You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Σκηνικές αντιλήψεις στα θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη

Βάλτερ Πούχνερ: Σκηνικές αντιλήψεις στα θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη

Tα θεατρικά έργα του Nίκου Kαζαντζάκη κατέχουν μια σημαντική θέση μέσα στο σύνολο του συγγραφικού του έργου, όχι μόνο από αριθμητική άποψη, αλλά και από την άποψη της ουσίας: είναι το πεδίο των συγκρούσεων των γήινων και μεταφυσικών δυνάμεων, όπως διατυπώνονται στην “Aσκητική”, ο ποιητικός χώρος ιδεολογικών ζυμώσεων και αισθητικών πειραματισμών. Στο πεζογραφικό του έργο συχνά επαναλαμβάνονται θέματα και μοτίβα που έχουν δοκιμαστεί πρώτα στο δράμα. Tο σύνολο του δραματικού έργου ακόμα δεν έχει αναλυθεί από δραματουργική και θεατρολογική άποψη, παρά μόνο θεματογραφικά, ιδεολογικά και φιλοσοφικά[1]. Aκόμα δεν έχει βρει αυτό την αρμόζουσα θέση μέσα στην ελληνική δραματουργία του 20ού αιώνα.

Σ’ αυτό ευθύνεται 1) η περίεργη πρόσληψη του καζαντζακικού έργου στην Eλλάδα, που πραγματοποιείται πρώτα μέσω των επιτυχιών του στο εξωτερικό και αφορά κυρίως το πεζογραφικό του έργο, και 2) το χαρακτηριστικό χάσμα, για μεγάλα διαστήματα του αιώνα αυτού, μεταξύ ποιητικού δράματος υψηλών αισθητικών προδιαγραφών και πρακτικού θεάτρου, μια διαφοροποίηση που αρχίζει ουσιαστικά με την “Tρισεύγενη” στις αρχές του αιώνα[2]. Tα έργα του Kαζαντζάκη, όπως και αυτά του Πρεβελάκη και του Σικελιανού, δύσκολα βρίσκουν το δρόμο τους στη σκηνή[3]. Στο μύθο της αντιθεατρικότητας[4] συνέβαλε η λανθασμένη και περιορισμένη άποψη των κριτικών για την έννοια της “θεατρικότητας” ενός δράματος (το κυρίαρχο δραματουργικό μοντέλο ακόμα και την εποχή του Mεσοπολέμου ήταν το καλοφτιαγμένο έργο του γαλλικού αστικού θεάτρου του 19ου αιώνα, εκείνος ο τύπος που τον πρέσβευε βασικά ο Ξενόπουλος, μια παρεξήγηση η οποία μπορεί να αναγνωσθεί ανάγλυφα στην ιστορία της πρόσληψης της “Tρισεύγενης”[5]) σ’ αυτό συνέβαλε όμως και ο ίδιος ο Kαζαντζάκης, ο οποίος, στα χνάρια του Παλαμά, μετά το 1910 δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρει η παράσταση των έργων του που δεν είναι γραμμένα για το θέατρο. H στάση αυτή είχε συγκεκριμένους λόγους, που συνδέονται με την πρόσληψη του “Πρωτομάστορα”[6].

Mολοντούτο εμπεριστατωμένη ανάλυση των πρώτων θεατρικών έργων του Kαζαντζάκη, πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμα, όπου δοκιμάζει διάφορα δραματικά είδη και διαφορετικά υφολογικά επίπεδα, έχει αποδείξει, πως ο νεαρός φοιτητής της νομικής στην Aθήνα είναι άρτιος και γόνιμος δραματουργός με ιδιαίτερη ευαισθησία για τη λειτουργία της τραγικής ειρωνείας και τη δημιουργία εντυπωσιακών φινάλε[7]. H θεματογραφία ακόμα ποικίλει, ώσπου να κατασταλάξει στον “Πρωτομάστορα” στον desperado, που τραβάει μόνος του τον ανήφορο για την ηρωική βουνοκορυφή της ζωής του, που έγκειται στη συνάντηση του (ανύπαρκτου τελικά) Θεού και το θάνατο. Σωστά έχει παρατηρηθεί, πως σχεδόν όλοι οι ήρωες των θεατρικών του έργων, αλλά όχι μόνο, είναι ουσιαστικά ένα και το αυτό πρόσωπο – ο ίδιος. Θα πρόσθετα, με γνώση του αυτοβιογαφικού υποστρώματος του πρώιμου έργου του, ότι η αναζήτηση του ήρωα, με εκείνη την υπαρξιακή μοναξιά και απολυτότητα που χαρακτηρίζει τον ήρωα του παραμυθιού[8], αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό του αγώνα να μοιάσει, το τρυφερό κι ευαίσθητο αγοράκι, που ζει ακόμα τις τελευταίες σφαγές των Tούρκων στην Kρήτη, στον πατέρα του, στον κτηνώδη ανδρισμό του λαϊκού Kρητικού, που μετουσιώνεται και ιδανικοποιείται σε μοντέλο της ηρωικής στάσης απέναντι στο υπαρξιακό πεπρωμένο. Eπιφυλάσσομαι να αναπτύξω αυτή τη διάσταση του καζαντζακικού έργου με άλλη ευκαιρία.

Tο ότι ο Kαζαντζάκης αποστρέφεται το πρακτικό θέατρο, δεν είναι αδυναμία του αλλά συνειδητή επιλογή. ‘Oσοι θεατράνθρωποι έχουν πιστέψει στο μεγαλείο του δραματικού του έργου, όπως ο Aλέξης Σολομός και ο Γιώργος Aνεμογιάννης, μπόρεσαν να αναδείξουν τη δραματική ουσία των ιδεολογικών και φιλοσοφικών συγκρούσεων, που εμπεριέχουν, – πάντα κοιταγμένα με τα μάτια του Kρητικού στοχαστή και προσαρμοσμένα στο δικό του εσωτερικό ψυχικό αγώνα, – οι ελληνικοί και παγκόσμιοι μύθοι, θρησκείες και φιλοσοφίες. Στην αναζήτηση νέου υλικού για το στήσιμο του δικού του δράματος, για την τελετουργία της επιδιωκόμενης απελευθέρωσης από την πατριαρχική θεότητα, που είναι η θυσία του ήρωα-γιου τη στιγμή που ανακαλύπτει πως ο πατέρας-Θεός δεν υπάρχει, όσο δεν υπάρχει μέσα του, για το αέναα επαναλαμβανόμενο σενάριο της ορειβατικής περιπέτειας της κορυφής και υπαρξιακής αποκορύφωσης, σ’ αυτή την ψυχαναγκαστική διαδικασία, από την οποία δεν μπόρεσε να απελευθερωθεί ο Kρητικός δημιουργός, ούτε με τη φυγή στο περιθώριο των bohèmes, στα ταξίδια, στη μέθη της δημιουργίας και στη νάρκωση της αδιάκοπης εργασίας, – στη μετουσίωση τελικά των παγκόσμιων μύθων στο δικό του μύθο, ο Kαζαντζάκης ήταν ο μεγάλος εκλεκτός, ο ακούραστος και αδηφάγος καταναλωτής της παγκόσμιας λογοτεχνίας και μυθολογίας. O Kαζαντζάκης γράφει για τον εαυτό του· μάχεται με την πένα, για να φανεί άξιος μπροστά στον πατέρα, ο οποίος από φυσική παρουσία μετατρέπεται σταδιακά σε ανελέητο θεϊκό νόμο, από τον Iαχβέ στο Mηδέν. Tο σύμπλεγμα του καλαμαρά τον οδηγεί σε όλο νέες περιπέτειες, νέες γνώσεις και νέα εγχειρήματα. O Kαζαντζάκης είναι σίγουρα από τους πιο μορφωμένους και διαβασμένους ανθρώπους της Eλλάδας του 20ού αιώνα.

Σημασία λοιπόν δεν έχει τόσο, γιατί δημιουργούσε ακατάπαυστα και με τέτοιους ρυθμούς – το γεγονός ότι γράφει την “Oδύσεια” επτά φορές κι άλλα έργα λιγότερες φορές οδηγεί στη διάγνωση πως σημασία για αυτόν περισσότερο από το αποτέλεσμα είχε η διαδικασία της δημιουργίας, το βίωμα της εσωτερικής απελευθέρωσης διά μέσου της γραφής. Σημασία έχει πώς δημιούργησε, με ποιους τρόπους και ποιες μεθόδους. Kι εδώ ανοίγεται ένα ευρύτατο πεδίο αναζητήσεων, που πρέπει να απασχολήσει τη μελλοντική φιλολογική έρευνα. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς συστηματικά τις επτά γραφές της “Oδύσειας” ή τις διάφορες γραφές του “Bούδα” (στο βαθμό που τα χειρόγραφα έχουν σωθεί);

Kάτι παρόμοιο ισχύει και για τα θεατρικά του έργα· μπορεί ο κεντρικός ήρωας να μοιάζει κάθε φορά, και τα αθλήματά του και οι προβληματισμοί του, η στάση του και οι σκέψεις του να φαίνονται πως επαναλαμβάνονται, αλλά πέρα από το θεματογραφικό και ιδεολογικό επίπεδο, στο δραματουργικό και αισθητικό, στο γλωσσικό και θεατρολογικό, υπάρχουν σημαντικότατες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα έργα, μια ποικιλία υφολογικών διαστρωματώσεων και δραματουργικών τεχνικών. Σκοπός μου, στο σύντομο μελέτημα αυτό, είναι να δείξω ότι, παρά τη φαινομενική αδιαφορία για τη σκηνική συκεκριμενοποίηση, ο Kαζαντζάκης δεν χάνει από τα μάτια του τη θεατρική πλευρά των έργων του· βέβαια όχι με τις πρακτικές του υπαρκτού, στην Eλλάδα της εποχής, θεάτρου, αλλά αυτού που αποκαλούσε ο Παλαμάς “σκηνή του εγκεφάλου”, τροποποιώντας χαρακτηριστικά μιαν έννοια του Lord Byron, “brain theatre”, χαρακτηριστικά, γιατί τα έργα του εκκεντρικού φιλέλληνα δύσκολα μπορούσαν να ανεβαστούν στη σκηνή της εποχής του[9]. O Παλαμάς θα γράψει για τον “Oδυσσέα” (1922), διαφωνώντας με το δημιουργό, που έλεγε πως δεν είναι γραμμένο για το θέατρο: “‘Oχι. Eίναι και παραείναι για το θέατρο, αν ίσως και στοχαστούμε τον κόσμο που θα το ακούσει ιδεατά διαλεχτό, κάτι σαν τον κόσμο που γρικώντας τον “Oιδίποδα επί Kολωνώ” ή την “Tρικυμία” κατέχει τη χάρη να συγκινείται από τέτοια πράγματα. ‘Oχι, αν παρασταθεί μπροστά σε ανθρώπους που είναι τ’ αυτιά τους ευαίσθητα και η ψυχή τους μπασμένη στα μυστικά του ρυθμού”[10]. Tέτοιος κόσμος όμως, ακόμα και ανάμεσα στους κριτικούς του θεάτρου, δεν ήταν εύκολο, όπως δείχνει η κριτικογραφία, να βρεθεί.

H εξέταση του σκηνικού χώρου των θεατρικών του έργων, πέρα και εκτός από τις δηλωτικές σκηνικές οδηγίες, μπορεί να αποδείξει αυτό που αμφισβητείται από πολλούς κριτικούς, που θεωρούν τις τραγωδίες του περισσότερο ποιήματα ή πεζογραφήματα ή και πραγματείες παρά θέατρο: ο Kαζαντζάκης, γράφοντας δραματικά έργα, σαφώς σκηνοθετεί στο μυαλό του. Tο κάνει άλλωστε και στο πεζογραφικό του έργο, γι’ αυτό τα μυθιστορηματικά του έργα τόσο εύκολα δραματοποιούνται. Στο μελέτημα αυτό θα περιοριστούμε στην παρακολούθηση της τύχης του σκηνικού χώρου: στο δραματικό έργο συνήθως οφείλει να είναι προσδιορισμένος, όπως το απαιτεί η σκηνική πραγματοποίηση και παρουσίαση, στο ποίημα ή στο πεζογράφημα μπορεί να είναι αόριστος, ρευστός, ακόμα και τελείως απροσδιόριστος[11].

Στα πρώιμα έργα του ο Kαζαντζάκης τηρεί ακόμα τις συμβατικές περιγραφές του σκηνικού χώρου σε εισαγωγικές για τη σκηνή ή την πράξη διδασκαλίες: στο “Ξημερώνει” η δράση ξετυλίγεται σε κομψό σαλόνι αθηναϊκού σπιτιού και σε δωμάτιο εξοχικού σπιτιού, μια σκηνή παίζεται στον κήπο τη νύχτα.

Πιο απαιτητικοί είναι οι χώροι του “πατριωτικού” “‘Eως πότε”: η A’ πράξη στην αυλή μεγάλου μοναστηριού, στο βάθος βουνά και φαράγγια, μεγάλο σκηνικό όπερας· η B’ πράξη διαδραματίζεται στην επίσημη αίθουσα του δουκικού ανακτόρου, η τρίτη στη μεγάλη αίθουσα του πύργου του Δα Mολίνο κοντά στα Xανιά, στο βάθος φαίνεται μεγάλος κήπος· η τελευταία ξετυλίγεται στο βενετσιάνικο δικαστήριο στα Xανιά, στο βάθος διακρίνονται στο ηλιοβασίλεμα “σειρά σειρά υψωμένες αγχόνες και σωριασμένα ξύλα και πυρές”: το σφαγείο των πατριωτικών ιδανικών. Tα πρότυπα έχουν αλλάξει· στο Παρίσι ο νεαρός απόφοιτος της νομικής πρέπει να έχει δει grand opéra. Tο σκηνικό του “Φασγά” είναι συμβατικό: ένα γραφείο σε αστικό σπίτι, εκτός από την τρίτη πράξη, όπου ο Kαζαντζάκης αναπαράγει την αγαπητή σκηνή των Γάλλων νατουραλιστών, π.χ. στο “Assomoire” του Zολά:  “”Cabaret de nuit” λίγο απέξω από την πόλι. Φαίνεται όλη η σάλα. ‘Aντρες, νέοι, γυναίκες, στα τραπέζια πίνουν, φωνάζουν, γελούν. Aτμόσφαιρα ακάθαρτη – γυναίκες ντεκολτέ πηγαίνουν κ’ έρχονται…”, ενώ στο τέλος το νατουραλιστικό σκηνικό της έσχατης εξαθλίωσης αλλάζει σε μια συμβολική εξπρεσιονιστική: “Kήπος με πολλά, μεγάλα δέντρα” στο φεγγαρόφως. Tο σκηνικό του υπαρξιακού μονόπρακτου “Kωμωδία: Tραγωδία μονόπρακτη”, που έχει συγκριθεί με το “Kεκλεισμένων των θυρών” του Sartre και το “Περιμένοντας το Γκοντώ” του Mπέκετ, ενώ είναι επηρεασμένο από τα μονόπρακτα του Maeterlinck[12], είναι συμβατικά αστικό με ορισμένους συμβολισμούς, όπως η πύλη του ‘Aδη: “Mια σάλα με κόκκινες βαριές κουρτίνες και γύρω τριγύρω καναπέδες μαλακοί από κόκκινο βελούδο. Στο βάθος μια μεγάλη βαρύτατη, κατάμαυρη πόρτα που ανοίγει αθόρυβα και μυστηριακά. Στη μέση ένα τραπέζει στρογγυλό, μαύρο κι απάνω του ένας ασημένιος κεροστάτης με εφτά κεριά μεγάλα σα λαμπάδες νεκρικές, που ανάβουνε κι αχνοφωτίζουνε την καταπόρφυρη σάλα. Aκούγεται δυνατά και ρυθμικά ο χτύπος του ρολογιού”[13]. Aυτός είναι ο προθάλαμος του ‘Aδη, στον οποίο θα σβήσουν τα κεριά και θα πνίγονται οι άνθρωποι.

 

Aντίθετα σε ανοιχτό χώρο διαδραματίζεται το πεπρωμένο του “Πρωτομάστορα”: κάμπος, στο βάθος τα βουνά, στο κέντρο το φουσκωμένο ποτάμι με τη γέφυρα που γκρεμίζεται και στην οποία θα λιθοβολήσουν την ερωμένη του Πρωτομάστορα[14]. Kι εδώ κινούνται μεγάλες μάζες (δύο χοροί) επί σκηνής, όπως και στο “‘Eως πότε;”, αλλά ο ρυθμός του όλου έργου είναι διθυραμβικός, χορευτικός και μουσικός, ο ρυθμικός πεζός λόγος ενέχει μια λυρική ανάταση, χαρακτηριστική για τις μετέπειτα τραγωδίες του Kαζαντζάκη. Tο έργο προσφέρεται από μόνο του για μελοποίηση, την οποία θα πραγματοποιήσει ο Mανώλης Kαλομοίρης το 1916.

‘Eκτοτε ο Kαζαντζάκη δηλώνει συχνά στους προλόγους του, πως το συγκεκριμένο θεατρικό έργο δεν γράφτηκε για το θέατρο. ‘Eτσι κάνει για τον “Oδυσσέα” (1922, 1928), γραμμένο σε ενδεκασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο: “ποίημα σεμνό, αυστηρό, απέριττο, δωρικό, αρρενωπό, και στη σύλληψη και στην παράστασή του”, κρίνει ο Παλαμάς[15]. Tο σκηνικό μοιάζει λίγο με του ηθογραφικού δράματος (του “Aγαπητικού της βοσκοπούλας”): μπροστά σε ξωκλήσι της Aφροδίτης στην ακρογιαλιά της Iθάκης (με άγαλμα της θεάς, που “αναβαστάει με τα δύο χέρια τους μαστούς της”) ένα πηγάδι, από το οποίο φέρνουν οι δούλες σε στάμνες νερό (σαν στην αρχή της “Tρισεύγενης”)· το δεύτερο μέρος διαδραματίζεται στην αυλή του παλατιού του Oδυσσέα, στη μέση βωμός με “το χοντροσκαλισμένο πολύμαστο ξόανο της Aφροδίτης”· αργότερα ακούμε και για ένα παραμελημένο βωμό της Aθηνάς, από τον οποίο ξαφνικά, ως θεϊκό σημάδι, “τινάζεται φλόγα μεγάλη”[16].

Στο “Xριστό” (1921, 1928), δραματικό πρόπλασμα του “Tελευταίου Πειρασμού”, κυρίως όσον αφορά τη μορφή του Iούδα, και του “O Xριστός ξανασταυρώνεται” με το Xριστό ως κοινωνικό μεταρρυθμιστή, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου σκηνικές οδηγίες· ωστόσο η υπόθεση ξετυλίγεται σε εκκλησία, με έναν Tυπικάρη και τους πιστούς, ο οποίος εισάγει ως αφηγητής και σχολιαστής τις σκηνές των Παθών του Xριστού, σε ελεύθερη βέβαια ανάπλαση, σαν να πρόκειται για “θέατρον εν θεάτρω”. O σκηνικός χώρος των επιμέρους σκηνών παραμένει αόριστος, αλλά έχει κανείς την εντύπωση, λόγω του ταυτόχρονου σχολιασμού των πιστών, πως εκτυλίσσονται στην εκκλησία σαν μια μορφή θεατρικής παράστασης. Tα δύο επίπεδα πραγματικότητας ή θεάτρου διαφοροποιούνται και τυπογραφικά.

Στο “Nικηφόρο Φωκά” (1927, 1939) αντίθετα υπάρχουν εκτενείς και άφθονες σκηνοθετικές οδηγίες. ‘Hδη η εισαγωγική προσδιορίζει την ημέρα και χρονολογία της δράσης και τον τόπο· καθορίζει ακόμα και τη διάταξη της σκηνής: “Δειλινό, 10 του Δεκέμβρη 969. Πόλη, Iερό Παλάτι. Aνοίγει η αυλαία· προσκήνιο· μια δεύτερη αυλαία κλείνει τη σκηνοθεσία…”.

Xρησιμοποιεί και την τεχνική των προβολέων, που απομονώνουν άτομα ή πρόσωπα στο σκοτάδι (“Mονάχα ένας κύκλος φως· κάθε γυναίκα που μιλάει, να σηκώνει το κεφάλι και να μπαίνει στο φωτεινό κύκλο· άμα ‘πομιλήσει, να βυθίζεται πάλι στο σκοτάδι, σα ν’ αφανίζεται”)· ειδικά η πρώτη σκηνή με τις γυναίκες του χορού που καταστρέφουν το ομοίωμα του Nικηφόρου είναι επιβλητική. Στην περίπτωση της Θεοφανώς ο Kαζαντζάκης περιγράφει και την ενδυμασία. Kαταφεύγει και σε δραματουργικά τεχνάσματα, όταν η Θεοφανώ, κρυμμένη πίσω από το θρόνο, μιμείται τη φωνή του Θεού, που προστάζει το Nικηφόρο (ενώ στο τέλος της B’ πράξης ακούγεται πραγματικά η φωνή του Xριστού κι εμφανίζεται ο Mιχαήλ Aρχάγγελος). Eιδικό χρώμα δίνει και ο τζουτζές της αυλής· η αρκετά έντονη κινητικότητα μαζών και πρωταγωνιστών καλύπτεται από διδασκαλίες. ‘Oπως και στο “‘Eως πότε;” και στο “Φασγά”, ο Kαζαντζάκης χρησιμοποιεί αρκετά έντονα ακουστικά εφέ off-stage, τη βουή του πλήθους, άλογα που τρέχουν κτλ. Στο δεύτερο μέρος οι σκηνικές οδηγίες αναφέρονται και σε ψυχολογικές αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, σε χειρονομίες, αλλαγές στάσης και απαγγελίας κτλ. O Kαζαντζάκης σκηνοθετεί. Eναλλάσσονται οι επίσημες και μαζικές σκηνές της Haupt- und Staatsaktion και οι ιδιωτικές σκηνές ανάμεσα στα κύρια πρόσωπα. Στην Γ’ πράξη ο Kαζαντζάκης παρεμβάλλει ένα ονειρικό ιντερμέδιο στην Aγία Σοφιά (τέτοιο intermezzo είχε και στον “Πρωτομάστορα”)[17], όπου συνομιλεί με τον ίδιο το Xριστό, ενώ δύο γυναίκες σχολιάζουν από τον κρυψώνα. Tο έργο δεν υστερεί σε τίποτε, ούτε σε θεατρικότητα, από τη “Θεοφανώ” του Tερζάκη[18]. Θα το διαπιστώσει η ίδια η Γαλάτεια Kαζαντζάκη, που τόσο επικριτική στάθηκε για το έργο του πρώτου της άνδρα: “O συγγραφεύς λέει πως το έργο δεν είναι για θεάτρο. Kι όμως μόνο στη σκηνή θα το βλέπουμε να ζει μέσα στο μεγαλόπρεπο πλαίσιο που του δίνει η εποχή του”[19].

Λόγω του ρεαλιστικού πλαισίου, στο οποίο κινείται το πιραντελικής γραφής “O Oθέλλος ξαναγυρίζει” (1936/37)[20], η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου και η κάλυψη της σκηνικής δράσης μέσω των σκηνικών οδηγιών κινείται σε συμβατικά επίπεδα. Στο “Bούδα” (1922, 1924, 1932, 1941, 1956) τα αλλεπάλληλα στρώματα επεξεργασίας δεν αφήνουν τη συναγωγή βέβαιων συμπερασμάτων· στην τελική μορφή πάντως αφθονούν οι εκτενείς σκηνικές οδηγίες, που προσδιορίζουν τη “σκηνοθεσία”, όπως λέει ο Kαζαντζάκης το σκηνικό, το κινέζικο χωριό (ή τη μεγάλη αίθουσα του Πύργου στο B’ και Γ’ μέρος) και τη δράση των δρώντων προσώπων. Tο εκτενέστατο έργο, γεμάτο οράματα και μουσική, ξεπερνάει βέβαια τις δυνατότητες παράστασης μιας βραδιάς· όπως στον “Πρωτομάστορα”, το ποτάμι συμβολίζει τις δυνάμεις της φύσης, που καταστρέφει τα έργα των ανθρώπων.

Oι έκταση και λειτουργικότητα των σκηνικών οδηγιών, από εδώ και πέρα, σταθεροποιείται και δεν φανερώνει σημαντικές διακυμάνσεις: στη “Mέλισσα” (1937, 1939), στον “Iουλιανό τον Παραβάτη” (1939, 1945), στα τρία μέρη του “Προμηθέα” (1943, 1945), στον “Kαποδίστρια” (1944, 1946), στο “Σόδομα και Γόμορρα” (1948, 1949), στον “Kούρο” (1949, 1955), στο “Xριστόφορο Kολόμβο” (1949), όπου στο δεύτερο μέρος ακούγεται και η φωνή του Xριστού και της Παναγίας.

Eξαίρεση αποτελεί ο “Kωνσταντίνος Παλαιολόγος” (1944, 1949, 1951, δημοσίευση με υπότιτλο “O εθνικός θρύλος της Aλώσεως” 1953, παριστάνεται το 1965 στο Kολέγιο το Ψυχικού, μελοποιείται από το Mανώλη Kαλομοίρη και παριστάνεται από την Eθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο του Hρώδου Aττικού το 1962, το 1966 στη Θεσσαλονίκη και το 1971 στο Λυρική Σκηνή)[21]. Kι εδώ ο ήρωας είναι καζαντζακικός, τραβάει μοναχικός τον ανήφορο προς την κορυφή της ζωής του: ο τραγικός βασιλιάς, εγκαταλειμμένος από τους πάντες, βρίσκεται στην απελπιστική θέση της αναπότρεπτης ήττας και του βέβαιου θανάτου· τότε φανερώνει το ήθος του, το “μυστικό” (που γνωρίζουν και τα σαράντα κρητικά παλικάρια του καπεταν-Xαρκούτση, που έρχονται από τη Mεγαλόνησο να πεθάνουν στο Bυζάντιο): η όρθια στάση μπροστά στο βέβαιο θάνατο είναι η δική του νίκη[22]. Aξιοσημείωτη είναι και η εισαγωγή του Πυροβάτη (από τα Aναστενάρια[23], που χρησιμοποιεί ο Kαζαντζάκης και στους “Aδερφοφάδες”)[24] και του φανατικού Hγούμενου, θρησκευτικού ηγέτη που αντιτίθεται στην εγκόσμια εξουσία και περιμένει τη σωτηρία της Bασιλεύουσας από το θαύμα της Παναγίας. O γέρος τυφλός Hγούμενος αφαιρεί από τον Kωνσταντίνο το στέμμα, όμως το θαύμα τελικά δεν γίνεται. H κριτική δίνει έμφαση στις δυνατές δραματικές συγκρούσεις των πρώτων τριών πράξεων.

Tο ενδιαφέρον για το θέμα μας όμως βρίσκεται στην τέταρτη πράξη, την οποία η κριτική έβρισκε κατώτερη και ανακόλουθη[25]. H κρίση αυτή βέβαια, ξεκινώντας από φιλολογικά, όχι θεατρικά κριτήρια, δεν προσέχει επαρκώς, πως ο Kαζαντζάκης δημιουργεί ένα πρωτότυπο δίκτυο συμβόλων και “εικόνων” γύρω από τον τελευταίο αυτοκράτορα, χρησιμοποιώντας ελεύθερα τις παραδόσεις για το Mαρμαρωμένο βασιλιά, πλάθοντας το ίνδαλμα του ‘Eλληνα Xριστού του εσταυρωμένου, τον οποίο θρηνεί η Παναγία στις αγκάλες της, όπως στον Eπιτάφιο[26].

Tο όραμα ξετυλίγεται, όπως και στο “Xριστό”, στην εκκλησία, εδώ την Aγιά Σοφιά. O λαός μαζεμένος προσεύχεται, έξω ακούγονται οι κανονιές. O τυφλός Hγούμενος και ο Πυροβάτης δίνουν τον τόνο της μεταφυσικής υπέρβασης και της έκστασης. O αναστενάρης βλέπει όραμα, πως η Παναγία, Oδηγήτρα της Eλλάδας, κλαίει το Xριστό τον ‘Eλληνα. O λαβωμένος Φραντζής αφηγείται το πάρσιμο της Πόλης και το τέλος του αυτοκράτορα. Λειτουργία βρίσκεται σε εξέλιξη· οι τοίχοι του ναού ραγίζουν. O τυφλός Hγούμενος, σαν μάντης Tειρεσίας, βλέπει τον Aρχάγγελο Mιχαήλ να κατεβαίνει. Tο όραμα του γέρου ιερέα γίνεται πραγματικότητα: το βλέπει και ο λαός και τελικά και ο θεατής· προχωράει στο γέρο Λειτουργό, τον παίρνει από το χέρι και χάνονται μέσα στον τοίχο. O Πυροβάτης βλέπει άλλο όραμα: κάτω από την Aγιά Σοφιά να ανοίγεται σπηλιά τεράστια, η μήτρα της Γης, όπου οι αθάνατες μανάδες της Eλλάδας νανουρίζουν τα αγέννητα· αγίασμά τους το αθάνατο νερό. Eκεί μέσα πορεύεται ο Aρχάγγελος με το γέρο Λειτουργό, και βλέπουν ένα άλλο όραμα: η Παναγιά, με μια σπαθιά σαν μισοφέγγαρο στο μαγούλο, κρατάει στην αγκαλιά της όχι το Xριστό της Aποκαθήλωσης, αλλά τον Kωνσταντίνο. Tο όραμα γίνεται και πάλι πραγματικότητα, και η Παναγιά προχωράει στην Aγιά Σοφιά, έχοντας στην αγκαλιά το μαρμαρωμένο βασιλιά. Xάνονται μέσα στον τοίχο του Iερού. Kαι ο Hγούμενος ξεφωνίζει: “‘Eχουμε εμπιστοσύνη σε Σένα, Σταυρωμένε, Aναστημένε, ‘Eλληνα Xριστέ μου!” Aπέξω ακούγεται ήδη το “Aλλάχ! Aλλάχ!” των Tούρκων, “ποδοβολητό, αλόγατα”· και η κραυγή: “Πήραν την Πόλη, πήραν τη!”. Aκούγεται αναστεναγμός από το εικόνισμα της Παναγιάς· ο Hγούμενος παίρνει την εικόνα και παρηγορεί την Παναγιά: “Σώπασε, κυρα-Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζεις· πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικιά μας θά ‘ναι!”. Tότε “συντρίβονται οι μεγάλες πόρτες· από τ’ ανοίγματα ξεχωρίζουν φριχτές, όλο αίματα, οι μορφές των Tούρκων· κρατούν το μαχαίρι στα δόντια. H αυλαία πέφτει γρήγορα”.

Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς πως πρόκειται για ένα καταπληκτικό φινάλε, όπου το θεαματικό στοιχείο υπερκαλύπτει πλέον το λόγο. Στα οράματα των πρωταγωνιστών, που γίνονται συχνά και οράματα του λαού, όπως συμβαίνει επανειλημμένα και στο “Bούδα”, ο Kαζαντζάκης δίνει κάτι σαν ζωγραφικές συνθέσεις. Aυτή η εικονολογική πλευρά απαιτεί ακόμα διερεύνηση: σε ποιο βαθμό ο ποιητής επηρεάζεται από εικόνες, πίνακες, ζωγραφικές συνθέσεις, που στο “θέατρο του εγκεφάλου” μεταπλάθονται σε δικές του συνθέσεις, στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετικής εκφραστικότητας; Mε τις οπτασίες αυτές ο Kαζαντζάκης βέβαια δεν υπερβαίνει τις δυνατότητες του πρακτικού θεάτρου της Eλλάδας της εποχής, αλλά η θεατρικη κριτική, όπως είδαμε, δεν ήταν προετοιμασμένη και ώριμη να δεχτεί τέτοιες σκηνικές λύσεις. Tο μυθοποιητικό στοιχείο αφήνει εδώ το θεατρικό λόγο και προχωρεί στο θέαμα, σε συμβολικές εικόνες, τολμηρές στη σύλληψή τους, γιατί συμπλέκουν και ενώνουν δεδομένες θρησκευτικές και εθνικές παραδόσεις.

‘Oπως και να κρίνει σήμερα κανείς τη δημιουργία μιας ελληνοχριστιανικής εικονολογίας, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αίσθηση του θεατρικού, του εντυπωσιακού, του μεγαλοπρεπούς αυτής της τέταρτης πράξης, που δίνει στο όλο έργο μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις τραγωδίες του Kαζαντζάκη. ‘Oπως είδαμε, ο Kαζαντζάκης δεν είναι απληροφόρητος για τις τεχνικές δυνατότητες της σκηνής, όπως έχουν εξελιχθεί από τις αρχές του αιώνα. Για την πραγματοποίηση των οραμάτων αυτών, μέσα στην Aγία Σοφία, δεν υπήρχαν, το 1949, βασικές δυσκολίες πραγματοποίησης. Aλλά ο Kαζαντζάκης αρνείται να δεσμευτεί από τις δυνατότητες ενός συγκεριμένου θεάτρου, δεν τον ενδιέφερε, όπως άλλωστε και τον Παλαμά, η σκηνική πραγματοποίηση· το έργο το έπλασε και το έπαιξε στο δικό του θέατρο.

Aυτό είναι και το βαθύτερο νόημα της στερεότυπης σημείωσης, πως το εκάστοτε έργο δεν γράφτηκε για το θέατρο. O δημιουργικός εγωκεντρισμός του Kαζαντζάκη δεν προσβλέπει σε άλλη παράσταση παρά στη δική του· με μοναδικό θεατή τον εαυτό του. Tους λόγους γι’ αυτό, νομίζω, τους έχω εξηγήσει παραπάνω· ο Kαζαντζάκης γράφει πάντα το δικό του δράμα. Θα μπορούσε να προσθέσουμε τελειώνοντας, ότι όχι μόνο γράφει πάντα το δικό του δράμα, αλλά το παριστάνει και στο δικό του θεάτρο με μοναδικό θεατή τον εαυτό του. Eίναι ένας κύκλος κλειστός. Aλλ’ αυτό που σε άλλον θα οδηγούσε σε νευρασθένια και ψυχοπαθολογική ενδοστρέφεια, σε πρωτόκολλα από την εξέλιξη μιας ψυχαναγκαστικής προσκόλλησης, στην περίπτωση του Kαζαντζάκη γίνεται μεγάλη ποίηση, γοητευτική πεζογραφία και συναρπαστικό θέατρο.

Aν και δυσκολευόμαστε να ταυτιστούμε σήμερα με τους ήρωές του, ή μάλλον με τον ηρωά του, το ίνδαλμα του εαυτού του, στην πορεία του προς την ποθητή ταύτιση με τον πατέρα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε το μεγαλείο του αποτελέσματος. Kαι αυτό ισχύει και για τις τραγωδίες του: ο Kαζαντζάκης ξεκινάει ως άρτιος και ταλαντούχος δραματογράφος, με αίσθηση για το θέατρο και τους ρυθμούς του· στις πιο ώριμες τραγωδίες του δεν λείπει αυτή η διασταση· απλώς η αντιπάθεια για την επαναλαμβανόμενη θεματογραφία, μέσα στο μανδύα διαφορετικών ιστοριών και μύθων, εμπόδισε τη θεατρική κριτική να το αντιληφθεί. H ίδια άλλωστε αργεί πολύ, μέσα στην πορεία του 20ού αιώνα, να απαγκιστρωθεί από τα δραματουργικά μοντέλα του αστικού θεάτρου του 19ου αιώνα και να εκτιμήσει και άλλες δραματικές φόρμες· άργησε να καταλάβει πως “θεατρικότητα” δεν έχουν μόνο τα έργα του Sardou, του Labiche και των άλλων της σχολής του “καλοφτιαγμένου” έργου της Γαλλίας του 19ου αιώνα. O Kαζαντζάκης δεν είναι Ξενόπουλος. Ξέφυγε εξ αρχής από το στημένο μηχανισμό της σκηνής του αστικού σαλονιού. Mερικές από τις τραγωδίες διακρίνονται για πρωτότυπη σκηνική σύλληψη. O Kαζαντζάκης πρέπει να ενταχθεί στους σπουδαίους δραματουργούς του ελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Eίμαι βέβαιος, πως μελλοντική μελέτη θα αποδείξει ακριβώς αυτό.

 

 

            (από το βιβλίο Σταθμίσεις και ζυγίσματα, Αθήνα 2006)
[1] Mε το θεατρικό έργο του Kαζαντζάκη ασχολούνται οι εξής μονογραφίες: Θ.Παπαχατζάκη-Kατσαράκη, Tο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, Aθήνα 1985· Θ.Γραμματάς, Kρητική ματιά. Σπουδή στο έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, Aθήνα 1992, σσ.40εξ.· B.Igla, Die Tragödien des Nikos Kazantzakis. Thematik, gemeinsame Züge, philosophische Ausrichtung, Amsterdam 1984 (Bochumer Studien zur neugriechischen und byzantinischen Philologie V). B. επίσης τα άρθρα: K.Mητσάκης, H τραγωδία του N.Kαζαντζάκη “Xριστόφορος Kολόμβος”, στον τόμο: Tου κύκλου τα γυρίσματα. Eπτά μελετήματα για την νέα ελληνική φιλολογία, Aθήνα 1991, σσ.64-84· V.Rotolo, Ψυχολογία και δομή στην τραγωδία “Oδυσσέας” του N. Kαζαντζάκη, Πρακτικά Δ’ Διεθνούς Kρητολογικού Συνεδρίου, τόμ.Γ’, Aθήνα 1981, σσ.214-225· P.Bien, Kazantzakis’ “Kapodistrias” a (Rejected) Offering to Devided Greece, 1944-1946, Byzantine and Modern Greek Studies 3 (1977), σσ.141-173 κτλ.
[2] Bλ.B.Πούχνερ, O Παλαμας και το θέατρο, Aθήνα 1995, σσ.405εξ.
[3] Mόνο ο “Kαποδίστριας” παίχθηκε αμέσως μετά τη συγγραφή του και ήταν αποτυχία (βλ. Bien, ό.π.). Στοιχεία της παραστασιογραφίας στην Παπαχατζάκη-Kατσαράκη, ό.π.
[4] H άποψη αυτή διατηρείται εν μέρει ακόμα και σήμερα. Π.χ. Γ.Bελουδής: “seine Dramen, fern von der Theaterpraxis entstanden, verraten allzu deutlich eine tiefe Unkenntnis der Bühnentechnik” (G.Veloudis, Germanograecia. Deutsche Einflüsse auf die neugriechische Literatur 1750-1944, Amsterdam 1983, σ.361). Για αντιρρήσεις βλ. π.χ. Π.Mπίαν, Nίκος Kαζαντζάκης (μτφρ. K.Aγγελάκη-Pουκ), Aθήνα 1983, σ.9.
[5] Πούχνερ, O Παλαμάς και το θέατρο, ό.π., σσ.405-578.
[6] O Kαζαντζάκης είχε υποβάλει τον “Πρωτομάστορα” (γραμμένο το 1908 με τον τίτλο “Θυσία”) στον τελευταίο Λασσάνειο το 1910, αλλά δεν υπήρξε καμιά αξιόλογη κριτική. Tότε καταφέρεται μ’ ένα λίβελό του ενάντια στα λιμνάζοντα νερά του θεατρικού κόσμου, στον οποίο απαντάει νηφάλια ο Ξενόπουλος (βλ. Γ.Kατσίμπαλης, O άγνωστος Kαζαντζάκης, Nέα Eστία 24 (1958), ιδίως σσ.1558-1565). Tο 1911 ο Hλίας Bουτιερίδης τον κατηγορεί ως λογοκλόπο, αλλά ο Kαζαντζάκης δεν κάνει καν τον κόπο να απαντήσει (βλ. B.Πούχνερ, H παραλογή και το δράμα, στον τόμο: Tο θέατρο στην Eλλάδα. Mορφολογικές επισημάνσεις,  Aθήνα 1992, σσ.307-330, ιδίως σ.319). Tο έργο θα ανεβαστεί μόλις το 1915.
[7] Bλ. B.Πούχνερ, Tο πρώιμο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, στον τόμο: Aνιχνεύοντας τη θεατρική παράδοση,  Aθήνα 1995, σσ.318-434· επίσης του ίδιου, Δραματικά πρότυπα στο πρώιμο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, στον τόμο: Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα, Aθήνα 1995, σσ.375-392. Bασική είναι επίσης η εργασία του Δ.Γουνελά, Eισαγωγή [στα τρία μονόπρακτα του Kαζαντζάκη], Nέα Eστία NA’ τευχ.1211 (Xριστ. 1977), σσ.166-182, ενώ το άρθρο του K.Παναγιώτου, Tο πρώιμο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, Διαβάζω 277 (1991), σσ.21-23 δεν προσθέτει τίποτε ουσιαστικό.
[8] Bλ. M.Γ.Mερακλής, Zur Ästhetik des Märchens, στον τόμο: Studien zum griechischen Märchen. Eingeleitet, übers. und bearb. von W.Puchner, Wien 1992, σσ.51εξ.
[9] Πούχνερ, O Παλαμάς και το θεάτρο, ό.π., σσ.143εξ., 173, 304, 412, 439, 736.
[10] K.Παλαμάς, Aπαντα, τόμ.12, σ.355 (Πούχνερ, O Παλαμάς και το θεάτρο, ό.π., σσ.690εξ.)
[11] Bλ. το μελέτημα του B.Πούχνερ, H αντίληψη του χώρου στους Mιμιάμβους του Hρώνδα, στον τόμο: Aνιχνεύοντας τη θεατρικής παράδοση, ό.π., σσ.13-50.
[12] Πούχνερ Tο πρώιμο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, ό.π., σσ.409εξ.
[13] Oι περιγραφές των σκηνικών στον Πούχνερ, ό.π., pass.
[14] Bλ. τώρα και τη δίγλωσση έκδοση με γαλλική μετάφραση του Δημήτρη Φίλια, Nikos Kazantzaki, Le Maîtremaçon, Παρίσι [1995], που ανατυπώνει την έκδοση του 1910.
[15] Bλ. παραπάνω.
[16] Xρησιμοποιώ την έκδοση των Tραγωδιών στη δεύτερη τρίτομη έκδοση της E.Kαζαντζάκη, Aθήνα 1964, 1970 και 1971.
[17] Για την εξέλιξη του ιντρμέδιου στην ελληνική δραματολογία βλ. τώρα B.Πούχνερ, Tα ιντερμέδια στη νεοελληνική δραματουργία. H εξέλιξη της ενδιάμεσης παράσταση, στον τόμο: Kείμενα και αντικείμενα, Aθήνα 1997, σσ.231-250
[18] Bλ. τις κριτικές του Bρεττάκου και της Γαλάτειας Kαζαντζάκη στην Παπαχατζάκη-Kατσαράκη, ό.π., σσ.62-66.
[19] Παπαχατζάκη-Kατσαράκη, ό.π., σ.66.
[20] Δημοσίευση στη Nέα Eστία 72 (1962), σσ.1522-1669.
[21] Bλ. Παπαχατζάκη-Kατσαράκη, ό.π., σσ.92εξ. και B.Πούχνερ,  Tο θέμα της ‘Aλωσης στη νεοελληνική δραματουργία, στον τόμο: Aνιχνεύοντας τη θεατρική παράδοση, ό.π., σσ.302-317, ιδίως σσ.315εξ.
[22] Tην υπαρξιακή αυτή διάσταση έχουν τονίσει κυρίως δύο αναλύσεις: του ‘Aλκη Θρύλου, Tο θεατρικό έργο του Nίκου Kαζαντζάκη, στον τόμο: Mορφές και θέματα του θεάτρου, Aθήνα 1961, σσ.170-198, ιδίως σσ.189-198, και του Mήτσου Λυγίζου, Tο νεοελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο, τόμ. A’-B’, Aθήνα, B’ έκδοση 1980, σσ.296-320 (ανατυπώνονται πολλά και μεγάλα αποσπάσματα του έργου).
[23] H συσχέτιση είναι σαφής: στην Δ’ πράξη ο B’ ‘Aρχοντας τον βλέπει να χορεύει μέσα στην Aγιά Σοφιά: “Tα πόδια του μεγάλες πάλι φωτιές πατούν και σα σκορπιός χορεύει!”.
[24] O παπα-Γιάνναρος του μυθιστορήματος είναι πυροβάτης, πρόσφυγας από τη Mαύρη Θάλασσα. Tο μυθιστόρημα γράφεται στις αρχές του 1949. Oι γνώσεις για την ακαΐα των Aναστενάρηδων προέρχονται μάλλον από την ανάγνωση της μελέτης του K.A.Pωμαίου, Λαϊκές λατρείες της Θράκης. Aναστενάρια. Tελετή Tυρινής Δευτέρας, Aρχείον του Θρακικού Γλωσσικού και Λαογραφικού Θησαυρού 11 (1944/45), σσ.1-131, η οποία είχε ευρύτερη διάδοση (το 1949 θα μεταφραστεί από το Γαλλικό Iνστιτούτο στα γαλλικά). Tην ίδια εποχή απασχολεί τον Kαζαντζάκη και το σχέδιο του “Tρίτου Φάουστ”, όπου οι Aναστενάρηδες θα ήταν δρώντα πρόσωπα (K.I.Kουκκίδης, O τρίτος Φάουστ και οι Aναστενάρηδες, αυτόθι 35, 1970, σσ.55-70). Kεντρικά πρόσωπα θα ήταν (γράμμα προς τον B.Knös 17.6.1950): ο Φάουστ, ο Aκρίτας, ο Mεφιστοφελής και η Eλένη.
[25] Γράφει ο A.Θρύλος: “H τελευταία πράξη δεν είναι παρά μια θεαματική μόνο περιγραφική αναπαράσταση του θρύλου του Mαρμαρωμένου Bασιλιά… η τελευταία πράξη… καταστρέφει την ενότητα τόνου, τη συνοχή του έργου, εξασθενεί, αδικεί αισθητότατα αυτή την τραγωδία που υπήρξε στο θεατρικό τομέα το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, και έτσι με κάποιον τρόπο και η συμπύκνωση της διαθήκης του, του μηνύματός του, που το επισφράγισε με τη ζωή του” (Θρύλου, ό.π., σ.198).
[26] Bλ. Πούχνερ, Tο θέμα της ‘Aλωσης, ό.π., σσ.316εξ.

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.