1
Αφίλητος έμεινε καταμεσής του κήπου
το ποτήρι είχε χυθεί προ πολλού
κι ο Ισκαριώτης φουρκίστηκε σε κάτι
χαμόκλαδα και πρήστηκε σαν ελέφαντας
μόλις είδε τον ψημένο κόκορα
ν’ ανεβαίνει στο καμπαναριό και να κρώζει.
Κι αναλογίστηκε του Πέτρου τα δάκρυα
και η αδικία της νύχτας τον έπνιξε.
Δε θα προδώσει τίποτε· απ’ τα πρησμένα
μάτια του πέφτουν δηνάρια στη γη.
Στον κόρφο της τα μαζεύει η Παναγιά
όπως το αίμα του γιού· αργύρια και μητέρες.
2
Στη Γεθσημανή φιλιά δεν δίνονται πια
ούτε υπάρχουν επισκέπτες· αφίλητος
γύρισε στα αγάλματα στο όρος των ελαιών
όπου οι σύντροφοι πίνουν κρασί στον ύπνο.
Καλύτερα έτσι· όχι άλλοι μύθοι
που απ’ τα όνειρα βγαίνουν και πίστη ζητούν
κι αίμα και σάρκα θεριεύουν σε δείπνους
μυστικούς. Άσε την ιστορία να κοιμάται.
Η σκύλα γεννά στον ύπνο φαντάσματα
που ξυπνώντας τα θεωρεί παιδιά της.
Άφησ’ τα ξύλα εκεί που είναι.
3
Η κυρά Καλή ποτέ δεν βγήκε στο σεργιάνι
ούτε γειτόνισσα της Παναγιάς δεν είναι.
Δεν είδε και δεν άκουσε κανείς
πού και πότε μαρμάρωσε με τους συντρόφους.
Τώρα, στον ελαιώνα ικετεύει αγνώριστη
με ασημένια χερόκλαδα τον ουρανό
μη χύσει άλλα κροντήρια και πικρίσουν οι ελιές.
Ξύλα και ξόανα, ζωντανά και νεκρά
δέντρα αθάνατα δέντρα αναστάσιμα.
4
Μ’ ένα βλέμμα κάρφωσε τη μήτρα
της παρθένου και τον Λόγο φύτεψε
και ωρίμασε μέσα σε τρεις εβδομάδες
ο καρπός κι ανάβλυσε αίμα και ύδωρ.
Τότε ο άγγελος της προφητείας έλειπε
και ξύναν τα μολύβια οι ευαγγελιστές.
Τρεις εβδομάδες και μια μεγάλη
που μεγάλη να μην ήτανε.
Απ’ τη μια σύλληψη στην άλλη.
5
Λάζαρε τετραήμερε πού ήσουν
με τη φωνή και ο φίλος, πού ήσουν
στα μαύρα Τάρταρα και τι είδες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, βάσανα
και πέτρωσε το γέλιο μου στα χείλη
φαρμάκι εδώ και φαρμάκι κι εκεί
κι όπου κι αν πάω φαρμάκι· τι ήθελα
και τι γυρεύω τη δεύτερη ζωή;
Τυλίξτε τα πάλι τα λαζαρώματα
στο τόσο φως κρυώνω, συνηθισμένος
στης σήψης την θαλπωρή.
…………………………………………………….
10
Η πέτρα κύλισε· άθικτο
το σάβανο, εύκαιρος ο τάφος.
Ο άγγελος ευαγγελίζεται και πάλι
το νέο θαύμα στις μητέρες
έτοιμες να κάνουν τα πάντα
για τους μονακριβούς τους.
Και άλλη νύχτα των οπτασιών
που έπεισε ακόμα και τον άπιστο
Έλληνα.