Μια περίπτωση της «ενδιάμεσης λογοτεχνίας» μεταξύ προφορικότητας και εγγραμματοσύνης.
Οι εφημερίδες αποτελούν σήμερα ένα απο τα αγαπητά ερευνητικά αντικείμενα της σύγχρονης λαογραφίας, στην Ελλάδα και αλλού[1], και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα είναι τα λαϊκά στιχουργήματα σε γραπτή μορφή, που εμφανίζονται κυρίως στον ελληνικό νησιωτικό χώρο, στη Νάξο[2], τη Σίφνο[3], την Κάσο[4], αλλά και στην Νίσυρο, την Κω, τη Λέρο, την Κρήτη και την Τήλο[5] και με ιδιαίτερη συχνότητα στην Κάρπαθο[6]. Η σχετική έρευνα ξεκίνησε παλαιότερα με την ανάλυση των ένστιχων επιστολών και της έμμετρης αλληλογραφίας[7] και κορυφώνεται από το 1983 και πέρα με τη σχετική μελέτη του Μηνά Αλ. Αλεξιάδη για τρεις καρπαθιακές εφημερίδες που τυπώνονται στον Πειραιά: την Καρπαθιακή, την Καρπαθιακή Ηχώ και τη Φωνή της Ολύμπου[8]. Η λαϊκή ποίηση σε έντυπη μορφή έχει επικεντρώσει τη διεθνή προσοχή της σημερινής folklore κυρίως στον αγγλοσαξονικό και αμερικανικό χώρο[9], ωστόσο υπάρχουν και μια σειρά από μελετήματα, τα οποία εστιάζουν αποκλειστικά στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και εκκινούν από τις ιδιαίτερες συνθήκες προφορικότητας σε λαούς με σημαντική λογοτεχνική παραγωγή και μεγάλη παράδοση στο γραπτό λόγο.
Η έννοια της «ενδιάμεσης λογοτεχνίας» ανάμεσα σε γραπτή και προφορική παράδοση διατυπώθηκε για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη πρώτα από τον Κlaus Roth[10], ο οποίος προσδιορίζει το φαινόμενο από την πλευρά της πρόσληψης: έργα της λογοτεχνίας μετατρέπονται σε λαϊκά αναγνώσματα και περνούν, μέσω της φωναχτής απαγγελίας και της δημόσιας ανάγνωσης μπροστά από ακροατήριο, στην προφορική παράδοση[11]. Αυτό άλλωστε είναι η περίπτωση του Ερωτόκριτου, της Ερωφίλης, της Βοσκοπούλας και της Θυσίας του Αβραάμ από την κρητική λογοτεχνία[12], αν και υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου το λογοτεχνικό πρότυπο είναι άγνωστο ή χαμένο, όπως στο ιστορικό τραγούδι της «Βιένας»[13] και στο έμμετρο μέρος του παραμυθιού για την ξεχασμένη νύφη[14], ή δεν είναι γνωστό στους φορείς της παράδοσης, όπως στο θεσσαλικό παραμύθι και το ναξιώτικο τραγούδι του Ερωτόκριτου[15] ή στην ηπειρωτική παράσταση της Ερωφίλης στα Ζαγοροχώρια, όπου η τραγωδία του Χορτάτση έχει συρρικνωθεί σε αποκριάτικο δρώμενα για το θάνατο και την ανάσταση του γαμπρού[16]. Η «ενδιάμεση» λογοτεχνία ως έννοια δεν εστιάζει σε χρηστικά αναγνώσματα όπως ψυχωφελή αναγνώσματα, διδακτικά εγχειρίδια, οδηγούς για την αγροτική παραγωγή και μορφωτικά ημερολόγια[17], ούτε είναι απαραίτητο, από τη μια το ακροατήριο της δημόσιας ανάγνωσης να είναι οπωσδήποτε αναλφάβητοι, και από την άλλη οι συνδρομητές τέτοιων βιβλίων να ξέρουν να διαβάσουν· η αγορά βιβλίων από το 18ο αιώνα και πέρα είναι και πράξη πατριωτισμού και κοινωνικού prestige[18].
Ωστόσο η έννοια του «δημοφιλούς αναγνώσματος» (popular readings), όπως λέγεται σήμερα το «δημώδες βιβλίο» (chap book, Volksbuch)[19], μπορεί να προσεγγιστεί και από την άλλη πλευρά, όχι ως επιβίωμα της έντεχνης λογοτεχνίας στην προφορική παράδοση, αλλά ως μεταφορά έργων της προφορικής παράδοσης στον γραπτό λόγο. Στην περίπτωση αυτή το εύρος των εκφάνσεων φτάνει από φορμουλαϊκές διατυπώσεις του δημοτικού τραγουδιού (π. χ. τη συσχέτιση του έπους του Διγενή Ακρίτη με τα ακριτικά τραγούδια)[20] ώς το παραμυθόδραμα στο 19ο και 20ό αιώνα, όπου αφηγούνται επί σκηνής ολόκληρα παραμύθια κυρίως σε έργα της ηθογραφικής, συμβολιστικής αλλά και της υπερρεαλιστικής δραματουργίας[21]. Λαϊκότροπα τραγούδια έχουν γραφεί και από λόγιους ποιητές του 19ου αιώνα και το ηθογραφικό διήγημα της γενιάς του 1880 χρησιμοποιεί λαϊκές αφηγήσεις ως πρωτογενές υλικό για τη λογοτεχνική σύνθεση.
Μολοντούτο υπάρχει μια κατηγορία λαϊκού λόγου, που έχει περάσει στον Γαλαξία του Gutenberg, και υφίσταται σε έντυπη ή ακόμα και χειρόγραφη μορφή: δεν εννοώ τις λαογραφικές καταγραφές, τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών και προφορικών παραμυθιών που υπάρχουν από το 19ο αιώνα αλλά μεμονωμένα και ήδη νωρίτερα, των παροιμιών ουσιαστικά από την αρχαιότητα, αλλά εννοώ συνθέσεις της προφορικής παράδοσης που γίνονται στο μεταίχμιο της συλλογικής συνείδησης μιας τοπικής παράδοσης και της ατομικής αισθητικής του ποιητή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η λαϊκή ποιήτρια Μάρκου-Βοντορίνη από τη Νάξο, της οποίας μερικά χειρόγραφα έχουν ήδη εκδοθεί[22].
Μια άλλη περίπτωση, ποιητικά και ιδεολογικά διαφορετική, είναι Γεώργιος Χαρτσάς από την Άνδρο, που στα αφελή στιχουργικά του συνθέματα κυριαρχεί ο ηθικοδιδακτικός τόνος[23]. Τέτοιες συνθέσεις στηρίζονται στην ικανότητα του αγαιοπελαγίτικου λαϊκού πολιτισμού, να μπορεί να μετατρέπει αβίαστα κάθε αφήγηση και κάθε λόγο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, που από τις μέρες της κρητικής Αναγέννησης είναι το «εθνικό», θα μπορούσε να πει κανείς, μέτρο.
Η χρήση του λαϊκού λόγου στο έντυπο medium των εφημερίδων δεν είναι άγνωστη: στις εφημερίδες η χρήση ρητών, γνωμικών και παροιμιών είναι του συρμού, και οι πολιτικοί διανθίζουν συχνά το λόγο τους με πασίγνωστες εκφράσεις λαϊκής προέλευσης[24], για να γίνουν πιο συμπαθητικοί και για να δείξουν, πως ο βουλευτής είναι ένα κομμάτι της εκλογικής του βάσης και μιλάει την ίδια γλώσσα με τους ψηφοφόρους του. Η ίδια στρατηγική έχει αποδειχτεί και για τους επίσημους εναρκτήριους λόγους των Αμερικανών προέδρων[25]. Εν τούτοις η χρήση του έμμετρου λόγου είναι κάτι άλλο: γίνεται σε τοπικές σατιρικές εφημερίδες όπως η Κουρεττού στην Κάρπαθο[26], στα ποιηματάκια του καρναβαλιού της Αγιάσου στη Μυτιλήνη[27], σε σύγχρονες μαντινάδες για πολιτικά και άλλα γεγονότα που κυκλοφορούν και στο SMS του κινητού, και με ιδιαίτερη έμφαση και έκταση στις εφημερίδες της Καρπάθου.
Το φαινόμενο της ένστιχης δημοσίευσης ευχών, συγχαρητηρίων για την αποφοίτηση και το δίπλωμα, αλλά και μοιρολογιών και αναγγελτηρίων θανάτου, δεν είναι μόνο μια ένδειξη για την επιβίωση μιας παραδοσιακής ικανότητας του νησιωτικού κόσμου να διατηρεί τους ρυθμούς και το ριμαριό του λαϊκού λόγου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες, δεν είναι μόνο μια αισθητική στρατηγική της ανάτασης και μέθεξης, της υπογράμμισης της σπουδαιότητας μιας είδησης για την τοπική κοινωνία του νησιού και ταυτόχρονα και ένα δείγμα της καλαισθησίας και στιχουργικής δεινότητας του δημιουργού του συνθέματος, αλλά και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλληλοδιείσδυσης προφορικού και γραπτού πολιτισμού στο μεταβυζαντινό ελληνόφωνο χώρο της Μεσογείου. Δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για δυο διαφορετικούς και ξέχωρους κόσμους, οι λόγιοι της Τουρκοκρατίας από τη μιά και ο προφορικός λαϊκός πολιτισμός από την άλλη, αλλά για μια γόνιμη σύμπραξη και συνδημιουργία, η οποία δεν άφησε ανεπηρέαστη ούτε τη μία ούτε την άλλη πλευρά.
Στα στιχουργήματα των Καρπαθιακών εφημερίδων πιάνουμε την άκρη ενός νήματος, που μας οδηγεί ιστορικά στη γλωσσική διαστρωμάτωση της βυζαντινής γραμματείας μεταξύ λογίας και δημώδους λογοτεχνίας[28], αλλά μας οδηγεί και μεθοδολογικά σε μια σημαντική διαφοροποίηση στη συνέχεια των μελετών για την oral poetry στις δεκαετίες 1970 και 1980, που ξεκίνησε από το ομηρικό ζήτημα· μπορεί το ζήτημα αυτό να μην έχει λυθεί[29], τα δύο έπη να αποτελούν είτε μεταγενέστερη καταγραφή μιας παραλλαγής από μια παράδοση ραψωδών της ηρωικής ποίησης, είτε ως προσωπικό δημιούργημα ενός ραψωδού το οποίο έχει καταγραφεί στην εποχή του, αλλά μας έκανε οπωσδήποτε πιο ευαίσθητους για μια πτυχή του προβλήματος πολύ σημαντική για τους ιστορικούς λαούς της Ευρώπης και το λαϊκό τους πολιτισμό: ο απόλυτος διαχωρισμός προφορικής και γραπτής παράδοσης δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Ενθυμίζω μόνο τη διένεξη του Öjwind Swahn με τον Jürgen Fehling για την προφορική ή όχι παράδοση του αρχαίου μύθου του Έρωτα και της Ψυχής[30], στην οποία συμμετείχε και ο Γεώργιος Α. Μέγας[31]. Αλλά ήδη ένα άλλο παράδειγμα, της μετάβασης του αρχαίου μύθου του Οιδίποδα στον μεσαιωνικό απόκρυφο βίο του Ιούδα Ισκαριώτη και από εκεί στα σύγχρονα προφορικά παραμύθια «της μοίρας», μας κάνει σκεπτικούς, αν η προφορική παράδοση δεν έχει διαβρωθεί ή στηριχθεί σε κάποιες φάσεις από γραπτά κείμενα ή αν τα παραμύθια του τύπου ATU 930-934 πράγματι συσχετίζονται με το αμαρτωλό δίδυμο Οιδίπους/Ιούδας[32].
Δεν αμφιβάλλει κανείς για τη δυνατότητα της προφορικής παράδοσης να μεταφέρει αφηγήσεις ή στιχουργήματα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όπως γίνεται σε καθαρά προφορικούς λαούς, π. χ. στη Φιλανδία, όπου το έπος Κalevala συντάσσεται το 19ο αιώνα από τις παραδόσεις και τα τραγούδια της Καρελίας[33]. Στη μεγαλόνησο της Κρήτης έχουμε την απόδειξη πως στίχοι της Ρίμας θρηνητικής εις τον πικρόν και ακόρεστον Άδην στα τέλη του 15ου ή αρχές του 16ου αιώνα μεταφέρονται ώς το τέλος του 19ου αιώνα[34], όπως και το ιστορικό τραγούδι της «Βιένας», που πρέπει να έχει συνταχθεί κάποια στιγμή μετά το 1683, τη χρονιά της δεύτερης πολιορκίας της Βιέννης από τους Τούρκους[35]. Αλλά ήδη στην περίπτωση του στίχων του πρόλογου του Χάρου από την Ερωφίλη, που σώζεται σε κρητικό μοιρολόγι που καταγράφεται το 1873, υπάρχει η υποψία της ανατροφοδότησης της προφορικής παράδοσης από αναγνώσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές, της τραγωδίας του Χορτάτση[36]. Ο Γαβριήλ Προσοψάς, στο Δράμα περί γεννηθέντος τυφλού, στη Χίο λίγο πριν ή μετά το 1700, αντιγράφει στίχους ολόκληρους από τον πρόλογο του Χάρου και τους χρησιμοποιεί απαράλλακτα ή τους προσαρμόζει στις δικές του δραματουργικές ανάγκες[37]. Αυτή η υποψία της ανατροφοδότησης της προφορικής παράδοσης από την γραπτή ισχύει και για τα άλλα δημιουργήματα της ώριμης φάσης της κρητικής λογοτεχνίας.
Η κατάσταση στις πολιτισμικές παραδόσεις των ιστορικών λαών της Ευρώπης είναι πιο σύνθετη, απ’ ό,τι σε πολιτισμούς χωρίς γραφή και γραπτό λόγο. Και ένα από τα πιο απτά και ανάγλυφα παραδείγματα της γόνιμης και δημιουργικής διαπλοκής γραπτής και προφορικής παράδοσης στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι αυτό το μοναδικό φαινόμενο των αυτοσχέδιων στιχουργημάτων στις κοινωνικές στήλες των σύγχρονων καρπαθιακών εφημερίδων.
(από το βιβλίο Κάρπαθος. Το νησί της ποίησης και της επιστήμης, Αθήνα 2017)
[1] Ως προς την ξένη βιβλιογραφία περιορίζομαι στο σημείο αυτό στην παραπομπή στο άρθρο του Μ. Αλ. Αλεξιάδη, «Εισαγωγικό: Γραπτός και προφορικός λόγος στη λαϊκή παράδοση», Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 22008, σσ. 59-65 και τη βιβλιογραφία που αναφέρεται εκεί. Βλ. σε επιλογή: Ν. Δ. Περπατάρη, Η λειτουργικότητα των λαογραφικών θεμάτων στον επιστολικό λόγο αθηναϊκών εφημερίδων (1974-2005), Αθήνα 2006, Ε. Γ. Αυδίκος, Η ταυτότητα της περιφέρειας στο μεσοπόλεμο: Το παράδειγμα της Ηπείρου, Αθήνα 1993, Μ. Βαρβούνης, Εξελίξεις και μετασχηματισμοί στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 95 εξ., Δ. Ε. Ράπτης, «Η ταυτότητα και λειτουργία του πολιτιστικού έντυπου. Η Εφημερίδα του Συλλόγου των Αποδήμων Μυροφυλλιτών ‘Το Μυρόφυλλο’», Τρικαλινά 22 (2002), σσ. 189-218, Ε. Α. Αυδίκος, Από την προξενήτρα στο γραφείο συνοικεσίων. Παραδοσιακότητα και νεωτερικότητα στον αστικό χώρο, Αθήνα 2010, Μ. Α. Αλεξιάδης, Έντυπα μέσα επικοινωνίας και λαϊκός πολιτισμός. Νεωτερικά Λαογραφικά, Αθήνα 2011, σσ. 53 εξ., και 83 εξ.
[2] Μ. Α. Αλεξιάδης, «Τοπικές εφημερίδες και λαϊκή ποίηση. Ένα ακόμη παράδειγμα: Νάξος», Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, ό. π., σσ. 211-232 (βλ. και Λαογραφία 38, 1998, σσ. 53-64), Μ. Σέργης, Εφημερίδες και Λαογραφία. Η ταυτότητα μιας Ναξιακής εφημερίδας. Διαθλάσεις της ιστορίας και της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου και των αρχών του 20ού, διδ. διατρ. Αθήνα 2000, ειδικά για την Απέραθο Α. Φ. Κατσουρός, Ένα χωριό στιχουργεί, Αθήνα 1974.
[3] Μ. Α. Αλεξιάδης, «Έντυπη λαϊκή ποίηση της Σίφνου», Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, ό. π., σσ. 233-246.
[4] Μ. Α. Αλεξιάδης, «Έντυπη λαϊκή ποίηση της Κάσου (1962-1994)», Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, ό. π., σσ. 185-209.
[5] Αλεξιάδης, Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, ό. π., σσ. 212 και 234 (με τις πηγές).
[6] Α. Μελάς, Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο (1959-1999), διδ. διατρ. Αθήνα 2001.
[7] Μ Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Λαογραφικά Σύμμεικτα Καρπάθου, τόμ. Α΄, Αθήναι 1932, σ. 55, R. M. Dawkins, «Letter-writing in verse», Journal of Hellenic Studies 53 (1933), σσ. 111 εξ., Δ. Σ. Λουκάτος, «Η ψυχολογική εμμεσότητα του ποιητικού λόγου και η στιχουργική αλληλογραφία των Δωδεκανησίων», Δωδεκανησιακά Χρονικά 13 (1989), σσ. 94-102 και του ίδιου, «Η ψυχολογική εμμεσότητα του ποιητικού λαϊκού λόγου. Αφηγηματική – Αλληλογραφική – Αναγγελτική», Λαογραφία 39 (2003), σσ. 77-83.
[8] Μ. Α. Αλεξιάδης, «Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο. Μορφή – λειτουργία – σημασία», Δωδώνη 12 (1983), σσ. 347-405 και Νεωτερική Ελληνική Λαογραφία, ό. π., σσ. 129-184.
[9] Σε επιλογή: J. Goody, Literacy in Traditional Societies, Cambridge UP 1968 (31981), R. Finnegan, Literacy and Orality, Oxford 1968, R. M. Dorson 9ed.), Folklore and Folklife: An Introduction, Chicago/London 1972, του ίδιου, Folklore: Selected Essays, Blοomington/London 1972, A. Dundes / C. R. Pagter, Work Hard und You Shall Be Rewarded: Urban Folklore from the Paperwork Empire, Bloomington/London 21978, των ιδίων, When you’r up to Your A.S.S. in Alligators… More Urban Folklore from the Paperwork Empire, Detroit 1978.
[10] Κ. Roth, «Populare Lesestoffe in Südosteuropa», του ίδιου (ed.), Südosteuropäische Popularliteratur im 19. und 20. Jahrhundert, München 1993, σσ. 11-32.
[11] Α. Πολίτης, «Το βιβλίο μέσο παραγωγής της προφορικής γνώσης», Το βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίας, Αθήνα 1982, σσ. 271-282, και γενικά R. Schenda, Vom Mund zum Ohr. Bausteine zu einer Kulturgeschichte volkstümlichen Ezählens in Europa, Göttingen 1993 και ιδίως του ίδιου, «Vorlesen: Zwischen Analphabetentum und Bücherwissen. Soziale und kulturelle Aspekte einer semiliterarischen Kommunikationsform», Bertelsmann-Briefe 119 (1986), σσ. 5-14.
[12] Β. Πούχνερ, «Επιβιώματα της κρητικής αναγνεννησιακής λογοτεχνίας στον ελληνικό και βαλκανικό λαϊκό πολιτισμό. Παρατηρήσεις πάνω στην αλληλεξάρτηση της προφορικής και της γραπτής παράδοσης», Ε. Άντζακα-Βέη / Λ. Παπαδάκη (επιμ.), Η λαϊκή λογοτεχνία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (19ος και αρχές 20ού αι.), Αθήνα 1995, σσ. 53-65.
[13] W. Puchner, «Die Wiener Türkenbelagerung von 1683 im kretischen Volkslied und im Rumänischen Bildungsschrifttum», Jahrbuch des Österreichischen Volksliedwerkes 29 (1980), σσ. 59-75, του ίδιου, «The Cretan song of ‘Vienna’», Lares LI (1985), σσ. 495-515, του ίδιου, «Tο κρητικό τραγούδι της ‘Βιένας’», Κρητολογία 16-19 (1983/84), σσ. 5-29.
[14] W. Puchner, «The Forgotten Fiancée. From the Italian Renaissance Novella to Modern Greek Fairy Tales», Fabula 51 (2010), τεύχ. 3/4, σσ. 201-216, του ίδιου, Παραμυθολογικές μελέτες Α΄. Η ξεχασμένη νύφη. Από την ιταλική Αναγέννηση στο ελληνικό λαϊκό παραμύθι, Αθήνα 2011 (Λαογραφία 6).
[15] K. Tsangalas, «Das Orpheus- und Arionmotiv im antiken Mythos und in einem neugriechischen Märchen», W. Siegmund (ed.), Antiker Mythos in unseren Märchen, Kassel 1984, σσ. 72-76, Γ. Θανόπουλος, «Δημοτικό τραγούδι και Ερωτόκριτος. Η περίπτωση ενός απεραθίτικου δημοτικού τραγουδιού», Πρακτικά του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος διά μέσου των αιώνων», (Φιλώτι, 3-6 Σεπτεμβρίου 1992), Αθήνα 1994, σσ. 1005-1011.
[16] Β. Πούχνερ, Θεωρία του λαϊκού θεάτρου. Κριτικές παρατηρήσεις στο γενετικό κώδικα της θεατρικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, Αθήνα 1985 (Λαογραφία, παράρτημα 9), σ. 66.
[17] Β. Πούχνερ, «Δημώδη βιβλία και λαϊκά αναγνώσματα. Δρόμοι της πρόσληψης στη Χερσόνησο του Αίμου», Συγκριτική Λαογραφία Β΄. Δημώδη βιβλία και λαϊκά θεάματα στη Χερόνησο του Αίμου, Αθήνα 2009 (Λαογραφία 3), σσ. 17-114, ιδίως σσ. 21 εξ.
[18] N. Cartojan, Cărțile populare in literatura romanească, t. II, București 1974, σσ. 425 εξ., C. Velculescu / V. G. Velculescu, «Livres roumains à listes de suscripteurs (première moitié du XIX siècle)», Revue des études sud-est européennes 12 (1974), σσ. 205 εξ., 13 (1975), σσ. 539 εξ., Synthesis 2 (1975), σσ. 85 εξ., Φ. Ηλιού, «Bιβλία με συνδρομητές. Ι. Τα χρόνια του Διαφωτισμού (1749-1821)», Ο Ερανιστής 12 (1975), σσ. 101 εξ. (τώρα στον τόμο του ίδιου, Iστορίες του ελληνικού βιβλίου, Hράκλειο 2005, σσ. 123-194, σσ. 111-320 και άλλες μελέτες για συνδρομητές), Str. Kostić, «Buchankündigungen sowie Pränumerations- und Subskriptionswesen bei den Serben am Ende des 18. und zu Beginn des 19. Jahrhunderts», H. G. Göpfert / G. Kozielek / R. Wittman (eds.), Buch- und Verlagswesen im 18. und 19. Jahrhundert. Beiträge zur Geschichte der Kommunikation in Mittel- und Osteuropa, Berlin 1977, σσ. 263-270.
[19] R. Schenda, Volk ohne Buch. Studien zur Sozialgeschichte der populären Lesestoffe 1770-1910, Frankfurt 1970 (München 1977), του ίδιου, Die Lesestoffe der Kleinen Leute. Studien zur populären Literatur im 19. und 20. Jahrhundert, München 1976.
[20] R. Beaton, «An epic in the making? The early versions of Digenes Akrites», R. Beaton / D. Ricks (eds.), Digenes Akrites. New Approaches to Byzantine Heroic Poetry, London 1993, σσ. 55-72, Γ. Ι. Θανόπουλος, Το τραγούδι του Αρμούρη, χειρόγραφη και προφορική παράδοση, Αθήνα 1990, του ίδιου,«Ο Διγενής Ακρίτης» Escorial και το ηρωικό τραγούδι του Υιού του Ανδρονίκου. Κοινά τυπικά μορφολογικά στοιχεία της ποιητικής τους, Αθήνα 1993.
[21] Xρ. Παλαιολόγου, Παραμυθιακά στοιχεία και μοτίβα στην ελληνική δραματουργία του 20ού αιώνα (1890-1980), 2 τόμ., διδ. διατρ. Αθήνα 2012.
[22] Ε. Μ. Μάρκου (Βοντορίνη), «Ψάχω να δω μας στ’ άθωρο», τόμ. Α΄, Αθήνα 1984.
[23] Μ. Γ. Βαρβούνης, Ο Κυμαίος λαϊκός ποιητής Γεώργιος Ν. Χαρτσάς (Εισαγωγή – Έκδοση – Σχόλια), Αθήνα 2010.
[24] Μ. Α. Αλεξιάδης, «Παροιμιακός και γνωμικός λόγος Ελλήνων πολιτικών. Δείγματα από τον αθηναϊκό Τύπο», Έντυπα μέσα επικοινωνίας και λαϊκός πολιτισμός, ό. π., σσ. 53-81 και του ίδιου, «Αντι-παροιμίες (anti-proverbs) σε αθηναϊκές εφημερίδες», αυτόθι, σσ. 83-124.
[25] W. Mieder, «‘There is always a better tomorrow’: Proverbial Rhetoric in Inaugural Addresses by American Presidents During the Second Half of the Twentieth Century», Narodna Umjetnost 83/1 (2001), σσ. 153 εξ.
[26] Κ. Α. Μελάς, «‘Η Κουρεττού’: Μια άγνωστη σατιρική εφημερίδα της Καρπάθου. Σύντομα ιστορικά, κοινωνική και λαογραφική συμβολή», Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα 36 (1994), σσ. 33-37.
[27] Στ. Π. Koλαξιζέλης, Θρύλος κια ιστορία της Αγιάσου της νήσου Λέσβου, τεύχη Α΄- Δ΄, Μυτιλήνη 1947-50.
[28] H.-G. Beck, Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας, μτφρ. N. Eideneier, Αθήνα ΜΙΕΤ 1988, σσ. 31-60.
[29] M. Skafte Jensen, «Homer», Εnzyklopädie des Märchens 6 (1990), στ. 1205-1218.
[30] J. Ö. Swahn, The Tale of the Cupid and Psyche, Lund 1955, J. Fehling, Amor und Psyche. Die Schöpfung des Apuleius und ihre Einwirkung auf das Märchen, eine Kritik der romantischen Märchentheorie, Mainz 1977.
[31] G. A. Megas, Das Märchen von Amor und Psyche in der griechischen Volksüberlieferung, Athen 1971.
[32] Mε όλη τη σχετική βιβλιογραφία W. Puchner, Studien zum Kulturkontext der liturgischen Szene. Lazarus und Judas als religiöse Volksfiguren in Bild und Brauch, Lied und Legende Südosteuropas, 2 τόμ., Wien 1991 (Österreichische Akademie der Wissenschaften, phil.-hist. Klasse, Denkschriften, 216), σσ. 88-98.
[33] Το ιστορικό της σύνταξης του έπους εξιστορεί στα ελληνικά ο Ε. Α. Αυδίκος, «Φινλανδία: οι Βίκινγκς, το έπος Κalevala και η ‘ιστορική πίστωσις’ της εθνογένεσης», Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού, Αθήνα 2009, σσ. 111-125.
[34] Γ. Μαυρομάτης, «Στίχοι της ‘Ρίμας θρηνητικής’ του Πικατόρου σε κρητικό δημοτικό τραγούδι», Κρητολογία VII (1978), σσ. 81-100 και αυτόθι 8 (1979), σσ. 121 εξ.
[35] Βλ. παραπάνω.
[36] Για την πρόσληψη της Ερωφίλης βλ. Β. Πούχνερ, «Απηχήσεις της Ερωφίλης στη νεοελληνική λογοτεχνία», Κείμενα και αντικείμενα, Αθήνα 1997, σσ. 251-284.
[37] Μ. Ι. Μανούσακας / Β. Πούχνερ, Ανέκδοτα στιχουργήματα του θρησκευτικού θεάτρου του ΙΖ΄ αιώνα, έργα των ορθόδοξων Χίων κληρικών Μιχ. Βεστάρχη, Γρηγ. Κονταράτου, Γαβρ. Προσοψά. Έκδοση κριτική με Εισαγωγή, Σχόλια και Ευρετήρια, Αθήνα 2000 (Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού), σσ. 354-359, 365-368.
843