Ο ασβέστης
Το δώμα του ποιητή λίγο πριν νυχτώσει
σκόρπια φύλλα πορείας, λέξεις στον αέρα
μίλησε σιγανά ο τοίχος ο ασβεστωμένος
σε γλώσσα αρχαία άγνωστη αδιάβαστη
ανεπαίσθητα ράγισε ο ασβέστης του σοβά
σε δίχτυα από γραμμές στης φωνής τον ήχο
από τις ρωγμές έβγαιναν, δειλά δειλά δάχτυλα
μετά χέρια γεροντικά, λεπτά, χοντρά, παιδιών
πασπάτευαν το κενό, από κάπου να πιαστούν
όλο πιο γρήγορα απελπισμένα σε απόγνωση
και η φωνή του τοίχου δυνάμωνε ικετευτικά
λέξεις σαν κοτρώνες έπεσαν στο πάτωμα
λόγια βαριά και ασήκωτα, σαν τα δεδομένα
ασύλληπτα, οριστικά, αμετάκλητος κλήρος
ταράχτηκε συθέμελα το δώμα κι εφοβήθη
τοπίο μέσα στο τοπίο άλλος κόσμος εισέβαλε
φύλλα τυλίχτηκαν λέξεις απώλεσαν σημασίες
αγάλι αγάλι η φωνή του ασβέστη καταλάγιασε
έσπασε, μετατράπηκε σε ήπιο καταρράκτη
τα άνθη του ασβέστη έκλεισαν, μαράθηκαν
τα δάχτυλα βούλιαξαν, έγιναν ένα με τον τοίχο
τα ραγίσματα έκλεισαν, το έργο της αράχνης
έργο τέχνης με ανεξακρίβωτο μήνυμα βυθίστηκε
στην άσπιλη επιφάνεια των αιώνιων τοίχων.
Και η νύχτα ήταν έτοιμη να σκεπάσει τα πάντα.