Ι΄ ΜΕΡΟΣ
4.4. Το κακό μάτι ή η κυριαρχία του μέτριου
Το non plus ultra μαγικών και φαντασιακών αντιλήψεων και δοξασιών είναι η μη λεκτική επικοινωνία, με την οποία ξεκίνησε ο τόμος ούτος: αλλά δεν πρόκειται για απλή συνεννόηση (με χειρονομίες ή μιμικά μέσα), αλλά για μια ωμή επέμβαση με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες: το μάτιασμα· απλώς με την οπτική επαφή μέσω του βλέμματος, και μάλιστα ακόμα και με ένα μονομερές κοίταγμα. Για τη δύναμη του βλέμματος έχουν γραφεί πολλά και υπάρχουν πολλές εικασίες[1] · εν τέλει οι εκφραστικές δυνατότητες του ματιού και οι σημασιολογικές ερμηνείες του φαίνεται πως διαφεύγουν από μια επιστημονική κωδικοποίηση[2]. Η ψυχολογική βάση της βασκανίας, της δοξασίας για τη μαγική δύναμη που έχει το Κακό Μάτι, της πιο διαδομένης μορφής της βλαπτικής, της Μαύρης Μαγείας, μοιάζει να είναι ο φθόνος, ο οποίος αντιδρά αρνητικά, συνειδητά ή και υποσυνείδητα, σε κάθε τι αξιοσημείωτο, εξαιρετικό, όμορφο, θαυμαστό κτλ.· με άλλα λόγια: η κυριαρχία και τυραννία της μέσης μετριότητας στην καθημερινή πραγματικότητα. Πέρα από αυτό υπάρχουν βέβαια και άλλα δυνητικά κίνητρα, όπως μίσος, εκδίκηση, έχθρα κι άλλα. Ο οφθαλμός είναι τμήμα της φυσιογνωμίας, της οποίας τα χαρακτηριστικά ήταν πάντα παραδοσιακό αντικείμενο σημασιολογικής ερμηνείας σχετικά με τον χαρακτήρα του φορέα· μολοντούτο το βλέμμα, ιδίως το έντονο κοίταγμα ασκαρδαμυκτί, είναι μια ενεργητική δράση, η οποία μπορεί να ενέχει τη μεταφορά αρνητικής ενέργειας, σύμφωνα με τον μηχανισμό της transplantatio morborum[3]. Οι φορείς του Κακού Ματιού θεωρούνται και αποκαλούνται συχνά «σημαδεμένοι», όμως τα σχετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αφορούν πολλές και πολύ διαφορετικές σωματικές ιδιαιτερότητες και μορφές βλέμματος[4]. Η ουσιαστική οικουμενική διάδοση του φαινομένου και οι πολλές ψευδοεπιστημονικές και ψυχολογίζουσες πραγματείες έχουν δημιουργήσει μια τεράστια βιβλιογραφία, η οποία εν μέρει μπορεί να κατεβαστεί και από το διαδίκτυο[5].
Το σήμερα τεκμηριώσιμο στην επιτόπια έρευνα υλικό αυτής της δοξασίας εκτείνεται στον μεσογειακό χώρο, τη ΝΑ Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τον ισλαμικό κόσμο και τη βόρεια Αφρική, τη νότια Αμερική λόγω της αποικιοκρατίας· σε εποχές πριν τον Διαφωτισμό η γεωγραφική αυτή διάδοση πρέπει να ήταν ακόμα πολύ πιο μεγάλη. Δε θα επιμείνουμε στο σημείο αυτό σε θεωρίες της διάδοσης από κάποιο ενιαίο κέντρο πολιτισμού (Kulturkreislehre) σχετικά με την απαρχή και την προέλευσης, επειδή πιθανότατα πρόκειται για μια προϊστορική και πολυγενετική δοξασία, η οποία τεκμηριώνεται, ακόμα και ως όρος, για πρώτη φορά ήδη σε κείμενα στη σφηνοειδή γραφή των Σουμερίων και Βαβυλωνίων γύρω στα 3000 προ Χριστού. Το μεσογειακό malocchio, mal de ojo και mau-olhado, στα ελληνικά μάτι ή μάτιασμα (βασκανία), στην Ανατολή nazar (τούρκ., Ινδίες, Πακιστάν), ayn al–ḥasūd (αραβ.), áyin hā-rá (εβρ.), char atchk (αρμεν.), chashm zakhm (περσ.), cheshim mora (αφγανικ.) κτλ., στη ΝΑ Ευρώπη ως uroklivjo oko (σερβ.), uroklivo oko (βουλγ.-σλαβομακ.), syri i keq ή syni keq (αλβ.), gonosz szem ή szemmelverés (ουγγρ.), deochi (ρουμαν.), nazar boncuğu ή nazar takımı (το γαλάζιο μάτι) ως φυλακτό για kem göz (τουρκ.) κτλ.
Ως ουσιαστικά παγκοσμίως διαδομένο στοιχείο της conditio humana, της ανθρώπινης συμπεριφοράς, και ερμηνευτικό κλειδί για μη λεκτικές διαδράσεις και επικοινωνίες, η πολυγενετική καταγωγή είναι εξαρχής η πιο πιθανή εκδοχή, πράγμα που ενισχύει και η διάδοσή του σε πολιτισμούς, που ποτέ δεν ήρθαν σε κάποια επαφή μεταξύ τους. Στην Ευρώπη υπάρχει μια μακρά παράδοση της ενασχόλησης με τη βασκανία, αρχής γενομένης με μια σειρά από αρχαίους συγγραφείς[6], οι οποίοι, όπως και ο Πλούταρχος, αποδίδουν την ολέθρια επίδραση του βλέμματος στον φθόνο και τη μνησικακία[7]. Αυτές τις αντιλήψεις κληρονόμησε και συνέχισε εν μέρει και ο Χριστιανισμός[8]. Το θέμα απασχολεί ήδη την ελληνική Πατρολογία[9], και βυζαντινές πραγματείες περί μαγείας, όπως τα γραπτά του Μιχαήλ Ψελλού, σχολιάζουν το φαινόμενο αυτού του συλλογικού φαντασιακού[10], το οποίο, από την πρωτοβυζαντινή εποχή έως τους Παλαιολόγους ήταν, με τα αποτρεπτικά του φυλακτά[11], αναφαίρετο τμήμα της καθημερινής πράξης[12] και τα ίχνη του βρίσκονται ακόμα και στην εικονογραφία και τις εκκλησιαστικές τοιχογραφίες[13]. Παρά τις απαγορεύσεις της μαγείας και των μαντείων στον Ιουστινιανό Κώδικα (Cod. Theodos. 9.16,4-6) η εκκλησία αναγκάστηκε, στο πλαίσο των στρατηγικών της αφομοίωσης παγανιστικών στοιχείων[14], να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις στην ποιμαντική πρακτική· έτσι στο Μικρόν Ευχολόγιον υπάρχει σήμερα ακόμα η ευλογία γι’ αυτούς που έχουν βλαφτεί από τη βασκανία[15].
Η ίδια δοξασία συναντάται και στην Παλαιά Διαθήκη και στη ραββινική γραμματολογία[16], καθώς και στο Ισλάμ[17], όπου η κυανή πέτρα σε μορφή οφθαλμού ή το αποτρεπτικό «χέρι της Φατιμά» προσφέρονται και σήμερα ακόμα ως φυλακτό[18]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν στη ΝΑ Ευρώπη τόσο η ορθόδοξη όσο και η μουσουλμανική παράδοση εκείνες που μετέφεραν αυτή τη δοξασία έως το άμεσο παρόν[19], ενισχυμένη από παπάδες και ιμάμηδες, που ξεμάτιζαν με εκκλησιαστικό τρόπο[20]· το μάτιασμα από το Κακό Μάτι δεν ήταν άγνωστο και στη Δύση[21].
Και για τη ΝΑ Ευρώπη υπάρχουν μια ολόκληρη σειρά από ειδικευμένες μελέτες, γενικές, λεξικολογικές, φιλοσοφικές, σημειωτικές, κοινωνιολογικές και κοινωνιοψυχολογικές[22], συγκριτικές[23], όπως και ειδικευμένες κατά χώρα: Ουγγαρία[24], τέως Γιουγκοσλαβία[25], Ρουμανία[26], Ελλάδα[27], Tουρκία[28] κτλ. ή και πιο τοπικές μελέτες[29], καθώς και μελέτες για τους Έλληνες της διασποράς σε Αυστραλία και Αμερική[30]. Ο αρχαίος βάσκανος οφθαλμός (oculus malus, invidiosus) ή βασκανία[31] μετατράπηκε στα νεοελληνικά σε μάτιασμα και ξεμάτιασμα, μαζί με μια ολόπκληρη σειρά από τοπικές ονομασίες, π. χ. ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ονομασία φθόνος στην Κύπρο[32]. Για το έντονο βλέμμα της βλαπτικής μαγείας υπάρχει ένα λεκτικό ανάλογο: το γλωσσοφάγωμα, που έχει τις ίδιες ολέθριες συνέπιες[33].
Ποιος έχει το Κακό Μάτι και ματιάζει, και ποιοι είναι τα θύματα; Σε μια ελληνική εποπτεία της δοξασίας αυτής[34] αναφέρονται ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα σμιχτά φρύδια, τα μεγάλα στήθη, τα προτεταμένα μάτια, αυτοί που έχουν πιει υπερβολικά πολύ μητρικό γάλα (Κρήτη), τα μαύρα ή τα γαλανά μάτια κτλ. Ευάλωτα θύματα για τη βλαπτική επίδραση είναι κυρίως παιδιά, αλλά και ενήλικοι, ωραίοι άνθρωποι (Κρήτη), κυνηγοί και ψαράδες, υφαντές, κοπάδια (το τυρί δεν πήζει), χοίροι, καρποφόρα δέντρα, τυρί, μεταξοσκώληκες κλτ.[35].
Πώς μπορεί να προφυλαχτεί κανείς; Η πιο διαδεδομένη προφυλακτική στρατηγική είναι το συμβολικό φτύσιμο (του ματιασμένου ή του εαυτού) μαζί με τη σχετική προφυλακτική φόρμουλα· πρόκειται για μια τακτική απολάνησης: η ατιμωτική πράξη καθιστά τον φτυσμένο ανάξιο άτομο, που δεν μπορεί να προκαλέσει το φθόνο[36]. Και θρησκευτικοί συμβολισμοί βοηθούν: η έκκληση προς τον Θεό, την Παναγία και τον Αλλάχ, οι εικόνες, οι σταυροί, κάθε αντικείμενο που έχει ευλογηθεί στην εκκλησία, το λιβάνισμα[37], αλλά και παγανιστικά στοιχεία όπως τα κλειδιά-φυλακτά από πολύτιμα μέταλλα[38], τα κέρματα, τα κρανία από γάιδαρο, οι γνάθοι από χοίρο, ο κόκκινος «μάρτης» (martinički) για τα παιδιά[39], το πολυλειτουργικό σκόρδο[40] και κυρίως το φυλακτό σε μορφή ματιού (στην Τουρκία και σουβενίρ), χαϊμαλί των μικρών παιδιών, ως ανοιχτός γαλάζιος οφθαλμός, ζωγραφισμένος και κολλημένος και σε αυτοκίνητα και φορτηγά[41], ή ως φρικτή μάσκα και αποκρουστικό πρόσωπο σε σπίτια και άλλα κτίρια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής[42]. Η βασική ιδέα της μαγείας αυτής είναι η αποτροπή και ταυτόχρονα και η επιστορή του ματιάσματος. Τέτοια φυλακτά σε μορφή ματιού[43] υπάρχουν και για μικρά παιδιά, ζώα, σπίτια, στάβλους, δέντρα, αγρούς, ανθούς και, επίσης, μεταξοσκώληκες κτλ.[44].
Η κλινική συμπτωματολογία της βλάβης είναι μάλλον άτυπη: στις σχετικές ερωτήσεις αναφέρονται π. χ. πονοκέφαλοι,, σπάνια σοβαρότερα σωματικά ή ψυχικά συμπτώματα (π. χ. σεξουαλική ανικανότητα) ή και θάνατοι[45]. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος γενικής αδιαθεσίας ή ανεξακρίβωτης δυσφορίας, για την αίσθηση πως κάτι δεν πάει καλά και παρόμοια[46], αν και η σχετική διάγνωση είναι παντού δεκτή, γίνεται αμέσως πιστευτή και δεν αργεί να εκφραστεί. Αυτό που βοηθάει τη θεραπεία είναι η ανακάλυψη του ανθρώπου που δημιούργησε τη βλάβη. Εδώ υπάρχουν διάφορες πρακτικές, π. χ. να ρίξει κανείς ένα πυρακτωμένο κάρβουνο σε ένα ποτήρι νερού και να προφέρει το όνομα του υποτιθέμενου δράστη: εάν το κάρβουνο κατεβεί στον πάτο του ποτηριού, τότε η απάντηση είναι θετική[47]. Στην περίπτωση του ακούσιου ματιάσματος η καταλληλότερη προσωπικότητα για την αποκατάσταση της βλάβης είναι το πρόσωπο που την προκάλεσε[48].
Τα πρόσωπα που μπορούν να βοηθήσουν στο ξεμάτιασμα είναι πολλά: ουσιαστικά κάθε έμπειρη γυναίκα γνωρίζει σχετικές πρακτικές και τελετές. Για τα κατάλληλα ξόρκια και τις επωδές υπάρχουν αρκετές συλλογές[49], αν και υποτίθεται πως πρόκειται για αποκρυφιστική γνώση. Βοηθητικά αντικείμενα της θεραπείας είναι το αλάτι, το λάδι, το νερό, τα μαντήλια και το κάρβουνο. Μια από τις βασικότερες συμβολικές πρακτικές είναι το λιβάνισμα, το κάπνισμα με πυρακτωμένο κάρβουνο από τα εκκλησιαστικά καπνιστήρια, η ρίψη αλατιού στο νερό (αναλογική πράξη – όπως διαλύεται το αλάτι στο νερό κτλ., αυτό διατυπώνει και το σχετικό ξόρκι), το πέρασμα του ματιασμένο παιδιού επάνω από τη φωτιά της εστίας (φωτιά ως κάθαρση), το ράντισμα με νερό (με διαλυμένο αλάτι ή λάδι από το καντήλι της εικόνας ή χώμα από τα ίχνη του υπεύθυνου της βλάβης ή τρεις από τις τρίχες του· επίσης, στάχτη, ένας σταυρός από ελεφαντοστούν ή κόκαλα)[50], το σταύρωμα με αλάτι, η βρώση αλατιού ή η πόση αλατόνερου (συμβολισμός της διάλυσης), το σταύρωμα με φύλλα ελιάς, βάγια ή το μαυρομάνικο μαχαίρι, η αλοιφή με σάλιο ή και η πόση του, η μέτρηση από το 1 έως το 9 ή ανάποδα, το φτύσιμο, τα ξόρκια και οι επωδές ή και άλλες αναλογικές πράξεις[51]. Σε πολλές περιπτώσεις εφαρμόζονται ακριβώς οι ίδιες τακτικές και στραγηγικές όπως στην εμπειρική θεραπεία πραγματικών νόσων[52].
Η λεπτομερειακή διαδικασία του ξεματιάσματος περιγράφεται και σε μια ελληνική διαλεκτική κωμωδία του 19ου αιώνα, Ο Καρπάθιος ή Ο κατά φαντασίαν ερωμένος του Σωτήρη Κουρτέση (ή Καρτέσιου), Αθήνα 1862 (επανέκδοση το 1886 από τον γιο του)[53], όπου ο πάντα μεθυσμένος κτίστης από την Κάρπαθο, ερωτοβληθής και τραγουδώντας με την υπόκρουση της λύρας του μαντινάδες, φέρνει ανησυχία και ενόχληση σε καλό αστικό σπίτι των Αθηνών και τιμωρείται γι’ αυτό[54]. Σε μια πρώτη γραφή ως μονόπρακτο (γύρω στα 1858), δίπλα στους άλλους διαλεκτικούς τύπους του έργου, η γριά Κασσού, η οποία μιλάει το παλαιό ιδίωμα των Αθηνών (ουσιαστικά ένα νησιώτικο ιδίωμα), πραγματοποιεί και την τελετή του ξεματιάσματος σε μια φίλη του σπιτιού. Εκτός από το ξόρκι και την επωδή υπάρχει το σταύρωμα με άλάτι, το χασμουρητό, το γλείψιμο του προσώπου του ματιασμένου, η αλατομαντεία στη φωτιά και ένα αβγό, που το βγάζουν τη νύχτα έξω κάτω από τα άστρα και εξετάζεται το πρωί για την υποτιθέμενη αποτελεσματικότητα της θεραπείας[55]. Πρόκειται για ελεύθερο συνδυασμό στοιχείων, την αυθεντικότητα των οποίων δεν ευθύνεται ο ηθοποιός-συγγραφέας (όπως και το θεατρικά ιδιώματα δεν ανταποκρίνονται οπωσδήποτε σε μια γλωσσολογική πραγματικότητα ντοπολαλιών[56]. Τέτοιες ηθογραφικές σκηνές της φολκλορικής νοσταλγίας του αστικού πολιτισμού, μετά το 1880 γίνονται δημοφιλείς στην πεζογραφία και στο θέατρο[57].
Η δημιουργική φαντασίωση (απατηλή εντύπωση και εφευρετικότητα) άλλωστε αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της μαγικής σκέψης σε αναλογίες και συνειρμούς, για να επεμβαίνει με εσωτερικές προβολές και υποθετικές εκτιμήσεις σε υπαρκτά (ιατρικά, οικονομικά, επικοινωνιακά, συλλογικά και ατομικά, ψυχικά και κοινωνικά) δεδομένα ή να εξηγεί γεγονότα, όπου παρουσιάζει η πραγματική γνώση των αιτιών και η συσσωρευμένη συλλογική εμπειρία δεν αρκεί, για να ερμηνεύσει τα πράγματα ικανοποιητικά· οι δοκιμαστικές απόπειρες επεμβάσεων αυτής της εναλλακτικής «επιστήμης» στο φυσικό και μεταφυσικό περιβάλλον υπαγορεύονται σχεδόν πάντα από τις παντοδύναμες στρατηγικές της επιβίωσης των κοινοτήτων ή μικρών συνόλων της παραδοσιακής κοινωνίας, αλλά η αποτελεσματικότητά τους δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Οι μαγικές πρακτικές είναι δοκιμαστικές πράξεις που μπορεί να μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Το «κακό μάτι», άλλωστε, είναι ένας πιστός καθρέφτης για την εύθραυστη περιπλοκότητα των επικοινωνιακών μορφών διάδοσης και συνεννόησης σε παραδοσιακές κοινωνίες, όπου η ερμηνεία των μηνυμάτων που μεταδίδονται με το βλέμμα είναι μεν συμβατικά καθορισμένη, η ερμηνευτική ελευθερία και η ικανότητα της πρόσληψης, ωστόσο, κρατούν την κοινωνική κωδικοποίηση των σημείων και των σημασιών τους σε μια ρευστή κατάσταση, η οποία εντέλει δεν επιτρέπει μονοσήμαντες αδιάβλητες βεβαιότητες[58].
- Η τυπολογική μεταφορά και η συνειρμική δικτύωση ή Στοχαστικές στραγητικές ανάμεσα στη γραπτή θεολογία και τον προφορικό πολιτισμό
Mιλήσαμε για Επίσημη Θρησκεία και Λαϊκή Λατρεία, θεολογική δογματική και ποιμαντικές πρακτικές, για τη διαφορά ανάμεσα σε ανώτερο και κατώτερο κλήρο, για τις στρατηγικές τακτικές της αφομοίωση παγανιστικών στοιχείων στον πρώιμο Χριστιανισμό και την κρυφή ή και φανερή επιβίωση ειδωλολατρικών στοιχείων, για τη θεολογία της εικόνας μετά τη νίκη πάνω στους εικονοκλάστες και την «κατάχρηση» των εικόνων στο Βυζάντιο, μιλήσαμε για απαγορεύσεις συνόδων και πατριαρχικές εγκυκλίους ενάντια σε πρακτικές και τελετές, που είχαν απαγορευτεί εκ των άνω, όμως ανήκουν στην παραδοσιακή εικόνα μιας βαλκανικής εκκλησίας στο χωριό, μιλήσαμε για συγκριτικές λατρείες και υβριδικούς αγίους ανάμεσα σε Ορθοδοξία και Ισλάμ και πολλά άλλα, πάντα επισημαίνοντας το χάσμα ανάμεσα σε επίσημη εκκλησία και τη θρησκευτική συμπεριφορά των πιστών, το όποιο μπορεί, mutatis mutandis, να ερμηνευτεί και ως διαφορά ανάμεσα σε γραπτό και προφορικό πολιτισμό. Ο προφορικός λόγος, μέσα στην ακουστική του περατότητα, βρίσκεται απέναντι στο αμετάκλητο γραμμένον εστί στην quasi-αιωνιότητά του, η μαγική επωδή με τις παραλλαγές της λεκτικής της διατύπωση απέναντι στον ιερό λόγο της Βίβλου.
Αλλά το είδος του μέσου της επικοινωνίας (γραπτός ή προφορικός λόγος) δεν περιλαμβάνει μόνο τη σχέση του λόγου προς τον χρόνο, αλλά συνεπάγεται και διαφορετικές τροπικότητες της σκέψης και διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης των κειμένων. Η διαφορά ανάμεσα σε ομιλία και ανάγνωση είναι θεμελιώδης: όχι μόνο εξαιτίας της κατάστασης της διάδρασης (εκτός από το δυνατό διάβασμα μπροστά σε ακροατές) η μοναχική βουβή ανάγνωση είναι ψευδοεπικοινωνία όπως και η γραφή, ενώ ο προφορικός λόγος ως πράξη του ομιλείν είναι μια δράση που προϋποθέτει κάποιον ακροατή στον οποίο απευθύνεται· και αντίθετα: η διατύπωση της στιγμής είναι μια πράξη που μπορεί να επαναληφθεί αλλά και να παραλλαχθεί, ενώ το γραπτό είναι αμετακίνητο και μπορεί μόνο να αναπαραχθεί, αν και με φωνητική ερμηνεία και απαγγελτική νοηματοθέτηση. Ο γραπτός και ο προφορικός λόγος βασίζονται σε διαφορετικές τροπικότητες της σκέψης, αν και στους ιστορικούς λαϊκούς πολιτισμούς της γηραιάς ηπείρου εγραμματοσύνη και προφορικότητα συνεχώς αλληλοδιεισδύουν[59]. Για τη ΝΑ Ευρώπη καθιερώθηκε στον Πρώτο Τόμο αυτής της βαλκανολογικής τριλογίας ένα ειδικό μοντέλο ομόκεντρων κύκλων γύρω από τον κυρίως προφορικό εσωτερικό χώρο των Βαλκανίων[60].
Στα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προφορικών πολιτισμών ανήκει, πως τα κειμενικά τους τεκμήρια ως καταγραφές υπάρχουν μόνο σε παραλλαγές και διάφορες εκδοχές, οι οποίες μεν μπορούν να ομαδοποιηθούν αλλά δεν φαίνεται να έχουν κάποια αρχετυπική και πρωταρχική μορφή[61]. Ο τρόπος ύπαρξης στην παραλλακτικότητα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες μεθοδολογικές δυσκολίες στην απασχόληση με τα προφορικά κείμενα· τα ίδια χαρακτηριστικά όμως έχουν και οι πράξεις της παραστατικότητας και τελεστικότητας και οι μορφοποιήσεις του φαντασιακού. Με τη γραπτή καταγραφή, την αντιγραφή και την εκτύπωση, αυτόματα κυριαρχεί ο μηχανισμός της αναπαραγωγής ενός αρχικού κειμένου, ο οποίος βέβαια κατά την αντιγραφή χειρογράφων μπορεί να δείχνει κάποιες μικροαλλαγές, αλλά το όνομα του συγγραφέα, η αυθεντικότητα του κειμένου και τα πνευματικά δικαιώματα είναι μοντέρνες συνέπειες μιας καθηλωτικής κωδικοποίησης για πάντα. Η αμεταβλητότητα και παντοτινή ισχύ του γραπτού λόγου στη συγκεκριμένη διατύπωση γίνεται στην περίπτωση ιερών κειμένων δόγμα, και η ερμηνεία του ιερού λόγου ένα καυτό θέμα διενέξεων, που έχει προκαλέσει στο παρελθόν πολλούς πολέμους και ποτάμια από σχετικά κείμενα. Αν και για την παραδοσιακή νοοτροπία των μη προνομιούχων κοινωνικών τάξεων με κυρίως προφορικό πολιτισμό, το μέλλον είναι γραμμένο στο βιβλίο του πεπρωμένου με ανεξίτηλα γράμματα, αλλά κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να το διαβάσει. Η Βίβλος, το Ταλμούδ και το Κοράνι όμως, όπως τα ιερά βιβλία των περισσοτέρων θρησκειών, είναι αναγνώσιμα και διδάσκονται· όμως το περιεχόμενό τους και η ισχύς του λόγου τους βρίσκονται εκτός του ιστορικού χρόνου.
Σε αυτά τα ιερά κείμενα οι θρησκείες χτίζουν τη γραπτή τους παράδοση, η οποία εν πολλοίς ασχολείται με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Ιερού Λόγου. Στην περίπτωση του Χριστιανισμού ήταν η Πατρολογία, η ομιλητική, η υμνολογία, τα κηρύγματα και τα λειτουργικά τυπικά, τα μηναία και τα συναξάρια, τα ευχολόγια και οι ακολουθίες, που προσέφεραν στον κλήρο κωδικοποιημένα κείμενα και οδηγίες πράξεων, που πρέπει να ακούγονται και να βλέπονται από το ποίμνιο. Μόλις τα κηρύγματα της Κυριακής και σε άλλες ευκαιρίες εναπόκειντο στην κρίση του ιερέα. Θεολογικές πραγματείες και δογματικές μελέτες όμως απευθύνονται στους insider της εκκλησιαστικής παράδοσης. Στην ιερή σφαίρα της εκκλησίας λοιπόν κυριαρχεί μια πολύ υψηλή κωδικοποίηση του λόγου (ψαλμός, τραγούδι), συμβολικών πράξεων, απεικονίσεων (εικονογραφία, τοιχογραφίες) και της δόμησης του χώρου (νάρθηκας, ναός, ιερό), σε ακραία αντίθεση με την υψηλή παραλλακτικότητα των στοιχείων, που εφαρμόζονται στις μαγικές πρακτικές ως λεκτικό ξόρκι, συμβολική πράξη και βοηθητικά αντικείμενα. Ως προς το λεκτικό medium υπάρχουν ωστόσο κάποιες έμμεσες αντιστοιχίες: έτσι όπως ο μαγικός λόγος μπορεί να είναι κρυπτικός, ακατάληπτος και αινιγματώδης (ή μάλλον πρέπει να είναι, για να είναι αποτελεσματικός), έτσι και τον ιερό λόγο περιβάλλει το μυστήριο του ακατάληπτου και η αύρα του ανοίκειου, είτε πρόκειται για λατινικά, το παλαιοσλαβικά ή τα εκκλησιαστικά ελληνικά[62].
Οι συστηματικές στρατηγικές της accommodatio, της ένταξης, αφομοιώσης και μετατροπής παγανιστικών στοιχείων του ελληνιστικού κόσμου στον Χριστιανισμό της πρώτης χιλιετίας, με τον διαχωρισμό των κανονικών εκκλησιαστικών κειμένων και τα απόκρυφα, την επεξεργασία και επιβολή της θεολογίας των εικόνων και την κωδικοποίηση των λειτουργικών τυπικών, αντικαθιστώντας την ακανόνιστη και υβριδική αλληλουχία προσευχών στις μυστικές συνάξεις στις κατακόμβες, εγκαθίδρυσαν ένα αυστηρό σύστημα αντιστοιχίσεων και παραπομπών σε λόγο, εικόνα και δρώμενο, όπου απουσιάζουν όλα τα αδιάφορα και παγανιστικά υπολείμματα της ελληνιστικής εποχής ή μεθερμηνεύονται πνευματικά και εμβαθύνονται συμβολικά[63]. Για το ότι αυτή η συνεχής διαδικασία μεταρρυθμίσεων είχε πάντα και παντού επιτυχίες, για αυτό υπάρχουν αρκετά παραδείγματα[64]. Η θεμελιώδης νοητική τροπικότητα αυτής της παραπεμπτικής διαδικασίας είναι η τυπολογική μεταφορά ως ένα quasi-λογικό δίκτυο αλληλοαναφορών, που εφαρμόστηκε πρώτα στην εξηγητική της Γραφής μεταξύ των προρρήσεων των προφητών και προπατόρων της Παλαιάς Διαθήκης για τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης, που εκλαμβάνονται στην εξηγητική ως προφητείες της Παλαιάς Διάθηκης που όντως πραγματοποιούνται στα χρόνια του Χριστού· με παρόμοιες μεθόδους η πατρολογική γραμματολογία αφομοίωσε σημαντικά τμήματα της φιλοσοφικής παράδοσης της αρχαιότητας και με μια πνευματική μεθερμηνεία τα ενέταξε στην εκκλησιαστική παράδοση του Χριστιανισμού, χτίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα βασικά θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκου πολιτισμού. Η τυπολογική μεταφορά προσφέρει ένα αυστηρό παραπεμπτικό σύστημα αναλογιών, των οποίων τα κοινά στοιχεία περιέχουν κάποιον μυστικισμό, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει έναν ορθολογικό και αιτιοκρατικό έλεγχο και προϋποθέτει, για να γίνει αποδεκτός, μια υψηλή ετοιμότητα αποδοχής και κάποια ευπιστία[65]. Με αυτή την «ποιητική» μέθοδο της εξηγητικής ενετάχθησαν όλο και πιο νέα πεδία του επιστητού και της γνώσης στα βιβλικά συμφραζόμενα, και με τη στρατηγική αυτή οι προφορικές παραδόσεις των πρώτων αιώνων, που δημιουργούνται και λειτουργούν περισσότερο κατά τους νόμους του προφορικού πολιτισμού, μπορούσαν, μέσω της πιο αυστηρής κωδικοποίησης στο quasi-λογικό σύστημα παραπομπών σε αναλογίες που προσφέρει η τυπολογική μεταφορά, να ελεγχθούν, να ευθυγραμμιστούν και θεμελιωθούν καλύτερα ως προς την θεολογική τους πειστικότητα.
Αυτές οι μυστικιστικές ανταποκρίσεις της θεολογικής τυπολογίας λείπουν από τις προφορικές διηγήσεις και τις μαγικές πρακτικές στο συνειρμικό δίκτυο των αναλογιών της ανιμιστικής κοσμοθεωρίας, όπου το ενεργητικό δημιουργικό φαντασιακό και οι φανταστικοί συνδυασμοί μαγικοσυμβολικών ανταποκρίσεων δεν περιορίζονται από κάποια ελεγκτική τυπολογία, και η παγκόσμια δικτύωση όλων των φαινομένων μεταξύ τους στον παμψυχισμό επιτρέπει και δημιουργικές και πρωτότυπες συστοιχίες, που δεν έχουν πια πολλά και ευκρινώς κοινά στοιχεία και δημιουργούν στην κυριολεξία ασύνορα συμφραζόμενα, από τα οποία δεν αποκλείεται πλέον τίποτε. Όμως ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό της του ενδεχόμενου ασύνορου της τάξης αυτής ανταποκρίνεται στην παραλλακτικότητα και την ελευθερία διατύπωσης στον προφορικό πολιτισμό, στη δημιουργικότητά και στην «ποιητική» του, όπου συναντώνται στον εκάστοτε συμβολισμό η συλλογική συμβατικότητα και ατομική μορφοποιητική φαντασία. Εν τέλει πρόκειται για θεσμοθετημένο έλεγχο (εκκλησιαστική κωδικοποίηση της δογματικής και πρακτικής), ο οποίος όμως δεν λείπει και από τις εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού: ό,τι δεν γίνεται αποδεκτό, εξαφανίζεται πάλι[66], και εν τέλει υπάγεται κάθε δράση και σκέψη στις στρατηγικές επιβίωσης της κοινότητας.
Αυτές οι διαφορές στις τροπικότητες συνδυασμών και στις σκέψεις σε αναλογίες (τυπολογία ή συνειρμός) μπορούσα να αναλύσει παραδειγματικά στο χώρο της ΝΑ Ευρώπης σε δύο περιπτώσεις/μοντέλα, που αναφέρονται από τη μια στο συμβολικό χώρο της εκκλησίας και σε αυτά που διαδραματίζονται σε αυτόν, και από την άλλη στην προφορική λογοτεχνία και τους τρόπους εξέλιξής της, με παράδειγμα δύο βιβλικές προσωπικότητες, τον Λάζαρο και τον Ιούδα (φίλο και εχθρό του Χριστού), οι οποίοι έχουν απασχολήσει τη λαϊκή φαντασία των λαών του βαλκανικού χώρου σε σημαντική έκταση και ένταση[67]: το ακτινωτό και το δικτυακό μοντέλο. Το πρώτο δείχνει, πώς εικόνα, λόγος και συμβολική πράξη εναρμονίζονται στο τυπικό της λειτουργίας στον συμβολικό χώρο του ναού και ό,τι λέγεται (ψάλλεται) /ακούγεται και βλέπεται περνάει από τους αναλογικούς αρμούς της τυπολογικής μεταφοράς με υψηλό βαθμό ελέγχου· και μάλιστα όλα τα εκφραστικά media της λειτουργίας στο κανονικό (και απόκρυφο) θεμέλιο της πίστης, όπου όμως ο λόγος, η εικόνα και η συμβολική πράξη έχουν εξελιχθεί εν μέρει με διαφορετικές δυναμικές, και έχουν αποβάλει, με διαφορετική ένταση και αποτελεσματικότητα παγανιστικά υπολείμματα ή τα μεθερμήνευαν με επιτυχία, σε ορισμένες φάσεις και ανεξάρτητα το ένα medium από το άλλο (ιδίως κατά την πρώτη χιλιετία), ώσπου μόλις το θεολογικό σύστημα της τυπολογικής μεταφοράς επεξεργάστηκε λεπτομερέστερα τις ανταποκρίσεις και αναλογίες μεταξύ τους[68].
Σε αντίθεση με αυτό οι εκδηλώσεις της λαϊκής θρησκευτικότητας του προφορικού πολιτισμού έχουν και μια εγκάρσια δικτύωση των διαφορών media μεταξύ τους (λόγος, εικόνα, συμβολική πράξη, δοξασία), που επίσης ανάγονται στα θεμέλια της πίστης, αλλά όχι αποκλειστικά, αντίθετα επηρεάζονται και από τον κόσμο εκτός εκκλησίας. Αυτά απεικονίζονται στον «ιστό της αράχνης»[69]. Το υβριδικό πεδίο της μαγείας και της λαϊκής θρησκευτικότητας δεν κάνει καμία διαφορά ανάμεσα σε εγκεκριμένες από την εκκλησία πηγές και άλλες, αλλά χρησιμοποιεί όλα τα εργαλεία, που προσφέρει το περιβάλλον και η παράδοση, για να πετύχει τους ατομικούς, οικογενειακούς και συλλογικούς στόχους. Οι απαγορεύσεις της μαγείας είναι διαφορετικής φύσεως από τις απαγορεύσεις των ιερών συνόδων της θεσμοθετημένης εκκλησίας. Η επίσημη εκκλησία μάχεται ενάντια στις «δεισιδαιμονίες», γιατί ξεφεύγουν από τον δογματικό και διοικητικό έλεγχο· αντίθετα οι δεισιδαιμονίες χρησιμοποιούν και τα πνευματικά βοηθήματα και την ιερά προστασή της εκκλησίας, για να πετύχει τους στόχους τους.
Αυτή η δυναμική του αποκλεισμού και της περίληψης είναι φανερή στην ποιμαντική πρακτική της ΝΑ Ευρώπης. Η αυστηρή αποκλειστικότητα της οργανωμένης ιερότητας στις μονοθεϊστικές θρησκείες μπορεί να περιφρονεί τις υβριδικές πρακτικές της μαγείας ως εκδήλωση εκκοσμίκευση, ή και ως κατακριτέος παγανισμός και ειδωλολατρία, αλλά από την άποψη των καθημερινών ανθρώπων αυτή η διαβάθμιση δεν γίνεται πάντα αισθητή, γιατί θρησκευτικότητα πέρα από τις παραδοσιακές πολιτισμικές συμβάσεις μπορεί, σε κάθε μεμονωμένο άτομο, να έχει διαφορετικά ψυχικά ή και ιδεολογικά κίνητρα· σε κατάσταση ανάγκης ή από μεταφυσική προνοητικότητα ο άνθρωπος καταφεύγει σε κάθε προσιτό βοήθημα χωρίς να εξετάσει πολύ την προέλευσή του. Αυτής της φύσης είναι και ο συγκρητισμός που υπάρχει ανάμεσα στους πιστούς της Ορθοδοξίας και του Ισλάμ, η υβριδική στάση των Ρομά σε θέματα θρησκευτικά ή και η παραδοσιακή διάσπαση των Αλβανών σε τρία διαφορετικά θρησκεύματα. Ή οι αιματηρές ζωοθυσίες μέσα στον ιερό ναό με την ευλογία του ιερέα· ή το εκκλησιαστικό ξόρκι για τη βασκανία, που ο ματιασμένος αναζητά από τον παπά ή τον ιμάμη, αν τα άλλα μαγικά μέσα έχουν αποτύχει.