Η θέση του Βασίλη Ζιώγα στη μεταπολεμική δραματουργία και στο θέατρο του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είναι μοναδική. Δεν συμμετείχε σε συγγραφικά ρεύματα γύρω από τη δραματουργία του μεταπολεμικού θεατρικού έργου της πρώτης γενεάς, ούτε σε θεατρικά κυκλώματα ή κινήματα, όπως το Θέατρο Τέχνης, το οποίο είχε αναδείξει άλλους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, αλλά όχι τον Βασίλη Ζιώγα. Τράβηξε τον δρόμο του μόνος του. Ξεκίνησε από κάποια μορφή σατιρικού υπερρεαλισμού σαν αντίδραση στην ζοφερή πραγματικότητα της Ελλάδας των «πέτρινων χρόνων» κι έφτασε στα Ελευσίνια Μυστήρια μιας συνολικής θεώρησης του επιστητού, όχι πια ανθρωποκεντρικής αλλά «φυσιοκρατικής», με οδηγό τους μύθους και τα παραμύθια που διασώζουν, ως παλαιότερα κείμενα της ανθρωπότητας, συνειδησιακά στρώματα του ανθρώπου της λίθινης εποχής ακόμα, και οδηγούν στην ανακάλυψη της προϊστορίας της εξέλιξης της ανθρωπότητας, στις εσωτερικές ψυχοπνευματικές δομές του καθενός μας. Αυτή η πορεία τον οδήγησε μακριά από ρεύματα, κινήματα και κυκλώματα σ’ ένα δρόμο μοναχικό, και το έργο του πολύ διστακτικά βρήκε απήχηση και αναγνώριση, και η σκηνική του σταδιοδρομία έγινε με μεγάλη «καθυστέρηση».