύνθετα και ρευστά φαινόμενα, όπως δείχνουν οι μεταγραφές, όπου οι ξένοι παίκτες “αγοράζονται” από μια συνεχώς μεταβαλλόμενη διεθνή αγορά, και οι αλλαγές των προπονητών είναι ο κανόνας, οι οποίοι μετακινούνται από χώρα σε χώρα σαν περιπλανώμενοι θαυματοποιοί και θεραπευτές της εκάστοτε πληγωμένης εθνικής υπερηφάνειας. Οι αναλυτές έχουν μιλήσει για μια “υβριδική πολιτισμική πρακτική”[76].
Η συμπεριφορά των οπαδών είναι και μια μικρογραφία γενικότερων κοινωνικών διαδικασίων, όπως ένταξη και αποκλεισμός· ξένοι και οικονομικοί πρόσφυγες, τουρίστες και παρεπιδημούντες έρχονται ως θεατές σε άμεση και ανεμπόδιστη συνεννόηση και επικοινωνία με τους ντόπιους. Το στάδιο και τα θεάματά του δημιουργούν οικειότητα σε όλο τον κόσμο. Ξένοι παίκτες από καθόλου φιλικά κράτη επιδοκιμάζονται και θεωρούνται “δικοί μας”, και αν διακριθεί ομάδα από την πατρίδα τοων οικονομικών προσφύγων, τότε αποκτούν πρόσκαιρα κάποια αναγνώριση στο ξένο περιβάλλον[77]. Ετσι το ποδόσφαριο ενσαρκώνει ταυτόχρονα διαδικασίες της εντοπιοποίησης και της παγκοσμιοποίησης· ορισμένοι μελετητές μιλούν για τον “glocal” πολιτισμό της οπαδών, ενώνοντας το local με το global[78]. Οι όποιες ενθνικές/εθνοτικές εντοπιότητες σχετικοποιούνται στη συμπεριφορά των οικονομικών προσφύρων[79]· οι Έλληνες Gastarbeiter της Γερμανίας έρχονται σε κάποιο δίλημμα μόνο όταν παίξει Ελλάδα-Γερμανία. Στις φάσεις του eurocup ή του mundial τα περίπτερα πωλούν μια ολόκληρη συλλογή από εθνικές σημαίες· υπό αυτό το πρίσμα το στάδιο είναι και μια μεταμοντέρνα “βιομηχανία ταυτοτήτων”[80], όπου όχι μόνο δημιουργούνται ταυτότητες, αλλά και παρουσιάζονται και εκδήλωνονται· και όχι μόνο μονοσήμαντες ταυτότητες αλλά και πολλαπλές και ρευστές, εν εξελίξει ή σε αποσύνθεση. Όπως ολόκληρος ο πολιτισμός, έτσι και οι συναντήσεις στο γήπεδο είναι μια δυναμική διαδικασία.
Μένει ακόμα η οικονομική διάσταση· στο ποδόσφαιρο παίζονται και διακινούνται πολλά χρήματα. Όχι μόνο τα bonus για την επιτυχή έκβαση ενός αγώνα, τα αστρονομικά ποσά των αμοιβών και μεταγραφών των παικτών, αλλά και οι εισπράξεις από τα εισιτήρια. Θεωρείται πως οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι σ’ όλη την Ευρώπη έχουν ένα ετήσιο τζίρο γύρω στα 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Άλλη οικονομική διάσταση υπάρχει με την διαπλοκή με τα media: ο ποδοσφαιρικός αγώνας ανεβάζει τους δείκτες ακροαματικότητας κατακόρυφα και τα κανάλια ανταγωνίζονται ποιο θα μεταδώσει τον τάδε αγώνα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το ποδόσφαιρο είναι δικτυωμένο με πολλούς τομείς του πολιτισμού, της πολιτικής και της οικονομίας· έχει χαρακτηρισθεί ώς το “τελευταίο ολικό καλλιτέχνημα” (χρησιμοποιώντας τον όρο Gesamtkunstwerk του Richard Wagner)[81] και ορισμένοι αναλυτές τονίζουν τη συσχέτιση με την τέχνη, που δεν περιορίζεται μόνο στο καθαυτό παιχνίδι[82]. Για τη σχέση με τη θεατρική παράσταση και τις performances έχω μιλήσει ήδη παραπάνω.
Η στρoγγυλή θεά, λοιπόν, στο σημερινό δωδεκάθεο του μοντέρνου λαϊκού πολιτισμού και της μαζικής κουλτούρας, έχει σημαίνουσα θέση και διατηρεί σχέσεις με πολλούς τομείς του επιστητού. Ως ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, και με παραδοσιακές λαογραφικές πτυχές, αποτελεί ένα προνομιούχο ερευνητικό αντικείμενο ανάλυσης και ερμηνείας και για την ελληνική νεωτερική λαογραφία. Το υλικό προς διερεύνηση είναι ιδιαίτερα πλούσιο: από τις αθλητικές εφημερίδες και τους συλλόγους των οπαδών, τις συνεντεύξεις των θεατών και τη συμμετοχική παρατήρηση στο γήπεδο, ώς το ιστορικό των ομάδων, σύμβολα και “μυθολογία”, οικονομία και διοίκηση, διαπλοκές και σχέση με τα media και την πολιτική. Αυτά είναι μεγάλα και πολυδιάστατα θέματα, που απαιτούν μια ποικιλία μεθοδολογιών, και ίσως είναι προσφορότερο η σχετική κατηγορία ερευνών να αρχίσει με τοπικές και μικρές ομάδες, που συνδέονται με συγκεκριμένους χώρους και πληθυσμούς. Γιατί όχι στο Δομένικο Ελασσόνος, απ’ όπου ξεκίνησε το δοκίμιο αυτό.
(από το βιβλίο Δοκίμια λαογραφικής θεωρίας, Αθήνα, Gutenberg 2011)