Τάματα και κουρμπάνια
Πράξεις θυσίας, προσφορές, τάματα και ταξίματα, με διαφορετικά κίνητρα (ευχαριστίες, προσδοκίες, επιθυμίες, συμβάσεις), ξεκινώντας όμως σχεδόν πάντα από τους άγραφους νόμους της αμοιβαιότητας (και ανταποδοτικότητας), μαρτυρούνται σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς και αποτελούν ένα αναφαίρετο και βασικό τμήμα της προσκυνητικής δράσης των πιστών μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής πράξης και πρακτικής[1]. Η μαθηματική εξίσωση δώρου και αντίδωρου με μια δόση εγγενούς οικονομικής ορθολογικότητας[2] φτάνει στην υλικότητά της από τη ζωοθυσία έως τη χρηματική ελεημοσύνη και δωρεά και δεν περιορίζεται μόνο στην ιερή σφαίρα της θρησκευτικής συμπεριφοράς στην εκκλησία αλλά απαντά και σε διάφορα τμήματα της αγροτικής παραγωγής· π. χ. με τους πρώτους και τελευταίους καρπούς της συγκομιδής[3]. Στο πλαίσιο της επικοινωνίας και διάδρασης με μεταφυσικούς θεσμούς στην ποιμαντική πρακτική της εκκλησίας η θυσιαστική προσφορά είναι μέρος των στρατηγικών επιβίωσης του ατόμου, της οικογένειας και της κοινότητας, για την αντιμετώπιση καθημερινών και περιστασιακών απειλών ή γίνεται και μια προσπάθεια απόκτησης κάποιας επιρροής στις εξελίξεις του άγνωστου μέλλοντος.
Πέραν τούτο τα προσφερόμενα αντικείμενα είναι και έκφραση της ευσέβειας και της πίστης χωρίς άμεσες σκοπιμότητες, αντικείμενα, των οποίων ο λόγος ύπαρξης είναι λειτουργικός κι όχι αισθητικός: το τάξιμο λαμπάδας[4], αλλά και κερί, λάδι, λιβάνι, άνθη για τον στολισμό εικόνας, επτάζυμα, πρόσφορα[5], πίτες, εορταστικά ψωμιά, στολίδια, υφάσματα και κεντήματα, αγροτεμάχια, ζώα, εικόνες και το ασήμωμα και χρύσωμα εικόνων[6], το ζώσιμο εικόνας[7], σκεύη του βήματος, δισκοπότηρα, ευαγγέλια, εξαπτέρυγα, λειψανοθήκες, κηροπήγια, μανουάλια, τέμπλα, στασίδια, χρυσοκέντητα άμφια, μικρά πλακίδια ως τάματα, εικονοστάσια, προσκυνητάρια του δρόμου κτλ.[8]. Αυτά το τάξιμο μπορεί να αποκτά και σύνθετη πιο τελετοργικότητα, π. χ. στο «σκλάβωμα», όπου τάσσεται ένα άρρωστο παιδί σ’ ένα Άγιο και την εικόνα του[9]. Αυτές οι λατρευτικές δωρεές και τα σχετικά ταξίματα αποτελούν ένα εν μέρει σημαντικό μέρος των οικονομικών εισπρακτικών πηγών εκκλησιών και μοναστηριών και παρατηρείτια τις τελευταίες δεκαετίες και κάποια ειδίκευση συγκεκριμένων ιερών θεσμών σε συγκεκριμένες «υπηρεσίες»[10].
Tάματα και προσφορές μπορούν να τεκμηριωθούν από την πρωτοχριστιανική εποχή[11]· για τον πρώιμο Μεσαίωνα και πριν υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιογραφία για το θέμα, πού απαγορεύονται τέτοιες θυσιαστικές και αφιερωτικές πράξεις, σε πηγές, πέτρες, δέντρα, σταυροδρόμια κτλ.[12]. Η αφιερωματική φόρμουλα “ex voto” εντοπίζεται ήδη στον 3ο αιώνα μ. Χρ.[13], και η αντίστοιχη ελληνική επιγραφή ΥΠΕΡ ΕΥΧΗΣ είναι γνωστή ήδη στην ελληνική αρχαιότητα[14]. Για τα αρχαία αναθήματα για τον Ασκληπιό και σε άλλες λατρείες υπάρχουν συγκεντρωτικά στοιχεία[15]. Λόγω της βυζαντινής απαγόρευσης των πλαστικών απεικονίσεων, στην Ορθοδοξία της ΝΑ Ευρώπης λείπουν εν γένει τρισδιάστατα τάματα[16], οπότε η μορφολογία των αφιερωμάτων διαφέρει ουσιαστικά από τη λατινική Δύση[17].
Κατά τα άλλα τα τάματα (αναθήματα, αφιερώματα, ταξίματα) είναι σε μορφή μικρών πινακίδων από λεπτές ασημένιες πλακέτες ή από άλλο μέταλλο, μερικές μορφές και από χρυσό, επεξεργασμένες με τέτοιο τρόπο που δείχνουν φιγούρες ολόσωμες ή μισές en face και σε προφίλ καθώς και μέλη του σώματος και όργανα, προϊόντα που παράγονται σήμερα βιομηχανικά.
Το περίγραμμα των προσώπων σημαδεύεται με τελίτσες σε μια νοητή γραμμή· αυτά τα πρόσωπα συχνά απεικονίζονται σε στάση προσκύνησης με ανοιγμένα και σηκωμένα χέρια[18] ή με το χέρι στο στήθος[19]. Αυτά τα πινάκια τοποθετύνται σε μεταλλική βέργα ή ένα σκοινί κάτω από την εικόνα του Αγίου ή και ως περιδέραιο πάνω σε αυτή στο κάτω μέρος· παλαιότερα τάματα παρουσιάζονται και σε ξύλινα ντουλαπάκια. Παρόμοιο τάξιμο είναι και το ασήμωμα ή χρύσωμα της εικόνας ή και προσφορές σε μορφή λαμπάδας ή κεριών[20].
Για αυτά το αφιερωτικά χριστιανικά τάματα υπάρχουν διεθνείς συλλογές και σχετική βιβλιογραφία[21]. Σε μια από τις πιο πλούσιες[22] αναφέρονται για τον νοτισλαβικό και ελληνόφωνο χώρο της ΝΑ Ευρώπης οι εξής θεματικές: άνθρωποι ολόσωμοι, καρδιά, νέοι, νέες, γυναίκες, άντρες, στεφάνια, μάτια, αυτιά, πόδια, στήθος, χέρια, στομάχι, νεφρά, πνευμόνια, δόντια, θώρακας, σπίτια, ευχαριστίες, άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, κατσίκια, αεροπλάνα, λεωφορεία, ποδήλατα, σταυροί, καράβια, άγκυρες, ραπτομηχανές, κορώνες, κλειδιά, πέταλα, παράσημα κτλ.[23].
Για τον νοτιοσλαβικό χώρο διαχωρίζονται 93 θεματικοί τύποι τέτοιων μεταλλικών πινακίδων, όμως υπάρχουν και τάματα από ξύλο ή κερί, κεντήματα και υφάσματα· στα σερβικά χωριά δεν συνηθίζονται τα μεταλλικά πινακίδια, αλλά μόνο στις πόλεις και τα μοναστήρια[24]. Για τα τάματα της ΝΑ Ευρώπης υπάρχει κυρίως τοπική βιβλιογραφία, η οποία συμπεριλαμβάνει όμως και τη Διασπορά[25].
Στους μουσουλμάνους της Βαλκανικής αυτό το είδος του τάματος και της θυσιαστικής προσφοράς δεν είναι και τόσο διαδομένο[26], αλλά το kurban bajram (κατά το εβραϊκό korban), η αιματηρή ζωοθυσία, που στον ορθόδοξο ελληνικό και νοτιοσλαβικό χώρο είναι γνωστό με την ίδια ονομασία (κουρμπάνι, kurban)[27]. Σε αντίθεση με την πνευματικότητα των ταμάτων η αιματηρή ζωοθυσία φαίνεται πως είναι έκφραση μιας πρωτόγονης υλικότητας[28], η οποία όμως στις ποιμαντικές πρακτικές της Ορθοδοξίας στη ΝΑ Ευρώπη, μαζί με την ευλογία του ιερέα και μερικές φορές ακόμα και μέσα στην εκκλησία, απαντά ακόμα και στο πιο πρόσφατο παρελθόν, αν και έχει καταδικαστεί στο Ταμείον της Ορθοδοξίας του αριχεπισκόπου Καμπανίας Θεόφιλου (έκδοση Βενετία 1780) από τον 18ο αιώνα, σε ειδικό κεφάλαιο, ως παγανιστικό, ειδωλολατρικό και «ελληνικό» έθιμο[29]. Η μεγάλη απόσταση, που χωρίζει την ποιμαντική πρακτική σε διάφορα μέρη από τις απαγορεύσεις του ανώτερου κλήρου, θα μας απασχολήσει ακόμα στη συνέχεια.
Αν και η σύνδεση με τις αρχαίες ζωοθυσίες μοιάζει οφθαλμοφανής[30], ωστόσο υπάρχει μια σειρά από σημαντικές διαφορές με τις ζωοθυσίες στη ΝΑ Ευρώπη κατά τα νεώτερα χρόνια[31]. Σε μια μονογραφία, που αναλύει 736 περιπτώσεις αιματηρών ζωοθυσιών στον ελληνόφωνο χώρο επικοινωνίας (από αυτά 173 στην ιστορική Θράκη και τις προσφυγικές κοινότητες των Θρακών στην ελληνική Μακεδονία)[32] επισημαίνεται[33], πως οι περισσότερες θυσίες γίνονται σε μια συγκεκριμένη εορτολογική ημερομηνία (γιορτή Αγίου)[34] με εκκλησιαστική τελετουργία (υπάρχουν όμως και ιδιωτικές θυσίες με μαγική χρήση του αίματος, θυσίες σε θεμέλια[35], το αίμα ως αποτρόπαιο για αρρώστιες και κακό[36] κτλ.)· το σφαχτάρι, σε αντίθεση με την αρχαιότητα, σπάνια καθιερώνεται αυστηρά ως προς το χρώμα και το είδος (ταύροι π. χ. μόνο στα αναστενάρια και στη Λέσβο)[37], στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αρνιά, αίγες και τράγοι, χοίροι τα Χριστούγεννα και το καρναβάλι, κόκορες στην ανέγερση σπιτιών και στο γάμο (και για τον αρχάγγελο Μιχαήλ)[38]· η σφαγή γίνεται στον περίγυρο της εκκλησίας, στην πύλη, στο καμπαναριό, τα θεμέλια σπιτιού, ή ακόμα και στον ίδιο τον ναό (επίσης σε σπήλαια και κάτω από δέντρα)· ο σφαγέας είναι συγγενείς, συγκάτοικος ή και ξένος, ο νικητής σε σχετικό πλειστηριασμό, παλαιότερα φαίνεται πως ο ίδιος ο ιερέας έπαιζε σημαντικό ρόλο[39]· σε δημόσιες θυσίες η παρουσία των πιστών είναι ο κανόνας, γιατί η ζωοθυσία θεωρείται, παρά τις τόσες απαγορεύσεις, σημείο βαθιάς ευσέβειας[40]· η σφαγή γίνεται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ή την παραμονή, έτσι ώστε το κρέας μπορεί να ευλογηθεί την ημέρα της γιορτής.
Στο δημόσιο τελετουργικό ανήκει και ο στολισμός του ζώου και η πομπή (δεν πρέπει να κουραστεί)[41]· η ίδια η σφαγή γίνεται με το κεφάλι του θύματος προς ανατολάς, το αίμα ρέει σε ειδική λακκούβα, ή, ανάλογα με τις περιστάσεις, στα θεμέλια της εκκλησίας ή του σπιτιού, κάτω από την εικόνα του Αγίου, στο κατώφλι του σπιτιού, στην είσοδο της στάνης, στα σανίδια του καϊκιού κτλ.· με το αίμα σχηματίζουν στους παρισταμένους ένα σταυρό στο μέτωπο, στην είσοδο σπιτιών και στάβλων, φυλάγεται στο εικονοστάσι του σπιτιού ή φοριέται ως φυλακτό κτλ.[42]. Το κρέας μοιράζεται μετά τη λειτουργία ωμό ή βρασμένο, ή καταναλώνεται στο χώρο της εκκλησίας ή σε άλλο καθορισμένο χώρο· στο συμπόσιο συμμετέχει όλη η κοινότητα όπως και ξένοι· είναι σημαντικό, το κρέας να καταναλώνεται ακόμα ανήμερα της γιορτής, τα απομεινάρια (και το αίμα) φυλάσσονται, το κεφάλι (και τμήματα της πλάτης) ανήκουν στον ιερέα. Υπάρχουν πολυάριθμες παραδόσεις, πώς διάφορα χωριά έχουν σωθεί από επιδημίες με τέτοιες ζωοθυσίες, που αφιερώνονται σε συγκεκριμένο Άγιο, και άλλες αναφέρονται στην παραβίαση και αθέτηση τέτοιων αφιερωτικών όρκων, όπου το ζώο που έχει ταχθεί στον Άγιο τελικά δεν θυσιάστηκε ή ένα άλλο στη θέση του, και στις ολέθριες συνέπειες αυτής της βέβηλης πράξης[43].
Φιλοζωικοί σύλλογοι, ο πεφωτισμένος ορθολογισμός και οι απαγορεύσεις εκ μέρους της επίσημης εκκλησίας δεν μπόρεσαν να σταματήσουν αυτές τις πρακτικές τελείως· και αυτό σε αντίθεση με τις από την εκκλησία ευλογημένες αδελφοποιΐες, που είχαν απαγορευτεί ήδη στη βυζαντινή εποχή, εξέλειπαν όμως μόλις κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα τελείως. Η μορφολογία της λαϊκής λατρείας ακολουθεί άλλες αναγκαιότητες, μακριά από τη θεολογική δογματική, και η εξάλειψη αυτού του μακραίωνου εκκλησιαστικού εθίμου δεν έγινε από τις απαγορευτικές πατριαρχικές εγκυκλίους αλλά από τις αλλαγμένες συνθήκες διαβίωσης των μη προνομιούχων τμημάτων και κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού.
(από το βιβλίο Τελεστικότητα και φαντασιακό στον προφορικό πολιτισμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Θεσσαλονίκη Κ. & Μ. Σταμούλη 2024)
[1] M. Frenschkowski/L. Röhrich, “Opfer”, Enzyklopädie des Märchens 10 (2000) 281-306, H. Hubert/M. Mauss, «Essai sur la nature et la fonction du sacrifice» (1899), M. Mauss, Œuvres 1, Paris 1968, 193-307, Stonus 1996, Leeuw 1920-21, F. Eckstein, “Speiseopfer”, Handwörterbuch des Deutschen Aberglaubens 9 (Nachträge) (1938-41) 496-547, M. Müller-Wille, Opferkulte der Germanen und Slaven, Stuttgart 1999, G. Rosolato, Le Sacrifice, Paris 1987.
[2] W. Wunderlich, “Gabe”, Enzykopädie des Märchens 5 (1987) 625-637, M. Aλ. Aλεξιάδης, “Do ut des”, Δωδώνη 16/1 (1987) 253-265.
[3] Τις λεγόμενες απαρχές (Γ. Ν. Αικατερινίδης, «Απαρχές (λατρευτικές και ευετηριακές) στη νεοελληνική εθιμολογία», Λαογραφία 37, 1993/94, 61-80, ιδίως 63-67, Βαρβούνης, Θεμελιώδεις έννοιες και μορφές, ό. π., 100 εξ.). Π. χ. οι πίττες που γίνονται από το πρώτο αλεύρι της χρονιάς αφιερώνονται στα τζιτζίκια, σπόροι ρίχνονται στο αλώνι, ένα κομμάτι του αγρού αφήνεται ανέπαφο (θυσία προς τη φύση) (N. Γ. Πολίτης, «Τα έθιμα του θέρους και της σποράς», Λαογραφικά Σύμμεικτα Γ΄, Aθήναι 1930, 191-197, K. Kαραπατάκης, «Ο ‘δράκος’. Παλιό αγροτικό έθιμο Δυτικής Μακεδονίας», Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Λαογραφίας Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη 1975, 79-124), το πρώτο βαρέλι φετινού κροσιού στον τρύγο ευγολείται από τον ιερέα και μοιράζεται σε όλο το χωριό (στην Πέτρα της Ανατολικής Θράκης, Πετρόπουλος 1941-42: 158 εξ.), ή δίνεται στον Άγιο ή στην εκκλησία (Θάσος, M. Γ. Βαρβούνης, «Αναίμακτες προσφορές στην παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Θάσου», Θασιακά 9, 1994/95, 79-84), στην Ανατολική Θράκη ευλογούνται στην εκκλησία και τα πρώτα σταφύλια ανήμερα της γιορτής της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου) ή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου (6 Αυγούστου) και μοιραζονται (και στην Καππαδοκία, Λουκόπουλος/Πετρόπουλος 1949: 51). Πέραν τούτων υπλαρχει και η προσφορά του γάλατος στο ποτάμι, του ψωμιού και κερμάτων σε πηγές, μέλι προς αγίους και νεράϊδες, σε μοίρες και δαιμόνια, στη Ζάκυνθο και στα σπιτίσια φίδια, στη Λέρο στα πνεύματα του σπιτιού. Αλλά σε τέτοια τάματα και προσφορές συγκαταλέγονται και λουλούδια, ανθοστέφανα, κλαδιά, ο ανθοστολισμός του επιταφίου ή της εκκλησίας, με μυρτιές, δάφνες κτλ.
[4] Ιδιώς όταν έχει το βάρος του ανθρώπου, οπότε αποτελεί πλέον συμβολική αυτοθυσία.
[5] Στην περίπτωση συλλογικής συμφοράς η κατασκευή των πρόσφορων γίνεται με μαγικούς «ενισχυτές» της αποτελεσματικότητας: παρθένες ζυμώνουν και ψήνουν το πρόσφορο στην εκκλησία, όπου ευλογείται από τον παπά (Καστοριά, Κορώνη).
[6] K. A. Ρωμαίος, «Ασημόπαιδα» (1955: 42-47), Χ. Κουτελάκης, «Η επένδυση μιας εικόνας στη Σπηλιανή Νισύρου», Nισυριακά 8 (1982) 257-278, Ε. Αντζουλάτου-Ρετσίλα, «Tο ελληνικό τάμα στο πέρασμα των αιώνων», Μυριόβιβλος 5 (1984) 15-19. Το έθιμο υπήρχε ήδη κατά το Βυζάντιο.
[7] Το νήμα στο μέγεθος της εικόνας φοριέται ύστερα στη ζώνη.
[8] Ε. Αντζουλάτου-Ρετσίλα, στο Ν. Παπαγεωργίου, Α. Τάματα και Σύμβολα των Λαών, Β. Ζωγραφικά Αφιερώματα του Μεσαίωνα, Aθήνα 2011, 297 εξ.
[9] Βλ. και παραπάνω στο Πρώτο Μέρος. Π. χ. το άρρωστο παιδί ζυγίζεται μπροστά στην εικόνα και ανάλογα με το βάρος του τάσσονται στον Άγιο κερί ή λάδι. Το «σκλαβωμένο» παιδί φοράει ασημένιο κρίκο στο λαιμό, που μετά από χρόνια γίνεται τάμα στην εικόνα. Στη Σπάρτη και τα Ιόνια Νησιά άρρωστα παιδιά γίνονται «καλόγεροι» ή «καλόγριες» και τάσσονται στον Άγιο· φορούν μαύρα ράσα, δεν τους φωνάζουν με το όνομά τους και μετά από τον καθιερωμένο χρόνο ντύνονται στα λευκά, ενώ τα ράσα μένουν στην εκκλησία. Στην ιστορική Θράκη συναντά κανείς πολλές παραδόσεις ανεύρεσης εικόνων της Παναγιάς, και σκλαβώματα και ταξίματα άρρωστων παιδιών τεκμηριώνονται συχνά (Παπαθανάση-Μουσιοπούλου 1979/80: Α΄ 62). Στην Ηράκλεια φυματικά παιδιά στάσσονται στον Άγιο Γεώργιο «τον Αράπη», κι όταν είναι πλέον της παντρειάς απελευθερώνονται με λύτρα από λάδι ή χρήματα (Α΄ 76)· το σκλάβωμα αναγγέλλεται τελετουργικά στην εκκλησία, το παιδί φορά για 40 μέρες σιδερένιο κρίκο στο λαιμό, που τον κρεμάν ύστερα στην εικόνα· ως έφηβος πρέπει να είναι αγνός, να νηστεύει, να δουλέυει με ευσέβεια στην εκκλησία – τότε θα φροντίσει η Παναγία ή ο Άγιος για την υγεία, αβλαβεία και την επιβίωσή του (ήδη βυζαντινό έθιμο: Στ. Κυριακίδης, «Το σκλάβωμα (ή καλογέρωμα, ρασοφόρεμα)», Λαογραφία 13 1951, 350-360, ιδίως 405, Βαρβούνης, «Αγιόδουλος», Θεμελιώδεις έννοιες και μορφές, ό. π., 39, E. Παπαδάκης, Μορφαί του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνα κατά τας γραμματειακάς πηγάς, Aθήναι 1976, 109, M. Γ. Μερακλής, Ελληνική λαογραφία, τόμ. Β΄, Aθήνα 1986, 27 εξ., A. Φλωράκης, Καραβάκια-τάματα και θαλασσινή αφιερωτική πρακτική στο Αιγαίο, Aθήνα 1982, 93εξ.)· η λύση του ταξίματος και η λύτρωση από τον άγιο γίνεται με καθορισμένο ποσό χρημάτων και μια τελετουργία· όπως και στο στεφάνωμα του γάμου πρόκειται για μυητική τελετή στον εκκλησιαστικό χώρο (Σέργης 2007: 95 εξ.).
[10] Όπως π. χ. το «μήλο της γονιμότητας» στη μονή της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στη Μεταμόρφωση της Αττικής, στα Σπάτα γίνεται σε ορισμένες Κυριακές η ευλογία των νέων αυτοκινήτων κτλ. Σημαντικά προσκυνητικά κέντρα όπως η Παναγία η Μεγαλόχαρη στην Ευαγγελίστρα της Τήνου έχουν αναπτύξει οργανωμένες διαδικασίες της διοίκησης για τη τη διαχείριση και αξιοποίηση των εν μέρει σημαντικών δωρεών, προσφορών και ταμάτων: μένουν τρία χρόνια στα χρηματοκιβώτια της Ελληνικής Εμπορικής Τράπεζας και ύστερα βγαίνουν σε πλειστηριασμό (M. Kenna, “Icons in Theory and Practice”, History of Religions 24/4, 1985, 345-368).
[11] Συγκεντρωμένα τα σχετικά τεκμήρια στο Kriss-Rettenbeck 1972: 87 εξ.
[12] Kriss-Rettenbeck 1972: 107 (με τις πηγές).
[13] Σε ένα μωσαϊκό στην Ostia (εικ. 49 στο A. Toynbee, Auf diesem Felsen. Das Christentum – Grundlagen und Weg zur Macht, Wien/München 1970).
[14] H. Leclercq, Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et de Liturgie V 1039 εξ., Kötting 1950: 185, 395 εξ., E. Lucius/G. Anrich, Die Anfänge des Heiligenkultes in der christlichen Kirche, Tübingen 1904, 288 εξ., A. Franz, Die kirchlichen Benediktionen im Mittelalter, 2 τόμ., Freiburg 1909, II 439 εξ., 456 εξ.
[15] Σεεπιλογή: E. Reich, Griechische Weihgeschenke, Wien 1890, W. H. Rouse, Greek votive offerings, Cambridge 1902, R. Herzog, Die Wunderheilungen von Epidaurus, Leipzig 1931, G. Karo, Weihgeschenke in Epidaurus, Stuttgart 1937, E. & E. Edelstein, Asklepios, Baltimore 1945, U. Hausmann, Kunst und Heiltum. Untersuchungen zu den griechischen Asklepiosreliefs, Potsdam 1948, C. Roebuck, The Asklepeion and Lerna, Princeton 1951 κτλ.
[16] Συγκέντρωση του σχετικού υλικου στους Kriss/Kriss-Heinrich 1955, Eckert/Formozis 1942 και 1943β.
[17] Kriss-Rettenbeck 1950, 1963 και 1972, R. Kriss, Volkskunde der altbayerischen Gnadenstätten, 3 τόμ., München 1953-56. Εξαιρέσεις από τον κανόνα υπάρχουν μόνο σε μορφές που έγιναν κάτω από δυτική επίδραση (Kriss/Kriss-Heinrich 1925: 24 εξ.), όπως ανάγλυφες εικόνες, δέντρα και καράβια (στο νησιωτικό χώρο), τρισδιάστατα τάματα από κερί και ανάγλυφες εικόνες στα Επτάνησα, πουλιά και καράβια στα Δωδεκάνησα, ανάγλυφα από πέτρα με κολλημένα κέρματα στην Κωσταντινούπολη κτλ. (Kriss/Kriss-Heinrich 1925: 32 εξ., 55 εξ., 114 εξ, 169 εξ., Φλωράκης 1982 κτλ.).
[18] Αυτή η κλασική ελληνική χειρονομία προσευχής (P. Stengel, Die griechischen Kultusaltertümer, München 1920, 80) πέρασε και στη χριστιανική λειτουργία (Th. Ohm, Die Gebetsgebärden der Völker und das Christentum, Leiden 1948, 259).
[19] Πιο σπάνια με σταυρωμένα χέρια ή κρεμασμένα (Eckert/Formozis 1942: 66). Το χέρι στο στήθος τεκμηριώνεται και στην αρχαία και πρωτοχριστιανική τέχνη (G. Weise/G. Otto, Die religiösen Ausdrucksgebärden des Barocks und ihre Vorbereitung durch die italienischen Kunst der Renaissance, Stuttgart 1938, 48 εξ.).
[20] Στην Παναγία Ευαγγελίστρια στην Τήνο το άναμμα άπειρων κεριών έχει προκαλέσει ζημιές στις τειχογραφίες του ναού, ώστε να έχει απαγορευτεί πλέον (1994). Για το ιστορικό της εκκλησίας βλ. Ι. N. Kαρδαμίτσης, Ιστορία της Ευαγγελίστριας, Τήνος 1952.
[21] Βλ. όπως παραπάνω. Για το θέμα W. Brückner, “Volkstümliche Denkstrukturen und hochschichtliches Weltbild im Votivwesen”, Schweizer. Archiv für Volkskunde 59 (1963) 186-203.
[22] N. Παπαγεωργίου, Α. Τάματα και Σύμβολα των Λαών, Β. Ζωγραφικά Αφιερώματα του Μεσαίωνα, Aθήνα 2011· είναι παγκοσμίως μια από τις πιο περιεκτικές συλλογές θρησκευτικών ταμάτων και από τις πέντε ηπείρους με εκατοντάδες εικόνες, που συγκέντρωσε με εντολή της UNESCO ο εθνολόγος σε πολυάριθμες επιτόπιες έρευνες. Παρόμοια δομή έχει, με πάρομοια διάρθρωση και επίσης σε μεγάλο σχήμα, και ο τόμος του για μάσκες και μεταμφιέσεις: του ίδιου, Μάσκες – Μαγεία – Φυλές από όλο τον κόσμο, Aθήνα 2013.
[23] Παπαγεωργίου, ό. π., 293 εξ. Ακόμα και καιγώμενες καρδιές για την αγάπη, νυφικά στεφάνια για τον γάμο, ομάδες προσώπων, ψαλίδια κτλ. (βλ. και Puchner 1997α: 53 εξ.).
[24] G. Blagojević στο Παπαγεωργίου, ό. π., 141 εξ. Τα θέματα είναι μεταξύ άλλων φασκιωμένα βρέφη, πόδια, ένας χοίρος, ένας κόκορας, η groznica (ο πυρετός σε μορφή βατράχου) κτλ. Αυτά τα τάματα και οι δωρεές ευχαριστίας στις τέως γιουγκοσλαβικές χώρες απευθύνονται στον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Γεώργιος και την Αγία Παρασκευή, με ανθρωπόμορφες απεικονίσεις, ζωομορφικές ή και αγιογραφικές (και στο σερβικό Χιλανδάρι στον Άγιον Όρος). Για την εκπλήρωση της της επιθυμίας για τεκονογονία ενταφιάζονται κέρινες κούκλες, σαν βρέφη, στο νεκροταφείο (εικονική θυσία). Στη μονή της Παναγιάς στη Sokolica κοντά στη Kosovska Mitrovica στην εικόνα της Μαρίας κρέμονται και υφάσματα, μαντήλια και στολίδια, στο Κόσοβο κάνουν τέτοια τάματα και οι γυναίκες μουσουλμάνες (ατεκνία)· στην περίπτωση της ξενιτιάς (pečalba) ευλογείται ένα ασημένιο κέρμα που φοριέται ως φυλακτό. Στο Perovaradin της Βοϊβοδίνας η εκκλησία της Tekija (Crkva na Tekijama) με το περίφημο εικονοστάσιο Tekija templom διοργανώνει στις 26 Ιουνίου και τις 5 Αυγούστου ένα πανηγύρι, στο οποίο συμμετέχουν Ορθόδοξοι, Ρωμαιο-Καθολικοί, Προτεστάντες και Ελληνο-Καθολικοί· από τα πλούσια κέρινα τάματα που υπήρχαν κάποτε, σήμερα δεν έχουν μείνει ελάχιστα.
[25] Εκτός από τις μονογραφίες των Kriss και Kriss-Heinrich (βλ. παραπάνω) Mihail 2006, Skendi 1980, Ε. Αντζουλάτου-Ρετσίλα, «Το ελληνικό τάμα στο πέρασμα των αιώνων», Μυριόβιβλος 5 (1984) 15-19, N. Papadakis, Greek Folk Silver Votive Offerings: Iconographical Citation from the Anonymous Art of Greek People, Athens 1971, R.-T. Teske, Votive Offerings among Greek Philadelphians, New York 1980 (PhD diss., University of Pennsylvania 1974), Βαρβούνης 2010, 350 εξ., του ίδιου, Λαϊκή λατρεία και αφιερωτική πρακτική στην Τήλο, Ρόδος 1999, Ε. Καρποδίνη-Δημητριάδη, Η θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Κέας, Aθήνα 1988, 55-57, N. Γ. Πολίτης, «Αναθήματα κατ’ ευχήν», Λαογραφία 2 (1910) 125-130, Ρωμαίος 1955: 42-47 κτλ.
[26] Βλ. Kriss/Kriss-Heinrich 1960/62: 292-340, όπου αναφέρονται, σε συγκρητισμό των Mevlevi και Bektași με την Ορθοδοξία, το τρυποπέρασμα, τα τζάτζαλα στα αγιάσματα, ιπποδρομίες, ιερά δέντρα, αλλά και τάματα (ιδίως 336 εξ.).
[27] Για τον παραλληλιμσό των θυσιαστικών πρακτικών Ορθόδοξων και Μουσουλμάνων βλ. M. G. Varvounis, “Christian and Islamic parallel traditions in the popular culture of the Balkan people”, Journal of Oriental and African Studies 9 (1997-98) 53-74, F. N. Hasluck, Christianity and Islam under the Sultans, Oxford 1929, 15-108, 362-366, Μ. Γ. Βαρβούνης, «Ζητήματα λαογραφίας και μορφές λαϊκής θρησκευτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων της Καππαδοκίας», Γρηγόριος ο Παλαμάς 93/837 (2010) 657-704.
[28] Τα σφραγισμένα πρόσφορα με τον συμβολισμό του σώματος του Χριστού απεμπολούν την υλικότητά τους, όπως η μεταλαβιά στην κοινωνία, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού. Ο Παύλος στις Επιστολές του προσπαθεί να συνδέσει τη συμβολικότητα του αίματος του Χριστού με τις εβραϊκές θυσίες καθαρμού (Kor. 10.18-19, 21-22, Hebr. 9.13-14). Στην Παλαιά Διαθήκη το ράντισμα με αίμα παίζει σημαντικό ρόλο στις καθαρτικές τελετουργίες (των πιστών Exod. 24,8, του νέου ιερέα Levit. 8,30, του βωμού Exod. 29,16, Levit. 1,5· 4,7· 5,9 κτλ.). Και στην πρωτοχριστιανική εποχή το αίμα των μαρτύρων χρησιμοποιόταν και ως φυλακτό (A. I. Φυτράκης, Λείψανα και τάφοι μαρτύρων, Aθήνα 1955, 35-38). Η συσχέτιση όμως των γιορτών της Αγάπης στο ναό, και των εορταστικών συνάξεων στους τάφους των μαρτύρων, με ζωοθυσίες παραμένει υποθετική (K. Σάθας, Ιστορικόν δοκίμιον περί της μουσικής και του θεάτρου των Βυζαντινών, εν Βενετία 1879, πγ΄). Αλλά μπορεί, ενδεχομένως, η πνευματικότητα του μυστικισμού γύρω από το αίμα του Χριστού (ήδη στην αρχαιότητα ήταν η έδρα της ψυχής), ως εγγυητής της αθανασίας, το αίμα των μαρτυρών, ο συμβολισμός του κόκκινου και του ρόδου κτλ., να είχαν και λιγότερα εξιδανοποιημένες εκδοχές, αν σκεφτεί κανείς π. χ. την ωμή υλικότητα της λατρείας των λειψάνων (που βασίζεται στην υλική ύπαξρη των οστών και της κάρας, βλ. Meinardus 1970), τη σχεδόν «κανιβαλική» προσκυνητική υστερία γύρω από την κατοχή λειψάνων κατά τον Μεσαίωνα (π. χ. L. Kretzenbacher, “Besitz-Streit um den Leib des ‘Heiligen’”, Österr. Zeitschrift für Volkskunde LXIV/95, 1992, 461-481) και την πολλαπλώς τεκμηριωμένη πίστη στη θεραπεία με το σωματικό άγγιγμα του φορέα της ιαματικής δύναμης (όπως παραπάνω).
[29] Ταμείον της Ορθοδοξίας, εν Βενετία 1780: 134-146: «Περί θυτών βαρβαρικώς Κουρμπανίων», 157f.: «Ελληνική θυσία τα Κουρμπάνια».
[30] Petropoulos 1956, Georgoudi 1979.
[31] W. Burkhart, Homo necans. The Anthropology of Ancient Greek Sacrificial Ritual and Myth, Berkeley/Los Angeles/London 1983 (γερμανικά Berlin 1972), Alexiou 1990. Αυτές οι διαφορές δεν έγκεινται μόνο στην παρουσία Χριστιανού ιερέα, το σημάδεμα ενός σταυρού στο μέτωπο του σφαχτού, την τοποθέτηση κεριών στα κέρατά του και το λιβάνισμα (Stahl 1976), αλλά κυρίως στην απουσία ειδικών τελετουργιών με το αίμα του ζώου κατά τη θυσία (R. K. Yerkes, Le Sacrifice dans les religions grecque et romaine et dans le judaisme primitif, Paris 1955, 169, Stengel, Griechische Kultusaltertümer, ό. π., 116 εξ.), στη σχετική έλλειψη σημασίας του τρόπου σφαγής, της εκδοράς και του μοιράσματος του κρέατος, ενώ όλη η σημασία της θυσίας έγκειται στην κατανάλωση του κρέατος (Yerkes, ό. π., 135). Αντίθετα, στις περιγραφόμενες περιπτώσεις συχνά η θυσία γίνεται μόνο για το αίμα (βλ. και Puchner 1997α: 54 εξ.).
[32] Βλ. και τους χάρτες διάδοσης κατά ημερομηνίες και τόπους στο Βαρβούνης 2010: 332, 334.
[33] Γ. N. Aικατερινίδης, Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες. Λειτουργία – μορφολογία – τυπολογία, Aθήνα 1979 (Αικατερινίδης 1979).
[34] Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Άγιοι Αθανάσιος, Δημήτριος, Τρύφων, Γεώργιος, Νικόλαος, Χαράλαμπος, Κωνσταντίνος, Ιωάννης Θεολόγος, ο προφήτης Ηλίας κτλ. Βλ. Georgieva 2001, Koleva 1974β, M. Γ. Βαρβούνης, Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, Aθήνα 1992, Ε. Aυδίκος, «Το κουρμπάνι του αγίου Αθανασίου Διδυμοτείχου. Η θρησκευτικότητα ως έκφραση κοινωνικής αντιρρόπησης», Εξώπολις 3-4 (1995-96) 164-174, Z. Παπαγεωργοπούλου/Α. Μπρούσκου, «Το κουρμπάνι του αγίου Τρύφωνα στη Γουμένισσα», Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού. Β΄ Τριήμερο εργασίας, Aθήνα 1992, 276-285, Χ. Μουδούρης, «To κουρμπάνι του Αη Νικόλα στο Τζελέπκιοϊ της Ανατ. Θράκης», Ημερολόγιο-Λεύκωμα Θρακική Εστία Θεσσαλονίκης 4 (1985/86) 237-241, Paraskevopoulou 1978, κτλ.
[35] Γ. N. Aικατερινίδης, «Eθιμολογικά ελληνικής λαϊκής οικοδομίας», Αρμός. Τιμητικός τόμος στον N. K. Mουτσόπουλο, Θεσσαλονίκη 1990, Α΄ 149-154, Αικατερινίδης 1979: 147-159, Papamichael-Koutroubas 1981, Οικονομίδης 1981/82.
[36] Σε περίπωση αρρώστιας το ζωό σκοτώνεται στα κατώφλι της εκκλησίας, ενώ ο ιερέας διαβάζει την ευλογία· κομμάτια του κρέατος δένονται στα ρούχα του αρρώστου. Συλλογικές ζωοθυσίες γίνονται στην περίπτωση επιδημιών ή κακής συγκομιδής στον αυλόγυρο της εκκλησίας ή στην πλατεία του χωριού (Πολίτης 1920/21, Β΄ 366-374).
[37] Μέγας 1911-12.
[38] Αικατερινίδης 1979: 167 εξ. Στους γάμους συνήθως αρνί, κόκορας ή πουλερικά· με το αίμα βάφεται το κατώφλι του σπιτιού.
[39] Για το θέμα βλ. I. Πάλλας, Η θάλασσα των εκκλησιών. Συμβολή εις την ιστορίαν του χριστιανικού βωμού και μορφολογία της λειτουργίας, Aθήνα 1952, 109.
[40] Αικατερινίδης 1979: 91, 155 και 170.
[41] Το ιδανικό το θύματος της θυσίας είναι ένα ζώο άψογο, το οποίο έρχεται αυτοβούλως στον τόπο της θυσίας (για τις θρησκευτικές παραδόσεις για το ελάφι, που ήρθε από μόνο του στη θυσία, βλ. Λαογραφία Γ΄ 155, 160, ΣΤ΄ 189 εξ.).
[42] Αικατερινίδης 1979: 171.
[43] Αικατερινίδης 1979: 163, 172.
86