You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Ο μανδραγόρας στο λαϊκό πολιτισμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Βάλτερ Πούχνερ: Ο μανδραγόρας στο λαϊκό πολιτισμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Οι μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες του μανδραγόρα βασίζονται τόσο στα συστατικά στοιχεία του φυτού, τα οποία έχουν ναρκωτικές και αφροδισιακές ιδιότητες, δημιουργούν εκστατικές ή και παραλυτικές καταστάσεις (υπνωτικό), όσο και το γεγονός πως οι μεγάλες και σαρκώδεις ρίζες του μοιάζουν με ανθρώπινη μορφή[1]. Οι ιδιότητες αυτές αναφέρονται σε μια σειρά από αρχαιοελληνικούς και Ρωμαίους συγγραφείς, αλλά και στους Εβραίους (Παλαιά Διαθήκη) και τους Αιγύπτιους[2], η μαγική χρήση του φυτού είναι διαδομένη κυρίως στο μεσογειακό χώρο, αλλά λόγω της ιατροσοφικής και μαγικοθεραπευτικής βιβλιογραφίας της αρχαιότητας είχε διαδοθεί και σε όλη την Ευρώπη[3]. Κατά το Μεσαίωνα πουλιόταν το θεραπευτικό βότανο στις εμποροπανήγυρεις και στις λαϊκές αγορές[4]· το σκάψιμο της ανθρωπόμορφης ρίζας έπρεπε να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή και πολλές προφυλάξεις, γιατί υπάρχει η λαϊκή δοξασία πως όποιος ξεθάβει ή ξεριζώνει μανδραγόρα θα πεθάνει (μαύρο σκυλί πρέπει τραβήξει τη ρίζα, οι άνθρωποι βουλώνουν τα αφτιά τους, γιατί η ρίζα βγάζει θανατηφόρα κραυγή κτλ.)[5]. Κατά τις λαϊκές δοξασίες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης φυτρώνει κάτω από κρεμάλες, εκεί που στάζουν τα σωματικά υγρά των κρεμασμένων. Πέρα από τις θεραπευτικές ιδιότητες ο μανδραγόρας φέρνει και ευτυχία και πλούτο, αυξάνει την ερωτική επιθυμία και βοηθάει στον τοκετό. Εμφανίζεται και σε ανθρώπινη μορφή ως καλό πνεύμα του σπιτιού (αρκάνθρωπος, καλανθρωπάκι, καλάθρωπος κτλ.), αλλά και ως ζώον· χρησιμοποιείται και ως φυλακτό[6]. Όπως πολλά προϊόντα του συλλογικού φαντασιακού, που χρησιμοποιούνται σε μαγικές πράξεις, έχει αμφίρροπη δράση[7]: τόσο θετική ως «αγαποβότανο» όσο και αρνητική στη μαύρη μαγεία. Ο μανδρακούκος εμφανίζεται και ως ιθυφαλλικός αρχηγός των καλικάντζαρων, που πειράζει τις γυναίκες[8]. Η γονιμοποιητική σημασία και δράση φαίνεται πως είναι η κυρίαρχη: το φυτό χρησιμοποιείται σε ερωτικά φίλτρα και ενάντια στην ακληρία και τη στειρότητα· αλλά και για θεραπείες παιδικών αρρωστιών, όπως λέει η μανιάτικη παροιμία: Μανδραγούδα κι’ ανανίδα κι’ άλλο ένα χορταράκι / αν το ξέραν οι μανάδες, δε εχάναν τα παιδιά τους[9].

Αυτά ισχύουν περίπου στο κεντρικό και νοτιοευρωπαϊκό χώρο καθώς και στη Μέση Ανατολή[10]. Χάρη στην εμπεριστατωμένη μελέτη του Παναγιώτη Κρητικού, καθηγητή Φαρμακοβιολογίας, στη Λαογραφία του 1961[11] και σ’ ένα ειδικό κεφάλαιο, που συνέταξε ο γνωστός Ρουμάνος θρησκειολόγος Mircea Eliade κυρίως από ανέκδοτο αρχειακό υλικό στη Ρουμανία[12], είμαστε τώρα σε θέση α) να διαφοροποιήσουμε κάπως τον βαλκανικό χώρο από την ευρύτερη χρήση του βοτάνου στην Ευρώπη, και β) να εξακριβώσουμε και να εξειδικεύσουμε τις κοινές δοξασίες, με τις παραλλαγές και διαφορές τους, γύρω από το όνομα και την προέλευση του μανδραγόρα, την εκρίζωση της ρίζας και τις σχετικές προφυλάξεις, τις τελετουργίες ανταπόδοσης και την αμφίπλευρη δράση της. Δε θα υπεισέλθουμε σε καθαρά βοτανολογικές έρευνες σχετικά με τη χημική σύσταση του βοτάνου[13] ή τα διάφορα είδη που υπάρχουν· επίσης δε θα σχολιάσουμε την παλαιότερη ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία[14].

H μελέτη του Παναγιώτη Κρητικού συγκεντρώνει ονοματολογικό και λαογραφικό υλικό από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, άλλα νησιά του Αιγαίου, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα Ιόνια νησιά και το Άγιον Όρος[15]. Η μελέτη του Eliade, που στηρίζεται κυρίως σε αδημοσίευτο υλικό, περιλαμβάνει την Τρανσυλβανία, τη Βεσσαραβία, τη Μολδαβία, και στη Βλαχία τους νομούς Maramureş, Bacău, Turda, Braşov, στην Τρανσυλβανία την οροσειρά των Apuseni, κτλ.[16]. Ας αρχίσουμε με την ονοματολογία: στη Ρουμανία κυριαρχούν τιμητικές προσφωνήσεις και προσωποποιήσεις: για την υποκατηγορία Atropa Belladonna (matraguna) χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως η «μεγάλη κυρία» (Doamnă mare), η «κυρία του δάσους», «βασίλισσα» (impărăteasa), «βασίλισσα των βοτάνων» κτλ.[17]· το ίδιο ισχύει όμως γενικότερα για τον μανδραγόρα με διάφορες προσφωνήσεις που δείχνουν σεβασμό και φόβο για την αμφίπλευρη φύση και δράση του (όπως «Καλή μητέρα»)[18]. Πρόκειται δηλαδή για θηλυκές προσωποποιήσεις μιας θαυμαστής εξουσίας, που μπορεί να δυναμώσει τη ζωή αλλά και να φέρει το θάνατο· ο Eliade ανάγει αυτή την ιδιότητα σε μυθολογικές δοξασίες της Ανατολής[19]. Στις ελληνικές περιοχές η μορφολογία του ονόματος ποικίλλει περισσότερο, σύμφωνα με τα συνώνυμα που έδωσε ήδη ο Διοσκουρίδης στο βοτάνι αυτό[20]. Μολοντούτο δεν απουσιάζουν οι ανθρωποποιήσεις, αλλά αυτή τη φορά αρσενικού γένους (σε κώδικα του Διοσκουρίδη από τη Νεάπολη υπάρχει μικρογραφία που διαχωρίζει ήδη έναν αρσενικό και ένα θηλυκό τύπο του μανδραγόρα)[21]: αρκάνθρωπος (από άρκ[τ]ος ή άρκος/θήκη), καλάθρεπος, καλαθρωπάκι, καλαθρωπάρι(ν), καλάθρωπος, σκαλάθρωπος, μανδραγόρα(ς) (θηλυκού ή αρσενικού γένους, με διάφορες ετυμολογίες), και από εκεί διάφορες μορφολογικές παραμορφώσεις (μανδραγκούρα, μαντραγόρα, μαντραγορί, μαντραγούλα, μαντρακούκα, μαντραούλα, μαντραούνα, μαντραούρα)· και σχετικά με τη μορφολογία της ρίζας, του φύλλου ή του καρπού: αυγουδάτσα (πληθ.), κουρουνιά, μηλιακός, μηλοπηπονιά, μουσμουλάκια (πληθ.), παπούτσα, χοντροβοτάνι, και σχετικά με τη δράση του: σερνικοβότανο, τρελλοχόρταρο, φιστουλόριζα, φιστουλόχορτο κτλ.[22]. Η μορφολογική ποικιλία παραπέμπει σε ιδιαίτερη σημασία ή επικινδυνότητα· γι’ αυτό οι προφυλάξεις για την συλλογή του βοτάνου είναι πολλές και περίπλοκες. Καθοριστικές είναι και οι προθέσεις των ανθρώπων· μαζεύουν μανδραγόρα «για το καλό» ή «για το κακό».

 

Αυτό είναι ξεκάθαρο στις ρουμανικές πηγές, όπου η ευεργετική δράση κατευθύνεται στο πρόσωπο που αποκτά τη ρίζα του φυτού (βιοτονωτική δράση, στα κορίτσια σύντομος γάμος, τύχη στον έρωτα και γονιμότητα στον έγγαμο βίο, οι αγελάδες δίνουν περισσότερο γάλα, απόκτηση πλούτου και ευμάρειας, αρμονική συμβίωση, επιτυχίες σε όλες τις καταστάσεις της ζωής κτλ.), η βλαπτική δράση όμως κατευθύνεται σε άλλο πρόσωπο (ένα κορίτσι να μην κληθεί από τα αγόρια στο χορό, ένας εχθρός να αρρωστήσει ή να τρελαθεί κτλ.). Και δίπλα στις μαγικές αυτές ιδιότητες και δράσεις υπάρχουν και οι θεραπευτικές· το ξερίζωμα του φυτού γίνει όμως με την ίδια τελετουργία και τις ίδιες προφυλάξεις. Αυτές οι προφυλάξεις ή έντεχνες δυσκολίες της απόκτησης του ποθητού φυτού ανήκουν στο δεισιδαιμονικό οπλοστάσιο κάθε μορφής μαγικών πράξεων της λαϊκής θεραπευτικής, αλλιώς η τελετουργία χάνει τη μαγική της αποτελεσματικότητα[23]. Σ’ αυτές τις προφυλάξεις για την απώλεια της δραστικότητας και τις ενισχυτικές συνθήκες της μαγικής αποτελεσματικότητας ανήκουν τα εξής: αποχή από σεξουαλική δραστηριότητα (παρθενία, αγνότητα), καθαρότητα, σιωπή, οι συγχωριανοί να μην ξέρουν για τη δράση αυτή, πρέπει να γίνει μακριά από το χωριό (π. χ. στο «βουβό» δάσος – όπου δεν ακούγεται πια το γαύγισμα του σκύλου ή το πρωινό λάλημα του κόκορα), να μην συναντούν κάποιον στο δρόμο ή αυτός να μην καταλάβει το σκοπό της εξόδου, νύχτα ή πριν ξυπνήσουν τα χαράματα οι χωρικοί κτλ. Την απόκτηση του περιζήτητου βοτάνου επιχειρούν οι babele meştere, οι πολύξερες ενηλικιωμένες γυναίκες, θεραπεύτριες ή μάγισσες, μόνες τους ή ομαδικά, αλλά και γυναίκες και κορίτσια (με ή χωρίς συνοδεία των «πρακτικών γυναικών»), φέρνουν φαγητά μαζί τους, τρώνε, πίνουν, είναι εύθυμες κτλ.[24]· στην περίπτωση της ερωτικής δράσης τα ανύπαντρα κορίτσια χαϊδεύονται, αγκαλιάζονται, ή είναι γυμνά (ή με λυμένα μαλλιά κτλ.) και μιμούνται την ερωτική πράξη[25], αν δεν πρόκειται για τον εαυτό τους αναφέρουν το όνομα του προσώπου στο οποίο απευθύνεται η μαγική αυτή δράση (π. χ. να ξυπνήσουν την ερωτική επιθυμία κάποιου άντρα), και αν πρόκειται για βλαπτική ενέργεια που θέλουν να προκαλέσουν, συμπεριφέρονται άσχημα, βρίζουν, «βασανίζουν» τον μανδραγόρα κτλ.[26]· αντίθετα στη θετική δράση απευθύνονται με σεβασμό προς το φυτό, βάζουν στην τρύπα που δημιουργήθηκε ζάχαρη, ρίχνουν μερικά κέρματα, χύνουν κρασί ή κάνουν άλλες πράξεις ανταπόδοσης· σε άλλες περιπτώσεις δεν παίρνουν τη ρίζα αλλά μόνο τα φύλλα, χωρίς να ξεριζώσουν το φυτό. Στο ρουμανικό υλικό είναι άγνωστη η μέθοδος του ξεριζώματος από μαύρο σκύλο, όπως και η παράδοση, πως ο μανδραγόρας φυτρώνει κάτω από κρεμάλες και μεγαλώνει με το σπέρμα των κρεμασμένων όταν πεθαίνουν. Εν γένει όμως οι προφυλάξεις και τελετουργίες σχετικά με την απόκτηση του φυτού παραπέμπουν εν γένει σε ένα αρχαϊστικό στρώμα των μαγικών πρακτικών (σεξουαλική αποχή ή παρθενία, γύμνια, μυστικότητα, σιωπή, νύχτα, μακριά από το χωριό)[27].

Το φυτό μαζεύεται συνήθως την άνοιξη και ανάμεσα στους επιθυμητούς μαγικούς σκοπούς βρίκονται τα εξής: pe dragoste (για τον έρωτα), pe măritat (για την παντρειά), pe joc (για το χορό), pe păutură (για το ποτό), pe urît (για το μίσος). Μια λεπτομερειακή περιγραφή από τις munții Apuseni στα δυτικά Καρπάθια στην Τρανσυλβανία αναφέρει τα εξής: δυο γυναίκες ορισμένης ηλικίας σε κάποια Τρίτη της Σαρακοστής πηγαίνουν νηστικές και πολύ πρωί, για να μην συναντήσουν κανένα, για να βρουν μανδραγόρα μακριά από το χωριό, τόσο που δεν ακούγεται ούτε γάτα ούτε κόκορας. Δεν μιλούν καθόλου. Μαζί τους έχουν ψωμί, αλάτι και ένα νόμισμα. Βρίσκουν τον μανδραγόρα και βουβά προσεύχονται. Για να τον ξεριζώσουν ξεντύνονται τελείως, προσκυνούν τρεις φορές, με το πρόσωπο προς ανατολάς, περιτριγυρίζουν τρεις φορές το φυτό και λένε μαγικές επωδές. Ύστερα ξεθάβουν το φυτό και το ξαπλώνουν στο έδαφος με κατεύθυνση προς την ανατολή. Στην τρύπα που δημιουργήθηκε, τοποθετούν ψωμί, αλάτι και το νόμισμα. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί, αλλιώς ο μανδραγόρας ζητά από αυτούς που τον ξερίζωσαν, να τον φέρουν πίσω στο σημείο που φύτρωσε· και αν δεν το κάνουν γίνεται εκδικητικός και τιμωρεί. Στο τέλος κλείνουν την τρύπα που δημιουργήθηκε με το ξερίζωμα με χώμα, προσκυνούν τρεις φορές με το πρόσωπο προς τη δύση. Κάθονται κάτω πλάτη με πλάτη, η μια κοιτάζοντας δυτικά η άλλη ανατολικά. Η πρώτη δίνει το μαγικό χόρτο στη δεύτερη. Έτσι τελειώνει η τελετουργία της εκρίζωσης του μανδραγόρα[28].

 

Ανάλογα με το σκοπό διατυπώνεται και η σχετική επωδή· στην περίπτωση της διέγερσης ερωτικής επιθυμίας οι γυναίκες αγκαλιάζονται, φιλιούνται και ανταλλάσσουν παθιασμένα ερωτόλογα. Οι επωδές της παντρειάς ζητούν γάμο ακόμα και σ’ αυτόν τον μήνα ή το πολύ τον επόμενο· οι επωδές του μίσους εκστομούνται με αποστρεφόμενο πρόσωπο κι όταν μιλούν οι γυναίκες ξύνονται στην πλάτη· οι επωδές για το χορό λέγονται χορεύοντας γύρω γύρω από το φυτό. Αυτά τα στερεότυπα στοιχεία στις τοπικές εκδοχές παραλλάσσονται και συμφύρονται σε ιδιόμορφες τελετουργικές συνθέσεις· η συλλογή του μανδραγόρα για μαγικούς σκοπούς γίνεται εν γένει τον Απρίλιο ή Μάιο, πάντως πριν από την Πεντηκοστή, γιατί μετά χάνεται η μαγική του ιδιότητα, όπως πιστεύεται. Μερικές φορές χρησιμοποιούνται μόνο οι τρίχες της ρίζας για το ερωτικό φίλτρο, όπως στη Μολδαβία. Τα συστατικά στοιχεία της τελετουργίας αντιστρέφονται, όταν ο μανδραγόρας μαζεύεται «για κακό»: οι γυναίκες πηγαίνουν με βρώμικα ρούχα αντί καθαρά στο φυτό, εκστομούν βρισιές αντί ερωτόλογα, κάνουν γκριμάτσες και γκροτέσκες χειρονομίες κτλ.· όποιος δοκιμάζει από το φαγητό που κατασκευάζεται με τις τρίχες της ρίζας του μανδραγόρα, που μαζεύτηκαν «για κακό», κινδυνεύει να τρελαθεί[29]. Στη Βεσσαραβία πλένουν οι άνθρωποι το πρόσωπό τους με το νερό, στο οποίο έβρασαν το φυτό, για να είναι όμορφοι και να αποκτούν κοινωνική υπόληψη. Αλλού τα κορίτσια βάζουν τη ρίζα σ’ ένα μαντήλι ή ένα φύλλο στο σουτιέν, πράγμα που θεωρείται γούρι, και πιστεύεται πως έτσι καλούνται συνέχεια στο χορό από τα αγόρια[30]. Αυτό βέβαια συνδέεται με τον ιδιάζοντα θεσμό των «σπιτιών της νεολαίας», τα judia (σπίτι των παλικαριών) που υπάρχουν στον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό της Ρουμανίας, όπου συναντιούνται κορίτσια και παλικάρια για χορό και γλέντι[31].

Τα στερεότυπα στοιχεία της συλλογής του μανδραγόρα, προσφορές προς το προσωποποιημένο φυτό, προσφωνήσεις και προσκύνημα, οι επωδές και εκπεφρασμένες επιθυμίες, τα δώρα της ανταπόδοσης που τοποθετούνται στο άνοιγμα που άφησε η εκρίζωση του φυτού, η γύμνωση και ο νυχτερινός χορός των κοριτσιών που ανταλλάσσουν τρυφερότητες, φιλήματα και ερωτόλογα, συναρμολογούνται τώρα, σύμφωνα με τις εκάστοτε τοπικές παραλλαγές και ανάλογα με τις προσωπικές προφορικές αφηγήσεις, σε τελετουργικές συνθέσεις με ιδιαίτερη αισθητική, δομή και ποιητικότητα[32]. Στις μαγικές αυτές πρακτικές, τα δρώμενά τους και τις δοξασίες τους φανερώνεται ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, διαμετρικά διαφορετικό από τον επίσημο ανδροκρατούμενο πολιτισμό, ο οποίος αποτελεί, όπως άλλωστε και στον υπόλοιπο βαλκανικό λαϊκό πολιτισμό, μόνο η επίσημη βιτρίνα της κοινωνικής δομής, ενώ ο άλλος, που βρίσκεται στα χέρια των έμπειρων μεσήλικων ή ηλικιωμένων γυναικών, χειρίζεται καταστάσεις και εποχές κρίσεως για το άτομο και την κοινότητα, όπως είναι γέννηση, γάμος και τεκνοποιία, αρρώστια και θάνατος[33]. Και η ανύπαντρη ακόμα νεολαία και η εποχή της άνοιξης, εποχή της δυνητικής και πραγματικής γονιμότητας, της φύσης και του ανθρώπου, είναι μια τέτοια κρίσιμη φάση για την κοινότητα.

Όποιος ή όποια φοράει φύλλα του μανδραγόρα στο σώμα του/της, είναι τυχερός, σεβαστός και αγαπημένος από όλους· τα κορίτσια είναι περιζήτητα στο χορό και τις συγκεντρώσεις της νεολαίας και παντρεύονται γρήγορα και γίνονται μητέρες[34]. Εδώ το μαγικό φυτό εμφανίζεται ως γούρι, ως τυχερό, ως φυλακτό. Έχει όμως και θεραπευτικές ιδιότητες, σε συνδυασμό πάντα με μαγικές επωδές και μαγικές πράξεις[35]. Ο τρόπος συλλογής όμως δεν αλλάζει ουσιαστικά: και οι έμπειρες «πρακτικές» θεραπεύτριες ξεγυμνώνονται, λύνουν τα μαλλιά τους και χορεύουν γύρω από το φυτό καθώς επιδίδονται και σε μιμητικές πράξεις[36]. Λεπτομέρειες βρίσκονται στα ρουμανικά λαϊκά «ιατροσόφια», bajanje στο νοτιοσλαβικά, όπως αυτό από τον Simeon Mangiuca από το Βάνατο[37], που δίνει σχετικές οδηγίες στην προστακτική, προς την πρακτική γυναίκα που πηγαίνει με τον άρρωστο στον μανδραγόρα. Πολλά είναι τα δώρα που φέρνει· πρέπει να τρώνε και να πίνουν παρέα με το φυτό, να είναι σε καλή διάθεση, η οποία μεταδίδεται και στο βότανο, κι όταν πιστεύουν πως και ο μανδραγόρας (μάλλον η μανδραγόρα, γιατί στη Ρουμανία είναι αποκλειστικά θηλυκού γένους) είναι επίσης σε καλή διάθεση, της μιλούν με σεβασμό σαν να είναι βασίλισσα και της εξηγούν το πρόβλημα του αρρώστου. Μαζί με τις επωδές η θεραπεύτρια σταυρώνεται και προσκυνά, σκύβοντας έως το έδαφος. Ύστερα απομακρύνονται δέκα βήματα, ανάβουν μια φωτιά, ξαπλώνουν και κοιμούνται, ο άρρωστος και η «πρακτική», όλη νύχτα κοντά στο μαγικό φυτό. Τα χαράματα επαναλαμβάνεται η επωδός (κατά τον νυχτερινό ύπνο του αρρώστου υποτίθεται πως του έχει φέρει την υγεία), αυτός δοκιμάζει από το μέλι που έχουν φέρει μαζί τους, η μάγισσα του ρίχνει αμίλητο νερό στο κεφάλι και τον αλείφει με μέλι, στο λαιμό του κρεμάει ένα κόκκινο νήμα (σαν τον Μάρτη) με ένα αργυρό νόμισμα, τον ντύνει με ένα νέο καθαρό πουκάμισο, οι δυο τους ευχαριστούν το φυτό για την ευεργεσία, εξυμνώντας της δύναμη του, εύχονται καλή υγεία και γυρίζουν στο σπίτι[38]. Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την περιγραφή είναι, ότι δεν πειράζουν ούτε αγγίζουν το βοτάνι και δεν κόβουν ούτε ένα φύλλο[39].

Συνήθως όμως βράζεται το φυτό σ’ ένα καινούργιο τσουκάλι και δίνεται στον άρρωστο: να πίνει λίγο από του ζουμί και τον πλένουν με αυτό το υγρό· συνήθως παθαίνει παραισθήσεις και παραληρηματικές καταστάσεις. Μαζί με μιαν ορισμένη δίαιτα για μερικές εβδομάδες η ίδια η θεραπεία κρατάει μόνο τρεις μέρες[40]. Αυτή η διαδικασία βοηθάει σε πόνους σε χέρια και πόδια καθώς και στη μέση, αλλά και για συρίγγια (γι’ αυτό φιστουλόχορτο), υδρωπικία· τα ξεραμένα φύλλα βοηθούν και για το βήχα, τον πυρετό (φύλλο στο μέτωπο) ή τον πονόδοντο[41]. Το μόνο μειονέκτημα της θεραπείας με μανδραγόρα είναι ότι ο άρρωστος περνάει πρόσκαιρα παραληρηματικές καταστάσεις φρενίτιδας (ντελίριο)[42]. Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται και για δοθιήνες (καλόγερους) και πάσης φύσεως τραύματα[43].

 

Μολοντούτο ο μανδραγόρας έχει και άλλες χρήσεις και λειτουργίες, πέρα από τις θεραπευτικές: οι μυλωνάδες βάζουν φύλλα του κάτω από τις μυλόπετρές, για να φέρουν πελατεία, ταβερνιάρηδες κάτω από τα βαρέλια, για να αδειάσουν γρήγορα. Όπως και στην κεντρική Ευρώπη έτσι και στη Μολδαβία πιστεύεται πως ο μανδραγόρας φέρνει τύχη και πλούτο: πρέπει να επισκέπτεσαι το φυτό με κάποια εθιμοτυπία, να το κεράσεις, να το διασκεδάσεις με μουσικούς και γλέντια, ύστερα να το πάρεις στο σπίτι· και εκεί να είσαι ευδιάθετος, να μη βρίζεις ή να τσακώνεσαι, να το σεβαστείς και να το εκτιμάς, και κάθε Κυριακή να το διασκεδάζεις, αλλιώς μπορεί να σε σκοτώσει[44].

To υλικό λοιπόν από τα βορειοανατολικά Βαλκάνια δείχνει μια αξιοπρόσεκτη ποικιλία παραλλαγών, και αυτή η κάπως ασαφής εικόνα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, όταν υπολογίσουμε, πως υπάρχουν και παρόμοια βότανα και φυτά με παρεμφερή δράση όπως ο μανδραγόρας (ανεξάρτητα από τις διάφορες υποκατηγορίες του φυτού αυτού)[45]. Ο ίδιος ο Eliade ξεχωρίζει τη χρήση του στη Ρουμανία από τις χρήσεις που έχει στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη: στο βόρεια Βαλκάνια είναι κυρίως ερωτικό βότανο, γούρι και φυλακτό. Η τελετουργία της συλλογής του περιέχει συχνά ειδικές προδιαγραφές και προϋποθέσεις, όπως είναι αγνότητα, καθαρότητα, σιωπή, μυστικότητα, απόσταση από την κοινότητα· οι γυναίκες και τα κορίτσια ξεγυμνώνονται (λύνουν τα μαλλιά τους) και χορεύουν γύρω από το φυτό, χαϊδεύονται και αγκαλιάζονται, ή μιμούνται τη γενετήσια πράξη. Υπάρχουν και μια σειρά από άλλες προφυλάξεις· για να έχει η ρίζα του μαγική ιδιότητα, πρέπει να ανταμειφθεί για το ξερίζωμα. Η συλλογή της είναι επικίνδυνη: κάθε ασέβεια ή απροσεξιά τιμωρείται και η μαγική δύναμη του φυτού στρέφεται τότε ενάντια σ’ αυτόν που δεν το προσέχει· η εξαιρετική μαγική του δύναμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλό ή για το κακό. Ενισχύει τη ζωή, τη γονιμότητα και τον πλούτο, αλλά μπορεί και θάνατο να φέρει[46].

Αν συγκρίνουμε το βορειοβαλκανικό υλικό με το νοτιοβαλκανικό – καλύτερα μεσογειακό, γιατί η συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών του καθηγητή της φαρμακοβιολογίας Παναγιώτη Κρητικού συγκεντρώνει υλικό κυρίως από τον νησιωτικό χώρο και την Πελοπόννησο, παρατηρούμε α) μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος προς τις θεραπευτικές χρήσεις του βοτάνου, β) μια σαφέστερη διαφοροποίηση ανάμεσα στις διάφορες υποκατηγορίες του φυτού και γ) μια ισχυρότερη επίδραση της γραπτής παράδοσης και των δυτικών εκδοχών στις αφηγήσεις περί της προέλευσης του φυτού (από το σπέρμα κρεμασμένων) και των τρόπων ξεθαψίματος του επικίνδυνου βοτάνου με τη βοήθεια ζώων. Η έρευνά του είναι πρωτογενής σε συνδυασμό με αρχειακές πληροφορίες και μελέτη της γραπτής παράδοσης, η οποία αφήνει σαφέστερα και ανιχνεύσιμα ίχνη στις προφορικές προφορικές πληροφορίες των κατοίκων του νησιωτικού χώρου. Τονίζεται μεν η χρήση για γούρι και φυλακτό, καθώς και η επικινδυνότητα του φυτού ως αφέψημα ή της κατανάλωσης των καρπών του με τοξική δραστηριότητα, αλλά έχει υποχωρήσει η μαγική αμφισημία ανάλογα με το σκοπό της συλλογής του, που μπορεί να μαζευτεί και να χρησιμοποιηθεί “για το καλό” ή και “για το κακό”, όπου στις περιπτώσεις αυτές έχει κάθε φορά μια διαφορετική τελετουργία. Επίσης οι προσφωνήσεις, οι επωδές και η συμπεριφορά των “πρακτικών” γυναικών με τις πολλές προφυλάξεις, τα κλασικά συστατικά στοιχεία της μαγικής πρακτικής όπως γύμνια, παρθενία, νηστεία, σιωπή, νύχτα, μυστικότητα, μιμητικές πράξεις και συμπεριφορές της αναλογικής μαγείας, παραπέμπουν σε ένα αρχαϊκότερο στρώμα του ίδιου φαινομένου, λιγότερο επηρεασμένο από τη γραπτή παράδοση της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, όπως σώζεται στα ιατροσόφια[47]. Ωστόσο αυτό μπορεί να οφείλεται ώς ένα βαθμό και στα επιστημονικά ενδιαφέροντα του συλλογέα του υλικού αυτού[48]. Θα χρειαστούν ενδελεχέστερες συγκριτικές μελέτες στο βαλκανικό χώρο, για να αποφανθεί κανείς με βεβαιότητα στα θέματα αυτά.

Παρά ταύτα το υλικό που παρουσιάζει η μελέτη του Κρητικού είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει και μεγάλες διαφορές και παραλλαγές των δεδομένων. Το πρώτο αξιοπαρατήρητο στοιχείο είναι το όνομα, όπου στατιστικά υπάρχει μια ελαφριά υπεροχή του θηλυκού γένους, που στη Ρουμανία ήταν αποκλειστικά γυναικεία η ονομασία[49]. Τονίζεται περισσότερο η ανθρώπινη μορφή της ρίζας (καλάθρωπος στην Κρήτη, όπου καλλιεργείται και σε γλάστρες μέσα στο σπίτι και έχει και μαντική λειτουργικότητα)[50] και διαχωρίζεται, κατά τη γραπτή παράδοση και σύμφωνα με τη μορφή της ρίζας σε μια αρσενική και μια θηλυκή· κατά άλλες εκδοχές των σχετικών παραδόσεων, η ρίζα είναι ένα παιδί αναποδογυρισμένο, με το κεφάλι βαθειά στη γη και τα πόδια προς τα πάνω (έτσι εξηγούνται οι ουδέτερες μορφές του ονόματος του φυτού)[51]. Το δεύτερο στοιχείο που κάνει αμέσως εντύπωση, είναι το γεγονός ότι η παράδοση της προέλευσης του φυτού ως ανθρωπόμορφου πλάσματος από το σπέρμα κρεμασμένων μπορεί να τεκμηριωθεί σε μερικές περιπτώσεις και στις προφορικές παραδόσεις, ενώ οι βορειοβαλκανικές περιπτώσεις στα βουνά των Καρπαθίων και τους κάμπους του Δούναβη έδειχναν άγνοια για την παράδοση αυτή. Και αυτό το στοιχείο μπορεί να αποδοθεί στη μεγαλύτερη επίδραση της γραπτής παράδοσης στον προφορικό πολιτισμό της νησιωτικής Ελλάδα.

Μία δυσκολία βέβαια έγκειται στο γεγονός, πως είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό είναι αντιπροσωπευτική η μελέτη του Κρητικού από το 1961[52] και εάν μια πιο ειδικευμένη έρευνα με υλικό από την κεντρική και βόρεια Ελλάδα δε θα έδειχνε μια διαφορετική εικόνα. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν αρκετές ομοιότητες με το βορειοβαλκανικό υλικό του Eliade, αλλά επίσης σημαντικές διαφορές που δεν είναι καθόλου αμελητέες.

Ο μελετητής χωρίζει τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε τέσσερεις θεματικές ενότητες: Α) η εκρίζωση,  Β) δοξασίες και προλήψεις γύρω από το φυτό, Γ) επιδράση σχετικά με την τεκνογονία και Δ) η θεραπευτική ή τοξική δράση των μερών του βοτάνου. Η πρώτη θεματική ενότητα αρχίζει με τη μορφή του ανθρωπόμορφου σχήματος της ρίζας· η δοξασία για αρσενικό ή θηλυκό μανδραγόρα, ανάλογα με τη μορφή της ρίζας, όπως διατυπώνεται στην παλαιότερη γραπτή ιατροσοφική γραμματολογία, συναντιέται σε μια παράδοση από την Καστελλόριζο, όπου και το βότανο αλλάζει φύλο ανάλογα με το φύλο του διερχόμενου[53]. Στην περιοχή της Κορώνης θεωρούν τον τάτουλα σωστό άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα[54]. Ως προς την εκρίζωση τηρούνται αποσπασματικά και περιστασιακά στοιχεία της τελετουργίας, όπως περιγράφονται στη γραπτή παράδοση: η ρίζα περισκάπτεται γύρω γύρω και απομακρύνεται το χώμα, δένεται με σκοινί, το οποίο τραβιέται από γαϊδούρι (Ρόδος), μουλάρι (Μήλος) ή μαύρο σκυλί (Ρόδος, Τήλος), το οποίο κατά μερικές πληροφορίες πεθαίνει αμέσως· αν το χόρτο εκριζώνεται από ανθρώπινα χέρια, αυτά παθαίνουν μεγάλο κακό[55], κι όπου αυτό γίνεται (π. χ. στην περιοχή Κορώνης), ασημώνουν το μέρος και καρφώνουν στη γη μαυρομάνικα μαχαίρια[56]. Απήχηση της δοξασίας για τη θανατηφόρα κραυγή του φυτού μετά την απόσπασή του από το χώμα, που υπάρχει στην παλαιότερη γραπτή παράδοση, βρίσκεται στη Μήλο, όπου θεωρείται πως η αποσπασμένη ρίζα κλαυθμυρίζει σαν βρέφος· γι’ αυτό την τυλίγουν σε μια πετσέτα και τη μεταφέρουν με προσοχή.

Ως προς τις παραδόσεις: στην Κρήτη και την Λευκάδα (βενετοκρατούμενες περιοχές) πιστεύουν ακόμα ότι το βότανο φυτρώνει κάτω από κρεμάλες και προέρχονται από το σπέρμα των κρεμασμένων (εξαιτίας της ανθρωπομορφίας της ρίζας). Στην Καλαμάτα η δοξασία αυτή μετατράπηκε και εξευγενίστηκε: ο μανδραγόρας φυτρώθηκε από το αίμα ενός καλόγερου που κρέμασαν οι Τούρκοι στα βουνά[57]. Κατά την παράδοση ο μανδραγόρας μπορεί να φέρει ευτυχία αλλά και ατυχία, όπως τόνισε και ο Eliade. Το ξεθάψιμο της ρίζας μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο σ’ αυτόν που το επιχειρεί.

Kαι στο νησιωτικό χώρο της Ελλάδας ο μανδραγόρας χρησιμοποιείται για την τεκνογονία, κυρίως για τη γέννηση αρσενικών παιδιών (σερνικοβότανο). Αυτό γίνεται με μαγικές τελετουργίες ή με την πόση αφεψήματος, που κατασκευάζεται από τα φύλλα ή τη ρίζα του βοτάνου. Πιο ειδικές χρήσεις μαρτυρούνται στη Νάξο, όπου το «ανθρωπάκι» κρεμιέται στα κελάρια για τη διατήρηση γεννημάτων και σοδειών[58].

Ιδιαίτερο κεφάλαιο των συμπερασμάτων αφιερώνει ο Κρητικός στα συμπεράσματά του στις επενέργειες των μερών του φυτού, είτε σε αυτούσια μορφή ή επεξεργασμένο με εσωτερική χρήση ή εξωτερική[59]. Σχεδον σε όλες τις πηγές αναφέρεται η υπνωτική, ναρκωτική και καταπραϋντική δράση, και, αντίθετα, και η διεγερτική και παραληρηματική (τρελοχόρταρο). Ως φυστουλόριζα ή φυστουλόχορτο βοηθάει στα συρίγγια, αποστήματα και εξελκώσεις, σε δερματικές παθήσεις, εκζέματα και ψωρίαση, σε στομαχική καούρα, και στην Κρήτη ενισχύει και την τριχοφυία[60].

Η μελέτη αυτή είναι ενδεικτική για την ποικιλία των παραλλαγών της χρήσης του μανδραγόρα στο βαλκανικό χώρο και τα νησιά του, που υπάγεται από τη μια στο συνηθισμένο νόμο των φαινομένων του λαϊκού πολιτισμού, πως υπάρχουν μόνο σε παραλλαγές, αλλά από την άλλη συνδέεται και με μια πλούσια γραπτή παράδοση, που προέρχεται από τη μαγικοθρησκευτική και ιατροθεραπευτική γραμματολογία της αρχαιότητας και των ελληνιστικών χρόνων στην ανατολική Μεσόγειο (Έλληνες, Εβραίοι, Αιγύπτιοι), στην οποία βρίσκονται ήδη οι βασικές αντιλήψεις και δοξασίες τόσο για την προέλευση, όσο και για τις επενέργειες, δράσεις και χρήσεις του βοτάνου. Όπως συχνά στις μαγικές πρακτικές, η δράση είναι αμφίσημη και αμφίρροπη, ανάλογα με τις προθέσεις του χρήστη και το βαθμό τήρησης των προφυλάξεων που απαιτούν οι σχετικές δοξασίες, όπου εύκολα το φάρμακο γίνεται φαρμάκι. Εξαιτίας του ανθρωπόμορφου σχήματος της ρίζας και της τοξικής δράσης των καρπών το φυτό αυτό περιβάλλεται από ένα ισχυρό πλέγμα παραδόσεων και αντιλήψεων, τόσο για την επικίνδυνη εκρίζωση της ρίζας όσο και την, χαρακτηριστικά αντιφατική, δράση του αφεψήματος ως υπνωτικό και ταυτόχρονα διεγερτικό φάρμακο. Επειδή τα βασικά στερεότυπα στοιχεία των προφορικών αφηγήσεων γύρω από τον μανδραγόρα προέρχονται ήδη από τη γραπτή παράδοση, αναμένεται, μια πιο συστηματική λαογραφική έρευνα στο σύνολο του βαλκανικού χώρου να ενισχύσει το εύρος των παραλλαγών και διαφορών, αλλά να μην ανατρέπει τις βασικές χρήσεις και λειτουργίες που περιγράφονται ήδη στην ιατρική γραμματολογία της αρχαιότητας.

 

 

 

(από το βιβλίο Θέματα συγκριτικής λαογραφίας. Ελλάδα, Βαλκάνια, Ανατολική Μεσόγειος και Εύξεινος Πόντος. Θεσσαλονική, Σταμούλης 2018)

[1] Βλ. Handwörterbuch des Deutschen Aberglaubens 1 (1927 [32000]) 312-324 λήμμα “Alraun” με πλούσια βιβλιογραφία.
[2] Κυρίως στον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη, τον Plinius και τον Flavius Josephus. Για τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών βλ. A. Delatte, Herbarius. Recherches sur le cérémonial usité chez les Anciens pour la cueillette des simples et des plantes magiques, Louvain/Paris 1938, σσ. 68 εξ., 75, 79εξ., 147 εξ., 151 εξ.
[3] Ch. B. Randolf, “The Mondragora of the Ancients in Folk-Lore and Medicin”, Proceedings of the American Academy of Arts and Science XL (1905), σσ. 487-537.
[4] Βλ. και Lexikon des Mittelalters I (2003), σσ. 458-460 (με περισσότερη βιβλιογραφία).
[5] Α. Τ. Stark, Der Alraun. Ein Beitrag zu Pflanzensagenkunde, Baltimore 1957. Βλ. και τις σχετικές απεικονίσεις από την παλαιότερη ευρωπαϊκή βιβλιογραφία στον μελέτημα του Παν. Γ. Κρητικού, «Ο Μανδραγόρας», Λαογραφία ΙΘ΄ (1960-61), σσ. 399-452.
[6] L. Kriss-Rettenbeck, Amulett und Τalisman, München 1966, εικ. 110-115.
[7] W. Puchner, Performanz und Imagination in der Oralkultur Südosteuropas, Wien/Köln/Weimar 2017, σσ. 313-325, 432 εξ.
[8] Nικ. Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Αθήναι 1904, σσ. 343, 914-916, 1328 εξ., τόμ. Β΄, σσ. 63 εξ.
[9] Ό. π., σ. 904. Βλ. επίσης της παροιμία από τα Κύθηρα: Αντοναΐδα και λουλάκι και άλλον ένα χορταράκι / να τα ξεύραν οι μανάδες δεν εχάναν τα παιδιά τους (Νικ. Γ. Πολίτης, Παροιμίαι, 4 τόμ. Αθήναι 1899-1902, τόμ. Β΄, σ. 328).
[10] Για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας βλ. J. Jaworski, “Die Mandragora im südrussischen Volksglauben”, Ζeitschrift des österreichischen Vereins für Volkskunde 2 (1896), σσ. 353 εξ., 3 (1897), σσ. 63 εξ.
[11] Βλ. παραπάνω. Για άλλη βιβλιογραφία βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 16, σ. 601, Μ. Μηλίγκου-Μαρκαντώνη, Δένδρα, Φυτά, Άνθη στο λαϊκό πολιτισμό των νεωτέρων Ελλήνων, Αθήνα 2006, σσ. 533 εξ., A. Papamichael, Symbolic and Magic Uses of Plants in connection with Birth in Modern Greece, Athens 1979, σ. 99, Β. Δεληβοριά, Φυτολόγιον. Άνθη αμάραντα και δέντρα αγλαόκαρπα, Αθήνα [2002], σ. 45 κτλ.
[12] Μ. Εliade, “Der Kult der Alraune in Rumänien”, Von Zalmoxis zu Dschingis-Khan. Religion und Volkskultur in Südosteuropa, Köln-Lövenich 1982, σσ. 215-234 (πρώτα στα γαλλικά, Paris 1970).
[13] Μ. Wentzel, Über die chemischen Bestandteile der Mandragorawurzel, Diss. Berlin 1900, Π. Γ. Κρητικός / Γ. Κ. Φωκάς, “Χημική έρευνα επί της ρίζης του Ελληνικού Μανδραγόρου”, Βιολογικόν Αρχείον Β΄(1957), Γ. Κ. Φωκάς, Συμβολή εις τον καθορισμόν των δραστικών συστατικών της ρίζης του Μανδραγόρου, Αθήναι 1959.
[14] Πύρρος ο Θετταλός, Βοτανική Πρακτική, Αθήνα 1838, τόμ. Β΄, σσ. 31 εξ., Π. Παλλάδιος, «Περί της δημώδους χρήσεως του Μανδραγόρα», Ασκληπιός Γ΄(1859), σσ. 289-295, Α. Μ. Ταταράκης, «Αι δι’ επωδών θεραπείαι», Νεοελληνικά Ανάλεκτα Α΄(1872), σ. 337, οι σημειώσεις του Νικ. Πολίτη για τη φιστουλόριζα (Παραδόσεις, ό. π., σ. 177, 914-916, Παροιμίαι, ό. π., τόμ. Β΄, σ. 328, Λαογραφικά Σύμμεικτά, τόμ. Β΄, Αθήνα 1921, σσ. 63 εξ.), Σπ. Μηλιαράκης, «Περί τον μανδραγόραν δεισιδαιμονιών», Αρχεία Ιατρικής και Βιολογίας 12 (1917), σσ. 1-6 κτλ.
[15] Λαογραφία, ό. π., σσ. 428-441.
[16] Εliade, ό. π.
[17] Ζ. Pantu, Plantele cunoscute de poporul român, Bucureşti 1929, σσ. 171 εξ.
[18] Eliade, ό. π., σ. 234.
[19] M. Eliade, “La Mandragore et les mythes de la ‘naissance miraculeuse’”, Zalmoxis 3 (1940-42), σσ. 3-48.
[20] Κρητικός, ό. π., σσ. 445-447.
[21] Εικ. 2 στον Κρητικό, ό. π., σ. 413.
[22] Κρητικός, ό. π., σσ. 441-445.
[23] Βλ. Β. Πούχνερ, «Τυπολογική μεταφορά και αναλογικός συνειρμός. Τρόποι σκέψης ανάμεσα στον θρησκευτικό διαλογισμό και τη μαγική πράξη», Θεωρητική Λαογραφία. Έννοιες – μέθοδοι – θεματικές, Αθήνα 2009, σσ. 301-341.
[24] Σε ορισμένες περιπτώσεις ο μανδραγόρας που θέλουν να ξεθάψουν εντοπίζεται ήδη πολύ πριν και σημαδεύεται με κορδέλα. Αλλού τα νεαρά κορίτσια μαζί με τις “πρακτικές” χορεύουν σχεδόν ολόγυμνα γύρω από το φυτό και απευθύνονται σ’ αυτό, διατυπώνοντας τις επιθυμίες τους (σύντομος γάμος) (T. Papahagi, Graiul şi folklorul Maramoureşului, Bucureşti 1925, σ. XLIV).
[25] Στο νομό Turda της Βλαχίας τα κορίτσια ή οι γυναίκες πηγαίνουν δυο-δυο, με λυμένα μαλλιά και γυμνές, αγκαλιασμένες και χορεύοντας σε όλο το δρόμο, κατά τα μεσάνυχτα στον μανδραγόρα. Όταν φτάσουν εκεί, ξαπλώνει η μία πάνω στην άλλη, παίρνουν ένα φύλλο του φυτού και γυρίζουν στο χωριό με τον ίδιο τρόπο. Αφήνουν το φύλλο να ξεραίνεται. Με κάποιες προφυλάξεις κλέβουν αλεύρι από το μύλο και φτιάχνουν από το φύλλο, το αλεύρι και μέλι μια ζύμη, από την οποία δίνουν λίγο στο τσίπουρο, το τσάι ή τον καφέ ή μέσα σε ένα γλυκό στον νεαρό άντρα, του οποίου θέλουν να ξυπνήσουν την ερωτική επιθυμία (Eliade, ό. π., 218 εξ.).
[26] Αν ο μανδραγόρας μαζεύεται για κακό σκοπό, οι νεαρές που τον συλλέγουν τσακώνονται, φτύνονται στο πρόσωπο, χτυπιούνται, αντί να ερωτοτροπούν, να αγκαλιάζονται και να λένε γλυκόλογα (Eliade, ό. π., σσ. 219 εξ.).
[27] Η σωματική γύμνια εκδηλώνεται και με διάφορες μορφές ενδεικτικών πράξεων που υποκαθιστούν την πραγματική αφαίρεση κάθε ενδυμασίας (π. χ. το λύσιμο των μαλλιών, βλ. E. Fehrle, Die kultische Keuschheit im Altertum, Giessen 1910, Δ. Α. Πετρόπουλος, «Η γύμνωση στις μαγικές ενέργειες», Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 13, 1946-47, σσ. 97-128).
[28] V. Butura, “Cultul mătrăgunei în Munții Apuseni”, Grădina mea II, 10-11 (Οκτ.-Νοέμβρ. 1936), σ. 2.
[29] Α. Gorovei / M. Lupescu, Botanica poporului român, Folticeni 1915, σσ. 79 εξ.
[30] Ι. Μuşlea, “Cercetări folklorice în Țara Oaşului”, Anuarul Arhivei de Folklor 1 (Cluj 1932), σσ. 117-127, ιδίως σ. 207.
[31] Puchner, Performanz und Imagination, ό. π., σσ. 134-139 (με βιβλιογραφία).
[32] Το ερωτικό στοιχείο και η γύμνωση δεν λείπουν σχεδόν ποτέ, όπως και η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών, ο νυχτερινός χορός, οι τρυφερότητες κτλ. Βλ. τέτοιο περιγραφικό υλικό στον Muşlea, ό. π., σσ. 207 εξ.
[33] Βλ. Β. Πούχνερ, “Κοινωνιολογία των ηλικιών και γυναικεία έθιμα. Από το κορίτσι στην γερόντισσα στα δρώμενα του εορτολογίου της Βαλκανικής” και “Η γιορτή της μαμμής και ο φεμινισμός. Προς την ανατροπή των κοινωνικών ‘ρόλων’”, στον τόμο: Κοινωνική λαογραφία. Ρόλοι – συμπεριφορές – αισθήματα, Αθήνα 2010, σσ. 25-72 και 73-97.
[34] Πλούσιο υλικό στον Eliade, ό. π., σσ. 225 εξ.
[35] S. Mangiuca, “De însemnătatea botanici româneşti”, Familia 10 (1874), σσ. 511 εξ.
[36] Gorovei / Lupescu, ό. π., σ. 78.
[37] Αναφέρεται και στον I. A. Candrea, Iarba Fiarelor, Bucureşti 1928, σσ. 53 εξ.
[38] Mangiuca, ό. π., σσ. 540 εξ.
[39] Η τελετουργία μοιάζει με τον «θεραπευτικό ύπνο» του αρρώστου, όταν διανυκτερεύει στην εκκλησία, εδώ όμως σε παγανιστική εκδοχή.
[40] Gorovei / Lupescu, ό. π., 78 εξ.
[41] Α. Α. Arvat, “Plantele medicinale şi medicina populară la Nişcani”, Buletinul Institutului Social Român din Basarabia I (Chişinău 1937), σσ. 69-124, ιδίως σ. 87.
[42] Ν. Léon, Istoria naturală medicală a poporului român, Βucureşti 1903, σ. 50.
[43] P. V. Stefănucă, “Cercetări folklorice pe valea Nistrului-de-jos”, Anuarul Arhivei de Folklor IV (1937), σσ. 31-226, ιδίως σ. 213.
[44] Τ. Pamfile, Duşmani şi prieteni ai omului, Bucureşti 1916, σ. 91.
[45] Eliade, ό. π., σσ. 231 εξ.
[46] Eliade, ό. π., σσ. 233 εξ.
[47] Puchner, Performanz und Imagination, ό. π., σσ. 269-285.
[48] Κρητικός, ό. π., σσ. 428-441.
[49] Βλ. παραπάνω.
[50] “Στα παλιά χρόνια στα σπίτια απαραιτήτως καλλεργούσαν τον Καλάθρωπο σε γλάστρα, τον είχαν δε πολύ περιποιημένον, γιατί εθεωρείτο απαραίτητος για κάθε σπίτι. Εθεωρείτο απαραίτητος, γιατί έφερνε γούρι στο σπίτι, αλλά και για άλλες του ιδιότητες. Κατά το βράδυ έπαιρναν ένα κλωνάρι και κοιμώντουσαν μ’ αυτό στο κρεββάτι, λέγοντας ότι κοιμούνται με καλό άνθρωπο. Λέγουν ακόμη ότι κατά την διάρκεια της νύχτας άλλαζε θέση, σύμφωνα δε με τη θέση, ίσια ή ανάποδη, πήγαινε καλά και η μέρα τους ή όχι. Επίσης όταν οι άνθρωποι ήθελαν να πάνε κάπου την άλλη μέρα, κοίταζαν το πρωί τον καλάθρωπο, που είχαν στο κρεββάτι, τι θέση έπαιρνε, σαν να τους δείξει τον δρόμο» (Λαογραφία, ό. π., σ. 429).
[51] Αυτό αναφέρεται ρητά σε παράδοση από την Τήλο (Λαογραφία, ό. π., σ. 433).
[52] Οι λεπτομερέστερες πληροφορίες προέρχονται από την Κρήτη, τη Ρόδο και τη Νάξο, και από περιοχές της Πελοποννήσου (Μάνη, Καλαμάτα, Κορώνη, Βαρθολομιό Ηλείας). Η Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο κτλ. δεν καλύπτονται καθόλου.
[53] Κρητικός, ό. π., σσ. 430 εξ.
[54] “Επάνω στο βουνό στη Σελίτσα είναι ένα χόρτο, ο τάτουλας (μανδραγόρας) και η ρίζα του είναι ίδιος άνθρωπος. Έχει κεφάλι, χέρι, κορμί, πόδια, ούλα του. Άμα είναι αρσενικός ο τάτουλας έχει και τ’ αχαμνά του και ο θηλυκός πάλι ξεχωρίζει» (Λαογραφία, ό. π., σ. 438).
[55] Στην Τήλο υπάρχει και η παράδοση, πως όποιος βγάζει το «παιδί», την πρώτη ρίζα, πεθαίνει.
[56] Κρητικός, ό. π., σσ. 438 εξ.
[57] Λαογραφία, ό. π., σ. 437. Ο μελετητής παρατηρεί, πως οι κρεμασμένοι δεν αιμορραγούν.
[58] Στην αφήγηση αυτή διατηρείται και η επίγνωση της αμφίρροπης δράσης του φυτού. «Το ανθρωπάκι το κόβουνε και το κρεμάνε στα κελλάρια μέσα για γούρι (σαν πέταλο), για να μη χαλάνε τα γεννήματα, οι σοδειές κ.λ.π. Λένε ότι τη νύχτα χορεύει κρεμασμένο και όσοι το ‘χουν το φοβούνται. Πιστεύεται ότι, σαν το ‘χεις κρεμασμένο ξερό, μπορεί να σου φέρει τύχη, να σε κάνει βαθύπλουτο ή να σε καταστρέψει. Αντίθετα, όταν είναι χωμένο στη γη, θεωρείται διαβολικό» (Λαογραφία, ό.π., σ. 435).
[59] Κρητικός, ό. π., σσ. 450 εξ.
[60] Βλ. το σχετικό ρητό «Μη βάνεις καλάθρωπο στα μαλλιά σου;» (ό. π., σ. 429) για όμορφες και μακριές κοτσίδες.

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.