You are currently viewing Βαγγέλης Φίλος: Ένας περίπατος στο δάσος

Βαγγέλης Φίλος: Ένας περίπατος στο δάσος

Ένας περίπατος στο δάσος

 

—Κάτω τα μολύβια!

 

Η εντολή ήχησε τελεσίδικη. Ωστόσο δεν ήξερα σε τι με αφορούσε, γιατί εγώ χάραζα σ’ ένα ξύλο γράμματα, μ’ ένα λεπίδι, και δεν ήξερα ποιος ακριβώς ήταν ο σκοπός μου, ώσπου κάποιος περαστικός, κοντοστάθηκε και όταν εκκίνησε ξανά μονολόγησε:

 

—Σ’ αυτήν την ερημία χρειάζονται οδοδείκτες.

 

Και τότε κατάλαβα πως πάσκιζα να χαράξω το όνομα ενός δρόμου, αλλά δεν ήξερα πού ήταν η Ανατολή, γιατί όλα είχαν αναποδέψει σε εκείνο τον παράξενο μέρος και κάθε μέρα ο ήλιος άλλαζε βουνό την αυγή και θάλασσα στη δύση. Όμως, ποιος μ’ έταξε εμένα οδηγητή των ξεστρατισμένων και πού ήταν όλοι αυτοί, που εγώ συντροφιά μου είχα μόνο τα πουλιά και κάτι πελώριους ίσκιους που από παιδί με απειλούσαν;

Τότε είδα το κοιμητήριο με τις μαύρες πέτρες και βρήκα νόημα στην αποστολή μου.

 

—Θα οδηγήσω τους νεκρούς μου! φώναξα.

 

Εκείνη την ώρα, άλλαξε ο τόπος· κι ο χρόνος άλλαξε. Και βρεθήκαμε, μ’ άλλους μαζί, σε μια αίθουσα διδασκαλίας, σε ένα παλιό πέτρινο  κτίριο· και ήταν η ώρα του διαγωνίσματος. Θα γράφαμε, λέει, έκθεση και η καθηγήτρια σημείωσε στον μαυροπίνακα το θέμα:

 

—Ένας περίπατος στο δάσος.

 

Βυθίστηκα τότε στη φαντασία μου και άρχισα να γράφω. Όμως οι λέξεις γίνονταν εικόνες. Και όσο έγραφα αυτές γίνονταν πεταλούδες και πετούσαν. Και το χαρτί μου γινόταν πιο λευκό. Μ’ έπιασε τότε μια ταραχή κι αναρωτήθηκα: Τι βαθμό θα πάρει ένα άγραφο τετράδιο;

Εκείνη τη στιγμή ήρθε κοντά μου ένα πουλί και μου κελάηδησε:

 

—Κάθε λευκό είναι η χαρά σου!

 

Τότε θυμήθηκα πως ξύπνησα ένα πρωί κι είδα έως πέρα χιόνι. Κι αγαλλίασε το μάτι· και η καρδιά μου φτερούγισε. Και είπα: Κάθε εικόνα της φύσης είναι ένα στιγμιαίο ερέθισμα που μεταπλάθεται, με την ενεργοποίηση της μνήμης, σε μια εσωτερική πραγματικότητα.

Γύρεψα τότε για να βρω σε ποια ηλικία γράφω κι απάντηση δε βρήκα. Βρήκα όμως ένα χέρι τρυφερό και με οδήγησε στη μυστική πύλη.

 

—Αγαπημένη!

 

Εκείνη μου χαμογέλασε.

 

—Έλα! μου είπε και με φίλησε.

 

Και τρέξαμε χέρι με χέρι στο δρόμο με τις ιτιές. Και κυλούσε εκεί ένα ποτάμι μικρό και γαλήνιο. Και από την άλλη όχθη μας χαιρετούσαν οι νεράιδες του δάσους και οι νεαροί θεοί που τις συντρόφευαν. Έσκυψα και έκοψα λίγες πασχαλιές και της στόλισα τα μαλλιά και έλαμψαν τα μάτια της από χαρά και αγάπη, την ώρα που οι θεοί ζευγάρωναν με τις νεράιδες στο άλλο ξέφωτο. Και είχε το σμίξιμο των κορμιών ένα νόημα που υπερέβαινε τα γήινα. Και ήταν ο έρωτας κάλεσμα από το μέλλον και ανάμνηση. Και ήταν και ένα παρόν αλλόκοτο χωρίς αρχή και δίχως τέλος.

Και την ώρα που σύμπασα η πλάση του δάσους υμνούσε την ευτυχία ακούστηκαν παιδικές φωνές χαρούμενες. Και η Μαρία έκλεισε τα μάτια στα χέρια της, ακουμπισμένη στη βαλανιδιά, και μετρώντας ανάποδα από το δέκα έφτασε στο μηδέν και άρχισε να ψάχνει. Μα το δάσος ήταν πυκνό και όλα τα παιδιά είχαν βρει καλές κρυψώνες. Όμως ήρθαν οι άγριοι κυνηγοί και τα ξετρύπωσαν. Και τα διέταξαν να εγκαταλείψουν το δάσος, γιατί έλεγαν πως είναι δικό τους το βασίλειο και τα παιδιά τούς διώχνουν τα θηράματα. Και καθώς συνέβησαν αυτά, ήρθαν μπροστά όλα τα ζώα, άφοβα και το αηδόνι τραγούδησε ένα γλυκόλαλο σκοπό απ’ τις ιτιές. Και όταν τελείωσε πήρε σειρά ο μαύρος κότσυφας, στις κουμαριές, και ύστερα όλοι μαζί  οι φτερωτοί μου φίλοι τραγούδησαν. Και η μικρή Μαρία κουνούσε μια ξύλινη βέργα ωσάν μαέστρος της χαράς· και οι κυνηγοί, άλλοι σκιαγμένοι κι άλλοι μαγεμένοι απίθωσαν τα όπλα και χάθηκαν στις πυκνές φυλλωσιές. Και τότε ακούστηκε η φωνή από την έδρα:

 

—Κάτω τα μολύβια!

 

Είχε πάρει ο χρόνος το τέλος του κι εγώ κοιτούσα με απόγνωση το άγραφο, ώσπου πέταξαν ξανά οι πεταλούδες κι έγιναν εικόνες κι ύστερα λέξεις που γέμισαν το χαρτί και την άλλη μέρα με κάλεσε η καθηγήτρια να με συγχαρεί και, συγκινημένη βαθιά, με ασπάστηκε.

 

—Ύπαγε νέε, μου παρήγγειλε, η ποίηση θα είναι η ζωή σου!

 

Και εγώ βρέθηκα ξανά στον άγνωστο τόπο. Και ήξερα ότι η εντολή αφορούσε την πένα, το μαχαίρι και το κάρβουνο, όλα τα σύνεργα της γραφής, και ερχόταν ως αντίλαλος μιας φωνής από τα μέσα μου. Και όταν αυτό το ένωσα καλά, είδα στον κορμό του ευκάλυπτου χαραγμένο ακόμα το παλιό μου ποίημα:

 

—Το παιδικό παράπονο, ό,τι απόμεινα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.