Ήρθε μία βροχή, θεία βροχή.
—Ησύχασε πια, μου ψιθύρισε, κοιμήσου!
Κι εγώ κοιμήθηκα· και ύστερα, ξύπνησα σ’ άλλον ουρανό, χαρούμενο.
—Αναστήθηκε ο Εσταυρωμένος; ρώτησα.
—Αιώνες πριν, μου απάντησαν.
—Και πού είναι τώρα; ρώτησα ξανά.
Μ’ οδήγησαν στον κήπο.
—Δεν είναι κανείς εδώ, φώναξα με απόγνωση.
Φάνηκε, τότε, μες στις λευκές τις μαργαρίτες η αγαπημένη μου.
—Τι γυρεύεις εδώ; της είπα, εσύ με εγκατέλειψες θυμάμαι σε ένα κρύο χειρουργείο.
—Δε σε εγκατέλειψα, μου χαμογέλασε, σε άφησα εκεί να μεγαλώσεις.
Την κοίταξα καλά και είδα πως ήταν πολύ νέα κι αθώα. Κι εγώ αλαφροπάτητη την ένιωσα την ύπαρξή μου.
—Πού είναι ο Αναστημένος; τη ρώτησα.
—Εσύ είσαι ο αναστημένος, μ’ απάντησε και μου ’δειξε, πέρα, την ανθισμένη θάλασσα.
Είδα εκεί πάλι τη θεία βροχή.
—Κοιμήσου! με πρόσταξε αυτή. Θα σε ξυπνήσουν, στην ώρα τους, οι καμπάνες.