Η σχεδόν σαδιστική συμπεριφορά του Ρωτόκριτου απέναντι στη φυλακισμένη Αρετούσα, για να βεβαιωθεί για την πιστή αγάπη της, αποτελεί, για τον σημερινό αναγνώστη και τον προσληπτικό του ορίζοντα, κάτι σαν ερμηνευτικό αίνιγμα· δεν φτάνει το γεγονός, πως το μοτίβο αυτό είναι συμβατικό στοιχείο της σκηνής της αναγνώρισης, στη μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική μυθιστορία αλλά και σε σχετικά δραματικά έργα, και δεν φτάνει και η παραπάνω αναφερόμενη «γιατρική» εξήγηση του ποιητή, πως με την ξαφνική αναγνώριση θα έπαθε εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή, αλλά έτσι, μέσα από το θάνατο του αγαπημένου της και την ανάστασή του, ανασταίνεται και η ίδια. Και δεν φτάνουν οι εξηγήσεις αυτές, γιατί ο ποιητής δίνει μεγάλη έμφαση και έκταση στο επεισόδιο αυτό, το οποίο διαρθρώνεται σε αλλεπάλληλες επισκέψεις του Ρωτόκριτου στη φυλακή· εκεί μιλάει, όπως παλαιότερα στο νυχτερινό παράθυρο στο παλάτι, πάλι με ένα κιγκλίδωμα ανάμεσα.
Αλλά ας δούμε το κείμενο από κοντά, το οποίο μας επιφυλάσσει μερικά από τα λυρικότερα και ωραιότερα χωρία όλου του συνθέματος. Στο πέμπτο μέρος υπάρχουν και μια σειρά από δομικές αναλογίες και παραλληλίες με παλαιότερες φάσεις στο ιστορικό αυτού του έρωτα. Αναφέρθηκα προηγουμένως στους παραλληλισμούς των συνομιλιών στο νυχτερινό παράθυρο του παλατιού και στη φυλακή, όπου ο Ρωτόκριτος προσποιείται πως είναι άλλος (ο Κριτίδης).
Υπάρχουν όμως και άλλα: στην αρχή του πέμπτου μέρος ο Ρωτόκριτος αναρρώνει στο κρεββάτι της Αρετούσας: Ε93-96 Καημένη, κι ας το κάτεχες πως εις την κάμερά σου / ευρίσκεται η αγάπη σου, η ζήση κ’ η χαρά σου / και πως εκεί που εκοίτουσου, στο στρώμα που εκοιμούσου, / γιατρεύγου εκείνο οπού ποτέ δε βγαίνει από το νου σου. Υπάρχει μια ανάλογη σκηνή στο πρώτο μέρος, όταν η Αρετούσα μπαίνει στο σπίτι του εν τη απουσία του, όπου θα βρει στο αρμάρι τα ποιήματά του και τη ζωγραφιά της, και κάνει την αδιάθετη, για να μπορέσει να ερευνήσει με την ησυχία της το δωμάτιό του· εκεί διαβάζουμε: Α1435-1438 Σπουδαχτικά τα διάβασε [τα ποιήματα] και πάλι εκεί τ’ αφήνει, / βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί κι αποκουμπά στην κλίνη· / εζήτηξε να κοιμηθή λίγο την ώρα κείνη, / για να περάση ο πόνος της μην πα να της πληθύνη. / Όλες απ’ όξω τσί ’βαλε και τη Φροσύνη μόνο / μεσά ’θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο. Αυτό το δήθεν ξάπλωμα γίνεται μέσα στο σπίτι, γιατί αμέσως μετά ο Ποιητής αναφέρει πως εμαντάλωσε την πόρτα. Η ίδια σκηνή υπάρχει και στο Paris et Vienne: εκεί η Βιέννα, στο σπίτι του Πάρη ενώ αυτός λείπει, ξαπλώνει στο δωμάτιό του στο κρεβάτι του[1]. Ο Κορνάρος είναι πιο αόριστος στο σημείο αυτό, μάλλον για λόγους σεμνότητας, σεβόμενος τη σεμνότητα της Αρετούσας. Αλλά οι συμβολισμοί είναι φανεροί: το ζεύγος τελικά έχει κοιμηθεί σε κοινό κρεβάτι, απλώς ετεροχρονισμένα και ο καθένας στο κρεβάτι του άλλου· αυτά που δεν έκαναν τα κορμιά στη γη και θα έκαναν οι ψυχές στον Άδη (Ε1048), έχει συντελεστεί με συμβολικό τρόπο πριν από το γάμο: τη στιγμή που η Αρετή ανακαλύπτει την ταυτότητα του νυχτερινού τραγουδιστή που έχει ερωτευθεί, και στη φάση που ο Ρωτόκριτος ανασταίνεται από το Χάρο με τον βαρύτατο τραυματισμό του, ο καθένας τους κοιμάται στο κρεβάτι του άλλου. Αυτές οι απρόσμενες και κάπως απόκρυφες αντιστοιχίες δεν είναι τυχαίες και οδηγούν την ερμηνεία σ’ έναν δρόμο διαφορετικό, απ’ ό,τι θέλει να παραδεχτεί ο ίδιος ο ποιητής δημοσίως.
Οι επισκέψεις στη φυλακή είναι αλλεπάλληλες και κλιμακωτές: στην αρχή πηγαίνουν δύο πρωτόγεροι και αποτυγχάνουν (Ε311-370)· τη δεύτερη φορά πηγαίνει ο μεταμφιεσμένος Ρωτόκριτος μαζί με τους πρωτόγερους και αποτυγχάνουν πάλι (Ε399-520)· τότε δίνει το δακτυλίδι του αρραβώνα στην Φροσύνη και η Αρετούσα μπαίνει σε ζοφερές σκέψεις (Ε521-621). Τον καλούν για εξηγήσεις. Τότε πηγαίνει ο Ρωτόκριτος ξανά στη φυλακή, αυτή τη φορά μόνος (Ε631-678). Της υπόσχεται πως την άλλη μέρα θα της ξεδιαλύνει το μυστήριο με το δακτυλίδι. Μετά από μια βασανιστική νύχτα (βλ. στη συνέχεια) ο Ρωτόκριτος πηγαίνει για τρίτη φορά στη φυλακή (είναι η τέταρτη επίσκεψη για τα προξενιά) και λέει την ψεύτικη ιστορία του θανάτου του, ακούει το μοιρολόγι του και αποκαλύπτεται (Ε863-1165). Ο Κορνάρος ξοδεύει σχεδόν χίλιους στίχους από τους 1500 του πέμπτου μέρους για αυτή την περίτεχνη περιπλοκή της υπόθεσης, όπου ο Ρωτόκριτος θέλει να δοκιμάσει την πίστη της Αρετούσας με ένα σχεδόν σαδιστικό τρόπο[2]. Ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη επίσκεψη η αγωνία της Αρετής για την τύχη του αγαπημένου της έχει φτάσει στο αποκορύφωμα: Ε693-698 Εκίνα από τη μια μερά κ’ επήγαινε στην άλλη / και τ’ Άστρη και τον Ουρανό, τον Ήλιο επαρακάλει, / ο ξένος για να μην τση πη εκείνο που λογιάζει / κ’ εκείνο που όσο το μπορεί για να το μάθη βιάζει. / Και τη Φροσύνη οληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη / κ’ εκείνη μες στα χέρια της κι αγκάλες την εκράτει. Και ο Ρωτόκριτος δεν κοιμάται Ε705 εξ. Ο αφηγητής μπαίνει στο μυαλό του και μας πληροφορεί: Ε709-712 Μά ’θελε πρι φανερωθή, πάλι να την πειράξη, / να δη κι αν τόνε λυπηθή και βαραναστενάξη· / να βεβαιώση πλιότερα την πίστη της την τόση / κ’ ενίμενε με πεθυμιά πότες να ξημερώση. Αυτή η ψυχολογίζουσα εξήγηση όμως κάπου δεν πείθει τελείως, γιατί ο Ρωτόκριτος, σαν τον Πανάρετο έτοιμος να αμφισβητήσει την πίστη της Αρετούσας (βλ. τον αποχαιρετισμό στο παράθυρο), δεν έχει δώσει δείγματα τέτοιας σαδιστικής συμπεριφοράς. Βλ. και Ε715-722 …κι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θε να της το χώση, / το θάνατό του να της πη, να δη αν αναδακρυώση. / Τούτά ’ν’ τσ’ αγάπης πωρικά, τούτά ’ν’ του πόθου οδύνη, / έτοιας λογής, μ’ έτοιους καημούς τσ’ αγαπημένους κρίνει. / Πόσά ’δεν ο Ρωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει, / εις τη φτωχή την Αρετή πως ήτο μπιστεμένη, / και πάλι θε να καλοδή και θε να την πειράξη, / αν είναι κι αγαπά τονε γή λογισμό αν αλλάξη. Και να γίνει πιο πειστική ακόμα η επιχειρηματολογια αυτή, ως εξήγηση της ακατανόητης συμπεριφοράς του, στρέφεται ο αφηγητής προς τον ίδιο τον Ρωτόκριτο και τον επιπλήττει: Ε723-734 Άδικον είν’, Ρωτόκριτε, ετούτα να τα κάνης, / βλέπε μ’ αυτάνα έτσ’ άδικα να μην την αποθάνης. / Θωρείς τη πώς ευρίσκεται, μ’ ακόμη δεν πιστεύγεις· / ίντ’ άλλα μεγαλύτερα σημάδια τση γυρεύγεις; / Τα πλούτη και την αφεντιάν αρνήθηκε για σένα, / πάντά ’ν’ τα χείλη της πρικιά, τα μάτια της κλαημένα· / ζει με τις κακοριζικιές, θρέφεται με τους πόνους / και μες στη βρωμερή φλακήν εδά ’χει πέντε χρόνους. / Τσι προξενιές τω βασιλιών αρνήθη και τα πλούτη / κι ο κύρης της τσ’ οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη / και ακόμα θε να τήνε δης και δεν τήνε κατέχεις; / Αν την πειράξης πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις. Με το να δώσει χώρο στη φωνή της λογικής και να συμμεριστεί τις δικαιολογημένες απορίες του αναγνώστη/ακροατή ενισχύει την επεξηγηματική του στρατηγική σε ένα ψυχολογικό επίπεδο: η αγάπη ποτέ δεν χορταίνει, πάντα έχει αμφιβολίες. Με αυτό το απόφθεγμα δικαιολογεί τελικά την απάνθρωπη απόφαση του Ρωτόκριτου, να της διηγηθεί το δικό του θάνατο, να δει πώς αντιδρά και να ακούσει το δικό του θρήνο: Ε747-754 Εκάτεχε ο Ρωτόκριτος και φανερά το θώρει, / τον πόθο τον εμπιστικό που του βάστα η κόρη· / ίντ’ άλλο μεγαλύτερο σημάδι πλιο ανιμένει; / Τόσά ’δε, τόσα εγνώρισε κι ακόμη δεν χορταίνει. / Ετούτο μόνο ελείπετο και μες στο νου του βάνει, / να πη το πως επόθανε, για να θωρή ίντα κάνει· / λίγη ώρα θε να την κρατή στ’ αποθαμένα πάθη / κι απόκει όλος χαιράμενος να πη πως ενεστάθη.
Το ίδιο το κείμενο δίνει τη λύση: ετούτο μόνο ελείπετο, από τι λείπει ετούτο; Δεν είναι καθημερινή κουβέντα του τύπου «αυτό μας έλειπε!». Εδώ κάτι σημαντικό διακυβεύεται και πρέπει να γίνει οπωσδήποτε. Το τελευταίο δίστιχο δίνει το ερμηνευτικό κλειδί: για λίγο να την κρατάει στα αποθαμένα πάθη, και ύστερα να την αναστήσει ο ίδιος! Δηλάδη να την περάσει από το βίωμα του θανάτου και από εκεί στην ανάσταση. Ο θάνατος του αγαπημένου της είναι και ο δικός της θάνατος· θα αυτοκτονήσει. Το πέμπτο μέρος είναι το τελευταίο μέρος μιας μυητικής διαδικασίας, πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το έργο: η 13/14χρονη κοπέλα και ο 18χρονος νεαρός πρέπει να μυηθούν σε μια πεντάχρονη πορεία στα μυστικά του θανάτου, για να είναι έτοιμοι για τη ζωή, για την παντρειά και τη βασιλεία. Ο Ρωτόκριτος εκτελεί, ως πιόνι του ποιητή, μια τελετουργία δοκιμασίας, όπως γίνεται 200 χρόνια αργότερα στο Μαγικό αυλό του Mozart που ήταν όπερα τεκτονική: κάποιος σοφός (εδώ ο ποιητής) οδηγεί το ζευγάρι στις δοκιμασίες, τις οποίες πρέπει να περάσουν, για να είναι άξιοι για μια ανώτερη ζωή.
Ο Ρωτόκριτος έχει ήδη περάσει από το θάνατο· προηγήθηκε η αλλαγή ταυτότητας (ο Κριτίδης)· μετά τη μάχη με τον Άριστο όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Μπήκε στον Άδη και αναστήθηκε. Οι δοκιμασίες και ο τραυματισμός του στην γκιόστρα ήταν μόνο ο πρόλογος. Όπως η άρνηση του γάμου εκ μέρους της Αρετής, η φυλάκισή της και η άρνηση του προξενιού ακόμα και τώρα, μετά από πέντε χρόνια, ήταν μόνο οι πρώτες δοκιμασίες, τώρα έρχεται η τελευταία και πιο δύσκολη. Θα βιώσει το θάνατο του αγαπημένου της, που είναι δύο φορές θάνατος για την ίδια.
Όλο το μέρος αυτό έχει τελετουργικό χαρακτήρα, και ο ποιητής βάζει τα δυνατά του, γιατί αυτό είναι η κορύφωση και η ολοκλήρωση της μυητικής διαδικασίας. Ο ποιητής περιγράφει τελετουργικά και με λαμπρότητα τα καλά σημάδια της νέας ημέρας, που θα φέρει το αίσιο τέλος της ιστορίας (Ε769-800)· η φύση συμμετέχει στον εορτασμό των ανθρώπων, οι οποίοι αποκτούν ένα νέο βασιλικό ζεύγος, που θα κυβερνήσει με φρόνηση και αγάπη, με λογισμό και όνειρο. Τελετουργικός είναι και ο στοχασμός της Αρετούσας τη νύχτα πριν από την αποκάλυψη, ο γάμος με τον Άδη και η τελική ένωση των ερωτευμένων στον Κάτω Κόσμο, με επιβλητικές εικόνες και υψηλή ποιητικότητα. (Ε833-862) Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώση, / ίντα μαντάτο και φωνήν ο ξένος θα μου δώση· / και αν είν’ κ’ εχάθη ο Ρώκριτος, δης θες το θε να κάμω: / ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω γαμπρό στο γάμο. / Και τα πουλάκια, οπού ’ρθασι συντροφιασμένα ομάδι, / σημάδι είναι πως γλήγορα παντρεύγομαι στον Άδη. / Λογιάζω κι ο Ρωτόκριτος επόθανε στα ξένα / κ’ ήρθε η ψυχή του να μ’ ευρή, να σμίξη μετά μένα. / Κ’ εκείνον οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι / θυμάται το και θέλει το, μ’ όλον οπού ’ν’ στον Άδη. / Γλήγορα σμίγομε κ’ οι δυο και τούτον εδηλούσα / τα δυο πουλάκια πού ’ρθασι κ’ εγλυκοκιλαδούσα. / Το μάθω πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη / πιάνω μαχαίρι να σφαγώ κι ο γάμος μας εγίνη. / Τούτον οπού ’ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα, / ο γάμος μου έχει να γενή σε σπήλια αραχνιασμένα. / Κ’ εσύ άλλα των αλλώ μου λες, γαμπρούς μου αναθιβάνεις, / και στα θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις. / Η μέρα τούτο πριν διαβή κ’ η άλλη πριν περάση, / δης θες αυτές οι προξενιές πώς έχουσε να πάσι. / Δης θέλεις ίντα ελόγιασα κ’ ίντά ’βαλα στο νου μου / κι ο γάμος μου πως γίνεται μακρά από του κυρού μου. / Στον Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας νά ’ναι ο Χάρος, / σκουλήκια νά ’ναι τα προυκιά κι ο τάφος μου νοδάρος· / οι αράχνες τα στολίδια μου κ’ η μαύρη γης παλάτι / κ’ οι βρωμεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι. / Σαν κύρης και σα μάνα μου σ’ τόπο σκοτεινιασμένο / θέλου μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένω· / κ’ η ψη μου να ’ν’ χαιράμενη, πασίχαρη στον Άδη, / το σμίξη του Ρωτόκριτου και νά ’ναι πάντα ομάδι. Εδώ οι σφιχτοδεμένοι στίχοι πέφτουν σαν κοτρώνες· το σκηνικό είναι τελετουργικό· ο αναγνώστης/ακροατής, που ξέρει ήδη καλύτερα, μπορεί να προσέξει ανενόχλητα τη μαεστρία του ποιητή, που κινείται κοντά στην εικονολογία του λαϊκού μοιρολογιού, με σφρίγος, κλιμακώσεις, και τις μαγικές ρίμες της Ερωφίλης σε επανάληψη.
Η Αρετούσα διαισθάνεται σωστά το μήνυμα που θα φέρει ο ξένος, από την άλλη όμως βρίσκεται σε πλάνη, γιατί ο θάνατος του αγαπημένου της θα είναι πλαστός. Έτσι ο αναγνώστης/ακροατής απολαμβάνει και το θρήνο της Αρετούσας (Ε985-1048, βλ. παραπάνω) σε όλο το ποιητικό μεγαλείο του, με τον λόγο τον απλό και συγκινητικό. Δεν είναι τυχαίο, πως ο Ερωτόκριτος για αιώνες ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα των λαϊκών τάξεων. Αν εκληφθεί λοιπόν το αφηγηματικό ποίημα ως μια ιστορία μύησης δύο νέων ανθρώπων, που πρέπει να περάσουν δοκιμασίες (απομόνωση, εγκράτια, στέρηση, κακουχίες, κινδύνους, το βίωμα του θανάτου), για να είναι ώριμοι να ιδρύσουν οικογένεια και να γίνουν αντάξια μέλη/αρχηγοί μιας κοινωνίας, τότε το πέμπτο μέρος αποκτά το νόημά του και την ποιητική λειτουργία του. Ο Ρωτόκριτος έχει περάσει ήδη από το βίωμα του θανάτου (ανάρρωσε και στο κρεβάτι της Αρετής και αναστήθηκε), πρέπει να περάσει και η Αρετούσα, μέσα από το θάνατο του Ρωτόκριτου, που είναι και ο δικός της θάνατος, για να αναστηθεί ύστερα. Όργανο αυτής της διαδικασίας επέλεξε ο Κορνάρος τον ίδιο τον Ρωτόκριτο, όπως ο Χορτάτσης τον ίδιο τον Πανάρετο, να συμβουλέψει την Ερωφίλη για τα δύο προξενιά. Για να δικαιολογήσει αυτόν τον ρόλο, τις μεταμφιέσεις, τα μαγικά φίλτρα, τα ψέματα, τη σαδιστική συμπεριφορά, ο ποιητής επιλέγει διάφορα επίπεδα επιχειρηματολογίας, για να εξηγήσει ψυχολογικά τη συμπεριφορά του ήρωά του και να διατηρήσει αφηγηματικά κάποια πιθανοφάνεια: σ’ ένα επίπεδο ιατρικό – τα πράγματα έγιναν έτσι, αλλιώς η Αρετούσα θα είχε πεθάνει από την ξαφνική της χαρά[3], σε ένα επίπεδο ψυχολογικό – ο Ρωτόκριτος ήθελε και άλλες διαβεβαιώσεις της πίστης της, και σ’ ένα επίπεδο γνωμικό – έτσι κάνει η αγάπη, πάντα αμφισβητεί και θέλει αποδείξεις. Για να είναι πιο πιστικός, επιστρατεύει και τον αφηγητή με τις μομφές του προς τον Ρωτόκριτο, τις συστάσεις του, τις απορίες του κτλ. Μολοντούτο οι εξηγήσεις αυτές κάπου δεν φτάνουν: είμαστε μάρτυρες μιας τελετουργίας, και οι τελετουργίες δεν έχουν εξηγήσεις (μόνο δευτερογενείς) και δεν τις χρειάζονται.
Για τον λόγο αυτό ο ποιητής τοποθετεί την ιστορία σε μια μακρινή ιστορική εποχή του παρελθόντος, των Ελλήνων της αρχαιότητας, προσφέροντας όμως έναν κόσμο της μεσαιωνικής ιπποσύνης, με αποχρώσεις της βενετικής κυριαρχίας και έντονες πινελιές του κρητικού λαϊκού πολιτισμού της εποχής του. Το πλαίσιο της αφήγησης είναι παραμυθένιο, αυτό τονίζεται ήδη στην αρχή: Α19-20 Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα / κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα… (μοναδική αναφορά στο Χριστιανισμό), Α25-26 εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις / και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης. Τότε υπήρχε ένα ρήγας, Ηράκλη τον ελέγασι (Α29) κτλ. Πιο έντονο είναι το παραμυθένιο πλαίσιο στο τέλος: Ε1503-1518 Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει / κ’ εκάθισε ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει. / Με φρόνεψη πορεύεται, με γνώσην ορδινιάζει, / πριχού ’ρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει. / Όλοι τον αγαπήσασι κ’ εις τ’ όνομά του εμνέγα / κι από τους πρώτους βασιλιούς πρώτο τον εδιαλέγα· / και των ρηγάδω οι διαφορές σε πράματα μεγάλα / κριτή τον είχαν και ποτέ τά ’λεγε δεν εσφάλα. / Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη / μουδ’ έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο στεφάνι. / Πλια ζήσαν κ’ εγεράσασι παρά που δίδει η φύση, / καλή καρδιά τους έθρεφε σαν το δεντρόν η βρύση. / Εκάμασι παιδόγγονα και όλα εγενήκαν πλούσα / και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα. / Πολλά χαιράμενη ζωή τον κόσμον επεράσα, / τσι κόπους δεν ερίχνασι, τσ’ ολπίδες δεν εχάσα. Λείπει μόνο η γνωστή φόρμουλα του τέλους του παραμυθιού.
Το μαγικό παραμύθι είναι, όπως αναφέραμε ήδη, μια μυητική ιστορία per se και in nuce, γιατί ο ήρωας, ξεκινώντας από μειονεκτική θέση (χαζός, μικρός τεμπέλης, αδύναμος, μικρότερος αδερφός κτλ.) κατακτά τη βασιλοπούλα και γίνεται βασιλιάς, δηλαδή με τις δοκιμασίες που περνά (με ή χωρίς βοηθούς)[4] γίνεται ώριμος να ιδρύσει οικογένεια και να αποκτήσει κοινωνική αναγνώριση. Υπάρχουν ορισμένες θεωρίες της σημερινής κειμενο-ανθρωπολογίας[5] που εντοπίζουν περίπου το ίδιο σχήμα σε έναν μεγάλο αριθμό μεσαιωνικών και μεταμεσαιωνικών αφηγήσεων, που καταλήγουν στο Βildungsroman της αστικής εποχής, οπότε δε θα ήταν κάτι περίεργο να εντάξουμε δοκιμαστικά και τον Ερωτόκριτο σε ένα τέτοιο σχήμα. Ενώ σε μερικά σημεία της πορείας της πλοκής υπάρχουν τεκμήρια για την δυνατότητα μιας τέτοιας ερμηνείας, στο πέμπτο μέρος λίγο πολύ επιβάλλεται για να δικαιολογηθεί η περίεργη τροπή της υπόθεσης με το παρατεταμένο τέλος, και οι περιττές δοκιμασίες της βασιλοπούλας, η οποία ήδη πέντε χρόνια είναι στη φυλακή και έχει μείνει πιστή στον αγαπημένο της, να βρουν κάποια ερμηνεία. Αν εκληφθεί το όλο έργο ως μυητική ιστορία, πώς οι έφηβοι εισάγονται τελετουργικά στην κοινωνία και στη ζωή, το πέμπτο μέρος, αντίθετα, αποτελεί την κορύφωση του έργου, αν και η πιθανοφάνεια ελαττώνεται σε κάποιο βαθμό (μαγικά μέσα, μεταμφίεση, ψεύτικοι θάνατοι κτλ.).
Ταυτόχρονα είναι και διδακτική ιστορία με σαφές μήνυμα: τσι κόπους δεν ερίχνασι, τσ’ ολπίδες δεν εχάσα (Ε1518). Από την άποψη αυτή το έργο είναι μια αντι-Ερωφίλη: η μοίρα δεν υπάρχει, το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Και στις πιο δύσκολες καταστάσεις υπάρχουν λύσεις, φτάνει να τις επιδιώξει κανείς· φτάνει να είναι κανείς υπομονετικός, μεθοδικός, να έχει ελπίδα και να μη χάνει το κουράγιο. Και να έχει μέτρο στα αισθήματά του: Για τούτο οπού ’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθή στα πάθη· / το ρόδο κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι (Ε1319-1320). Οι νεαροί του έργου, που έγιναν θύματα του Έρωτα, πήγαν κόντρα σε όλες τις καταστάσεις· γι’ αυτό υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες σκληρές και τελικά κέρδισαν τη σχέση τους. Η πραγματική ζωή περνάει μέσα από το θάνατο. Η ευτυχία είναι λουλούδι μέσα σε βάλτο και θολά νερά.
Αν συγκρίνει κανείς τον Ερωτόκριτο με τη Θυσία του Αβραάμ από την άποψη της ερμηνείας πως πρόκειται εν τέλει για την εξιστόρηση μιας μυητικής διαδικασίας, προκύπτουν ορισμένες ομοιότητες που προβληματίζουν. Με την παράξενη εντολή του Θεού για τη θυσία του μοναχογιού του, και ο ηλικιωμένος Αβραάμ, ύστερα και η γριά Σάρα αλλά και το ίδιο το παιδί περνούν μια δοκιμασία, η οποία φανερώνει διάφορα στάδια, από την άρνηση και την επανάσταση, τη δυσκολία εξήγησης, την απορία και την απελπισία ώς την τελική αποδοχή της εντολής, υποκύπτοντας στην ανεξήγητη θεϊκή βούληση, με κορύφωμα βέβαια το θρήνο της Σάρας, που θα χάσει τον Ισαάκ, όλη η οικογένεια αντιμετωπίζει μια δοκιμασία που είναι μέρος μιας μύησης, μιας δοκιμασίας την οποία δεν κατανοούν· αλλά στο τέλος, μετά από αλλεπάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, την έχουν ενστερνιστεί, κι όταν έχουν φτάσει στην εσωτερική αυτή ωριμότητα, έτοιμοι όλοι για την απάνθρωπη θυσία του παιδιού, τότε η απεχθής πράξη αυτή δεν χρειάζεται να γίνει πια, γιατί έχει γίνει ήδη στην ψυχή τους[6]. Δεν ξέρω αν αυτή η παραλληλία μπορεί να προστεθεί ως τεκμήριο στη ζυγαριά των επιχειρημάτων υπέρ και κατά της πατρότητας του Κορνάρου για τη Θυσία[7].
(από το βιβλίο Σφαλτά επροπάτου και τυφλά… Μυητική αφήγηση και δραματική ποίηση τον Ερωτόκριτο, Αθήνα 2019)