Η αμφιθυμία είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο αντιμετώπισης ενός φαινομένου, το οποίο ξεφεύγει από τις ισχύουσες νόρμες του λαϊκού πολιτισμού σε παραδοσιακές κλειστές κοινωνίες και κινείται ανάμεσα σε θαυμασμό και καταδίκη, δέος και απόρριψη, σεβασμό και απαξίωση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αμφίρροπη δυναμική στην αντιμετώπιση του εξαιρετικού (σε θετική και αρνητική εκδοχή), που ξεφεύγει από το συνηθισμένο, το «ομαλό» και ιδανικό μέτρο είναι τα γηρατειά: από τη μια πλευρά ο γέροντας και η γερόντισσα είναι σεβαστά πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν ενεργά στις τύχες της οικογένειας και της κοινότητας, από την άλλη καταντούν, σ’ ένα πιο προσωπικό επίπεδο, αντικείμενα σάτιρας και χλευασμού, ιδίως αν δείχνουν ανάρμοστη συμπεριφορά για την ηλικία τους (ερωτικές ορέξεις, επίδειξη δύναμης κτλ.). Ο ηλικιωμένος εκτιμάται για την εμπειρία και τη γνωστικότητά του, συμμετέχει στη δημογεροντία και άλλες μορφές παραδοσιακής αυτοδιοίκησης, γελοιοποιείται όμως για τις περιορισμένες σεξουαλικές του επιδόσεις, τη φλυαρία του για το παρελθόν και τα ανδραγαθήματά του, για τη σωματική του αδυναμία εν γένει. Με τη σάτιρα αυτή «τιμωρείται» για το γεγονός, πως από εμφάνιση, σωματική κατάσταση και συμπεριφορά δεν ανταποκρίνεται πια στο ιδανικό του αντρικού ρόλου. Κατ’ αναλογίαν η γερόντισσα κατέχει τιμημένη θέση στην κοινωνία με σημαντικές ελευθερίες, ιδίως όταν είναι πολύτεκνη αγορομάνα που έχει εκπληρώσει τον σκοπό της ζωής της, κυρίως για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές γνώσεις της, για τις σχέσεις της με τις υπερφυσικές δυνάμεις (μαγικές πρακτικές) και τις προγνωστικές ικανότητές της λόγω πείρας[1]. Ως ερωτοτροπούσα γριά όμως σατιρίζεται σε παροιμίες, σκωπτικά τραγούδια και αποκριάτικες μεταμφιέσεις, επιδεικνύοντας μια συμπεριφορά που δεν αρμόζει στη γυναίκα πέραν της εμμηνόπαυσης και της κλιμακτηρίου. Η σεξουαλικότητα καθαυτή, χωρίς το στόχο και το τέλος της τεκνογονίας, θεωρείται γκροτέσκα και γελοία, και σατιρίζεται ποικιλοτρόπως. Η διαφορά ηλικίας, συνήθως ανάμεσα στον ερωτευμένο γέρο και τη νέα κοπέλα, αποτελεί άλλωστε ένα σταθερό μοτίβο ολόκληρης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (στα ελληνικά γράμματα με τον κυρ Γιαννούλη και την κυρά Φροσύνη στην Πανώρια του Χορτάτση γύρω στα 1600)[2].
Η κατ’ αυτόν τον τρόπο διαλεκτική εικόνα των γηρατειών μέσα στο λαϊκό πολιτισμό μπορεί να εξεταστεί σε δύο πεδία που λειτουργούν ως δείκτες των κοινωνικών ρόλων: 1) την παροιμία ως δεξαμενή της συλλογής γνώσης και εμπειρίας, σημείο αναγνώρισης κοινού φρονήματος και επικοινωνίας που ενώνει αμέσως τους χρήστες της[3], και 2) τα δρώμενα με τις μεταμφιέσεις τους, όπου ο γέρος και γριά αποτελούν μια σχεδόν σταθερή παραλλαγή της αποκριάτικης σάτιρας στους αγροτικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και των Βαλκανίων[4]. Στην πρώτη περίπτωση η σεβαστή εκδοχή και η σατιρική υπάρχουν παράλληλα και ταυτόχρονα μέσα στην απόλυτη αντιθετικότητά τους, στη δεύτερη περίπτωση κυριαρχούν σήμερα οι σατιρικές μορφές, ενώ η σεβαστή εκδοχή περιορίζεται σε δαιμονικές μεταμφιέσεις, που ίσως κάποτε είχαν την σημασία των προγόνων νεκρών αλλά σήμερα εμφανίζονται απλώς σε θηριομορφική μεταμφίεση και άγρια συμπεριφορά[5].
Ως προς τις παροιμίες ανεκτίμητες για το θέμα είναι η ανολοκλήρωτη συγκριτική συλλογή του Ν. Γ. Πολίτη[6], οι ποικίλες εργασίες του Δημ. Λουκάτου[7], η βαλκανική σύγκριση του Μ. Γ. Μερακλή[8], οι μελέτες του Α. Ν. Δουλαβέρα[9], ενώ οι ομοιότητες με την αρχαιότητα, παραθέτοντας τα ανάλογα από τους αρχαίους παροιμιογράφους και τους βυζαντινούς συλλέκτες επισημαίνονται σε πολλές τοπικές συλλογές[10]. Οι παροιμίες για τον γέρο και τη γριά είναι αριθμητικά περιορισμένες και αρκετά στερεότυπες, δηλ. απαράλλακτες στη γλωσσική διατύπωση και στο μύνημα. Δείχνουν όμως, ιδίως αυτές του γέροντα, την αναφερόμενη αξιοσημείωτη διαλεκτικότητα ανάμεσα σε μια θετική και μια αρνητική εικόνα και εκτίμηση. Ας αρχίσουμε με τη θετική εικόνα του σεβαστού και σοφού γέροντα: Α δεν έχης γέρο, δος κι αόρασε (Κάρπαθος, Μεγίστη)[11]· Γέρον α δεν έχης, γέρο αγόρασε[12]· Ει μη είχες γέροντα, δος και αγόρασον (βυζαντινό)[13]. Ο γέροντας είναι πολύτιμος για τις σοφές του συμβουλές, τη συσσωρευμένη πείρα και τη νηφάλια κρίση. Το εκφράζει πιο καθαρά άλλη παροιμία: Άκουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη (Κεφαλονιά)[14]· και διευρυμένο: Γερόντων έπαιρνε βουλή, κι αθρώπω μαθημένω, / απού ‘χουνε πολύ ψωμί κι αλάτσι φαωμένο[15]· βυζαντινό: Γερόντων έπαιρνε βουλήν ανθρώπων πειρασμένων[16]. Και σε άλλη παραλλαγή: Καλύτερος ένας καλός γέρος από τον καλύτερο νέο (Φολέγανδρος)[17]. Ή σε άλλη παρόμοια εκδοχή, που υπάρχει και για την πολύξερη γριά: Ο διάβολος ξέρει πολλά, γιατί είναι γέρος[18]. Και σε ηθικοδιδακτική εκδοχή: Όποιος δεν ακούει γέροντας / πάει δέρνοντας[19]. Ως προς την ικανότητα του leadership με ναυτική εικόνα: Πάντα νιό στο κατάρτι, πάντα γέρο στο τιμόνι (Zάκυνθος)[20]. Και σε ευτράπελη εκδοχή: Του γέροντος ν’ ακούς το λόγο, κι όχι τον πόρδο[21]. Η τελευταία παραλλαγή βρίσκεται ήδη σε μεταβατικό στάδιο προς τις αρνητικές αξιολογήσεις που δέχονται τα γηρατειά.
Οι σκωπτικές και ειρωνικές, περιπαικτικές και ανοιχτά χλευαστικές παροιμίες για τον γέρο είναι περισσότερες, αν και οι βασικές ιδέες είναι οι ίδιες: σωματική αδυναμία, σεξουαλική ανικανότητα, αναντιστοιχία λόγων και έργων, προσκόλληση στο παρελθόν, εύθραυστες ισορροπίες υγείας, αδυναμία ανταπόδωσης ευεργεσιών, περιορισμός της αντιληπτικότητας και του ενδιαφέροντος στο φαγητό, αγρυπνίες κτλ. Εδώ πολλές φορές η παροιμία μετατρέπεται σε γνωμικό λόγω έλλειψης εικόνας. Π. χ. Γέρασις τσι δε φιλάς / μόνου τα ψουμιά χαλάς (Χίος)[22]· Γέρος είσαι δε φελάς, / μόνο το ψωμί χαλάς (στο νησιώτικο χώρο)[23]· ή διευρυμένο Εγέρασεν τσαι ψείραισε , ήβγαλε τσ’ άσπρα γένεια, / τσαι βλέπουν τον τσ’ οι κοπελλιαίς, τσαι σκουν από τα γέλια (Χίος)[24], το ενδιαφέρον του περιορίζεται στο φαγητό: Ας τρώη ο γέρος κι ας γογγύζη η γρα (Ανατ. Κρήτη)[25], Νέος τιμή, / γέρος φαΐ (πανευρωπαϊκό)[26], Oύλοι τά ’χουνε με τ’ άρματα, κι ο γέρος με την πίττα[27]· οι αϋπνίες του: Αλί στο νιο που δέρνεται, στο γέρο που κοιμάται, παροιμία πολύ διαδομένη σε όλο τον κόσμο[28], η τσιγγουνιά του: Βάστα, γέρο, βάστα![29] και Βάστα, γέρο, νάχης[30], η αδύναμη όρασή του: Βάλε, γέρο, τα γυαλιά σου / για να κάμης τη δουλειά σου[31], η ευαισθησία του να τον αποκαλούν γέρο: Γέροντά μοι είπας, κακόν μοι είπας (βυζαντινό)[32], θέλει να φανεί νέος και να κάνει παρέα με νέες: Βγήκε ο γέρος στο κλωτσάτο / και η γριά στο κοπελλάτο[33] (όπου συχνάζουν οι κοπέλες), Γέρος γάτος τρυφερά ποντίκια θέλει[34] (σ’ όλη την Ευρώπη)· ειρωνεύεται με βάναυσο τρόπο τη σεξουαλική του ανικανότητα: Γέρου χάιδεμα και νιού γαμήσι[35], αλλά ακόμα και τα χάδια του είναι άνοστα: Είν’ του γέρου τα κανάκια / σαν νερόβραστα σπανάκια (Κεφαλονιά)[36], η παρέα του είναι γενικά άχαρη: Είντά ‘ναι ο γέρος; βήχας και φλέμα, / πόρδος και ρέμα (Ανατ. Κρήτη)[37], Και των γέρων τα κολάκεια / είναι μύξες και φαρμάκια (Χίος)[38], και διευρυμένο: Και του γέρου τα κανάκια / είναι πίκραις και φαρμάκια, / και του νιού οι ματσουκιές / είναι γέλια και χαρές (Επτάνησα)[39]· Του γέρου τα παιγνίδια, / σαν νερόβραστα κρεμμύδια· / και τση γριάς τα κανάκια, / σαν νερόβραστα σπανάκια[40]· ο γάμος με γέροντα όμως έχει και άλλες διαστάσεις: η νεαρή αποκαθίσταται, ο γέρος πεθαίνει σύντομα και η νεαρή χήρα μπορεί να ξαναπαντρευτεί με νέο (στερεότυπο μοτίβο της κωμικής παράδοσης στη ευρωπαϊκό θέατρο): Με του γέρου το τομάρι / παίρνει η νιά το παλληκάρι (Επτάνησα, Κρήτη)[41]·ο γέρος βασανίζεται από ανημποριά: Η γέρους κι ά στολίζιτι, / ‘ς τ’ανήφορου γνουρίζιτι (Λέσβος)[42], Ο γέρος κι αν ανδρειεύεται, ο ανήφορος τον βλάβει (Κεφαλονιά)[43], Ο γέρος κι αν στόλιζεται, / ‘ς τ’ανήφορο γνωρίζεται (και ευρωπαϊκό)[44]· για την ακράτεια: Χαρά ‘ς το νιό τον τσιρλιάρη, το γέρο σφιχτοκώλη[45], Στου γερόντου το βρακί ξεχειμάζουν οι διαβόλοι[46], κινδυνεύει να πέσει: Ο γέρος, ή από πέσιμο, / ή από χέσιμο (Αθήνα και ιταλικό)[47], Του γέρου σκόνταμα, / του χάρου μήνυμα[48], έχει γενικώς εύθραυστη υγεία: Το γέρο δεν τον ρωτούν πού τον πονεί, αλλά πού δεν τον πονεί[49], κρατιέται μόνο με το κρασί: Τα λιανά κρατούν τον τοίχο / το κρασόβρεμα το γέρο (ευρωπαϊκή διάδοση)[50]· υποφέρει από παλιμπαιδισμό: Ο γέρος ξαναμωραίνεται[51], κοινή παροιμία, αρχαία και πανευρωπαϊκή, Δύο φοραίς οι γέροι γίνονται παιδιά[52], Μικρόν βαβάτσιν ‘κ έχουμε, / τον γέρο ταντανίζομε (Πόντος)[53], Γερόντου και μικρού παιδιού ποτέ καλό μην κάμης (και αρχαίο και παγκόσμιο, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να σου το ανταποδώσει)[54], όλο καυχιέται για τα παλιά: Γέρος και ξένος πολλά καυχάται (ευρωπαϊκό)[55], Γέρου κοκορήματα / του χωριού ξενύσταμα[56], θεωρείται κακόγλωσσος: Όπου γέρος κακό σκάνταλο, όπου γριά κακή βουλή (νησιωτικό)[57] κτλ.[58].
Σπανίζουν οι θετικές παροιμίες για τη γερόντισσα[59], σε αντίθεση με κάποια δρώμενα, όπως την «ημέρα της μαμμής», και τις παραδόσεις για θεραπείες. Οι παροιμίες σχετικά με την σεξουαλική εμπειρία (η γριά κότα έχει το ζουμί)[60] δεν κυριολεκτούν αναφέρονται μάλλον στην μεσήλικη γυναίκα. Η εμμηνόπαυση και η αδυναμία τεκνογονίας επισημαίνονται με βαναυσότητα: Γριά γαμάς, το σπόρο χάνεις[61]· και σε πολύ διαδομένη παροιμία επισημαίνεται σατιρικά η ματαιότητα της σεξουαλικής προφύλαξης: Απήτ’ η γριά αυτώθηκεν, / εσφικτομανταλώθηκεν (Κάρπαθος), σε βυζαντινή εκδοχή: Απότις εγαμήθη η γραία, εμανδάλωσεν[62]· η πράξη μένει χωρίς συνέπειες[63]. Η διδακτική σημασία της παροιμίας οδηγεί όμως και σε άλλα συμφραζόμενα: μία φορά μπορείς να την ξεγελάσεις, ύστερα προφυλάσσεται[64], ή πρόκειται για παράκαιρη μεταμέλεια και άσκοπη προφύλαξη[65]. Η όποια ερωτική της επιθυμία καυτηριάζεται με τον πιο σκληρό τρόπο: Η γριά δεν ήλπιζε να παντρευτή, κι αρραβώνα γύρευε[66], Η γριά παντρειά δεν όλπιζε / κι απανωπρούκια γύρευε (Κρήτη)[67], Μια γριά μονοδοντού, / άντρα γύρευε, η πορδού (Επτάνησα)[68], Εκατό χρονώ γρϊά / και ‘υρεύγει παdρειά[69] κτλ. Σατιρίζεται επίσης η νεανίζουσα εμφάνιση και συμπεριφορά, ανάρμοστη στην ηλικία της: γριά, κι αν τσατσανεύεσαι, τα μάγουλά συ φαίνονται[70], Η γριά κι αν πεπανεύεται, ο ανήφορος τη δείχνει[71]. Οι όποιες μαγικές ή προφητικές της ικανότητες αμφισβητούνται ευθέως: Γριάς μαντέματα και γέρου παραμύθια[72], και βυζαντινό: Η γραία βλέπει όραμα, ξηγεί το ως συμφέρει[73]. Είναι πονηρή[74] και ραδιούργος[75], ενώ αντίθετα έχει και την τάση να εθίζεται στα εύκολα και τα ευχάριστα: Εγλυκάθ’ η γριά στα σύκα[76], οι επιθυμίες της είναι άκρατες και συχνά και άκαιρες: Η γραία το μεσοχείμωνον / πεπόνιν επεθύμησεν (βυζαντινό, με πολλές παραλλαγές)[77], Η γρα θέλ’ εκατό να πιάση το χορό, και χίλια να σκολάση[78], Δέσε, γέρο, το βρακί σου, κι ό,τ’ ιδή η γριά το θέλει[79] κτλ.[80]
Πολλές από τις παροιμίες αυτές διαπνέονται από μια αποκριάτικη σατιρική διάθεση και βρίσκονται σε εκτενέστερη μορφή στα αποκριάτικα σατιρικά τραγούδια με απροκάλυπτο “πορνογραφικό” περιεχόμενο[81]. Εδώ κυριαρχεί, όπως και στα δρώμενα, η άκαιρη και άκαρπη σεξουαλική δραστηριότητα των γερόντων μεταξύ τους[82], η ερωτοτροπούσα γριά που αποκτά και γκροτέσκα δαιμονική μορφή και είναι σωστό φόβητρο[83], ή ο γέρος που καυχιέται για την ικανότητά του[84]. Με τα πριαπικά γαμοτράγουδα όμως βρισκόμαστε ήδη στην ατμόσφαιρα του «ανάποδου κόσμου» του καρναβαλιού, που είναι και το θεσμικό πλαίσιο της εμφάνισης των μεταμφιέσεων και «ρόλων» του γέρου και της γριάς στα λαϊκά δρώμενα. Εδώ ο όποιος σεβασμός έχει μετατραπεί οριστικά σε χλευασμό.
Μολοντούτο οι μιμητικές και υποκριτικές εκδηλώσεις του καρναβαλιού, οι οποίες ενορχηστρώνονται με τις λεκτικές εκφάνσεις της αρνητικής πλευράς των κρίσεων για την τρίτη ηλικία, καθρεφτίζουν κάτι από τον σεβασμό προς τα γηρατειά, μιας κοινωνίας που λειτουργεί κυρίως σε γεροντοκρατική βάση, ακριβώς επειδή λαμβάνουν χώρα σε μια χρονική φάση, όπου κυριαρχεί ο “mundus reversus” του αποκριάτικου εθιμοτυπικού. Δρώμενα με σεβαστικό περιεχόμενο παρατηρούνται μόνο την «ημέρα της μαμής»[85], αν και οι νεώτερες εξελίξεις του εθίμου, που δίνουν έμφαση στον φεμινιστικό απελευθερωτικό χαρακτήρα της γιορτής, υποβιβάζουν την πλευρά αυτή.
Οι σεβάσμιοι γέροντες, οι οποίοι εμφανίζονται σε άλλους βαλκανικούς λαούς με διάφορες ονομασίες και ως τύποι μεταμφίεσης (didi, didici, starci, kuker, moșii κτλ.)[86] και αντιστοιχούν στα ελληνικά ανάλογά τους (γέροι, καλόγεροι, μπαμπούγεροι, μωμόγεροι κτλ.), εκπροσωπούσαν αρχικά τους νεκρούς πρόγονους[87], εφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά με θηριομορφική γκροτέσκα μεταμφίεση και δαιμονική απειλητική συμπεριφορά, σπείροντας περισσότερο τον φόβο ή και το γέλιο παρά τον σεβασμό. Σε μια στατιστική αξιολόγηση του ελληνικού υλικού, ανάμεσα στους τύπους των μασκαρεμένων, σ’ ένα σύνολο από 100 περιπτώσεις βρίσκεται η μπάμπω μόνη της 34 φορές, και ο γέρος και η γριά ως αστείο ζεύγος 29 φορές[88]. Συνήθως αποτελούν το αντιθετικό ζεύγος προς τον γαμπρό και τη νύφη, που ενσαρκώνουν την επιθυμητή και πολύτιμη γονιμότητα, ως «άγονη» και γκροτέσκα παραλλαγή, γιατί σεξουαλικότητα χωρίς τεκνογονία είναι γελοία και κατακριτέα. Συχνά παρεισφρέει το γεροντικό ζεύγος στους συμπέθερους στον ψεύτικο γάμο, αλλά υπάρχουν και ως αυτόνομο «νούμερο» της γελοιοποίησης άκαιρων και άγονων ερωτικών ορέξεων. Παρόμοια κωμικότητα χαρακτηρίζουν και τις παρωδίες των ερωτικών δρωμένων του ζεύγους των τσιγγάνων. Η γριά, που ερωτοτροπεί ή αμύνεται με τη ρόκα από τις όψιμες ορέξεις του γέρου, εμφανίζεται και μόνη της: συχνά ως «μητέρα» ενός νεογνού (εφταμηνίτικο), ένα ξύλο ή μια κούκλα, το οποίο βάζει στα σπάργανα, το λικνίζει, το μαλώνει, το φιλάει κτλ. Μπορεί να είναι ενταγμένη και σε σύνθετα δρώμενα, όπως στην περίπτωση του θρακικού «Καλόγερου», όπου παριστάνει την πρώτη σκηνή μαζί με το εφταμηνίτικο[89]. Ο γέρος πάντως, όταν συναντηθεί ανταγωνιστικά με νεώτερο άνδρα, συνήθως πάντα χάνει, όπως ο Άκμπαμπας («άσπρος πατέρας») από τον Καράμπαμπα («μαύρος πατέρας») στους ποντιακούς αγερμούς του χειμώνα, τους «Καρακοτζάδους», οι οποίοι φιλονικούν για τη νέα Μαρούσκα, που είναι παντρεμένη με τον γέρο: κατά εντολή του νοικοκύρη/διαιτητή, που την έχει κρύψει – η σκηνή παριστάνεται κατά τον αγερμό σε κάθε σπίτι, – εκείνη, μετά από τη σκηνή του σκοτωμού του γέρου με τουφέκι και την «ανάστασή» του με εξαερισμό της νύφης πάνω στο πρόσωπό του, μπορεί να διαλέξει ποιον θα ακολουθήσει και διαλέγει τον νεώτερο[90]. Μια περίπτωση, όπου κερδίζουν οι ηλικιωμένοι μαρτυρείται από το ιστορικό Κωστί της Ανατολικής Θράκης, το κέντρο των Αναστεναρήδων: στον «Καλόγερο», σύνθετο έθιμο που παιζόταν την Δευτέρα της Τυρινής, ένα από τα δρώμενα που εκτελούνταν στην πλατεία του χωριού, ήταν ποιος θα μπορούσε να τραβήξει μια άμαξα με δύο ρόδες προς την μεριά του: σ’ αυτό το αγώνισμα που διεξαγόταν και ως διελκυστίνδα, από τη μια πλευρά τραβούσαν οι νέοι της κοινότητας τις ρόδες, από την άλλη οι ηλικιωμένοι· επειδή οι νέοι δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν, διέταζε ο ζευγολάτης τους γέρους να αφήσουν να κερδίσουν, γιατί αλλιώς θα ήταν κακό προγνωστικό για τη χρονιά που άρχισε[91].
Μερικά παραδείγματα από το υλικό: στο παραδοσιακό καρναβάλι της Σκύρου ο «γέρος” είναι ο «κουδουνάτος» με 50-60 «τροκάνια» που κρέμονται σε ειδικό ξύλινο σκελετό που έχει στη μέση· οι «γέροι» επιδίδονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο[92].
Αυτό το αρχαϊστικό στοιχείο λείπει όμως στις περισσότερες αποκριάτικες μεταμφιέσεις: στους «μουτσουνάρηδες» της Ικαρίας περιλαμβάνονται και καμπούρηδες γέροι και κουτσές γριές[93], στους «καμουζέλλες» της Καρπάθου γέρους και γριές[94], στις ποντιακές μεταμφιέσεις το ζευγάρι των γερόντων ερωτοτροπεί σαν τους νιόπαντρους[95]. Ο γέρος και η γριά με τη ρόκα εμφανίζονται και στους βορειοηπειρωτικούς αγερμούς του Λαζάρου[96] όπως και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο[97]. Σημασιολογικό επίκεντρο της μεταμφίεσής τους και των δρωμένων τους δεν είναι μόνο η γκροτέσκα και γελοία τους εμφάνιση, αλλά κυρίως η ερωτική τους συμπεριφορά, η οποία μπορεί να παριστάνει και την ίδια την αναπαραγωγική πράξη[98].
Τα παραδείγματα εύκολα μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Τα δρώμενα επιβεβαιώνουν αυτό που συμπεράναμε ήδη από τις παροιμίες: η σατιρική αντιμετώπιση της τρίτης ηλικίας υπερισχύει· ενώ στις παροιμίες αυτό καθρεφτίζει κάποιες πραγματικές στάσεις και θέσεις της κοινωνίας, που πρέπει να ληφθούν υπόψη παρά την παραδοσιακά γεροντοκρατική οργάνωση της κλειστής κοινωνίας της κοινότητας στην Τουρκοκρατία, στις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα αυτή η σάτιρα δεν έχει την ίδια κοινωνιολογική ενδεικτικότητα, γιατί εντάσσεται στον «ανάποδο» κόσμο του καρναβαλιού, όπου όλα επιτρέπονται και τίποτε δεν παρεξηγείται από αυτά που συνήθως απαγορεύονται ή αποφεύγονται. Και μ’ αυτήν την παράδοξη έννοια η απαξίωση των ηλικιωμένων μπορεί να είναι και ένδειξη σεβασμού. Διατηρείται λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση η διαλεκτική της αμφίθυμης αντιμετώπισης του σώματος και της συμπεριφοράς, που δεν ανταποκρίνεται πια στις ιδανικές νόρμες του κοινωνικού ρόλου.
(από τον τόμο Μ. Γ. Μερακλής / Α. Ν. Δουλαβέρας / Α. Ε. Παπακυπαρίσσης / Μ. Γ. Σέργης (επιμ.), Τρίτη Ηλικία. Διαχρονική και διεπιστημονική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2022)