Και να που μείναμε μόνοι εγώ και η πέρα θάλασσα του μυαλού μου. Τα εξωτικά μου παραμύθια σήκωσαν πάλι τον αετό μου. Για μια στιγμή ξεχάστηκα, νόμισα πως μπορώ ξανά να ζήσω, σε τροπικά νησιά και στην Ανατολή, μακριά σε ισημερινούς παραλλήλους.
Ξέρεις, ο ήλιος ο δικός μου έβγαινε πίσω από το ψηλό βουνό και κρύβονταν στο άλλο το κοντύτερο. Όμως, μετά έφυγα κι είδα τον ήλιο για χρόνους πολλούς να ανατέλλει από μια πολυκατοικία και να δύει σε μιαν άλλη. Ύστερα ήρθαν αυτοί με τα σκληρά βλέμματα κι έβαψαν όλον τον τόπο μαύρο και ο ήλιος δεν έβαινε από πουθενά, δεν πήγαινε πουθενά.
Ώσπου ήρθαν τα ποιήματα. Ξόρκισαν όλο το κακό, ρούφηξαν ό,τι πονά και βρήκαν πρώτα τις ρωγμές, ύστερα τις φωτεινές δέσμες που τις διαπερνούσαν. Κι άρχισαν πάλι να πετούν πουλιά στον ουρανό της δυστυχίας κι έγιναν τα σκληρά βουνά ανάμνηση και ο παλιός μου πόθος θάλασσα. Γαλάζια, πράσινη, και χρυσαφένια. Κι έγινε το όνειρό μου ήλιος και η παλιά λαχτάρα έρωτας.
Και εκεί που τυφλωμένος γύριζα στα αποκαΐδια, ήρθε εκείνη τρέχοντας από το μέλλον και χύθηκε στην αγκαλιά μου. Κι εγώ από τότε φύτευα λευκές τριανταφυλλιές να της στολίζω τα μαλλιά, μα πέρασαν και τούτοι οι καιροί κι οι άνθρωποι με τις πέτρινες παλάμες έδιωξαν από παντού το χάδι. Και το φεγγάρι φοβισμένο κρύφτηκε σε μια σπηλιά και μένα με οδήγησαν στην κορυφή του Γολγοθά έναν χειμώνα, τρεις φορές μ’ οδήγησαν εκεί.
Δεν είναι ο καιρός ακόμα για να σταυρωθώ τους φώναζα, τα πλήθη απαιτούσαν την ανάστασή μου πριν πεθάνω. Όμως ούτε σταυρός, ούτε καρφιά δε φάνηκαν, μόνο κάποιες σκιές με λευκά φορέματα, δεν ήταν οι άγγελοι. Ύστερα, εκείνη, που είχε κρυφτεί στην αγκαλιά μου έφυγε, και μια ανάποδη άνοιξη έκαψε τις λευκές τριανταφυλλιές και ο θεός αρνήθηκε να με ξανακοιτάξει στα μάτια κι έφυγε ένοχος κι αυτός.