Η πράσινη σιωπή
Όταν διαβάσεις αυτό το ποίημα,
εγώ θα λείπω.
Μην πάει ο νους σου στο κακό,
χειρότερο απ’ ό,τι μου ‘λαχε
δεν θα συμβεί.
Ίσως να κολυμπώ
στη μικρή θάλασσα,
έμαθα πως την υιοθέτησες.
Δε θα ταράξω την ηρεμία σου,
εγώ θα τριγυρνώ μες στον βυθό·
είναι εδώ μια αγάπη.
Λένε την έπνιξες εσύ,
εγώ δεν το πιστεύω, μονάχη χάθηκε.
Βρήκε μια θάλασσα γαλάζια το πρωί,
πράσινη, μπλε το μεσημέρι,
αιμάτινη το δειλινό, μια θάλασσα.
Τ’ αλάτι, λένε, καίει τις πληγές
και στο βυθό όλα ξεχνιούνται.
Ίσως με βρεις στ’ αλώνια,
να περιμένω τους παλιούς μου φίλους
να παίξουμε.
Αλήθεια μπορεί να θυμώσεις
με ένα άκακο παιδί;
Να νικήσεις ένα άφοβο παιδί;
Όταν διαβάσεις αυτό το ποίημα,
σήκωσε τα μάτια σου στον ουρανό.
Ίσως με βρεις εκεί παρέα
με τον χαρταετό.
Λένε, εσύ τον έλυσες και ταξιδεύει
ελεύθερος στα όνειρά μου.
Εγώ δεν το πιστεύω.
Γιατί οι αετοί των ονείρων μονάχοι
λύνονται και σεργιανούν στ’ αστέρια.
Όταν διαβάσεις αυτό το ποίημα,
θυμήσου.
Ξέχασες απότιστο το γεράνι σου
και τον βασιλικό·
και τα λουλούδια λυπούνται, όταν τα ξεχνούν,
λυπούνται κ’ ύστερα πεθαίνουν.
Και τις λέξεις μου τις άφησες να μαραθούν.
Όταν διαβάσεις αυτό το ποίημα,
δε θα ‘ναι πλέον ποίημα,
αλλά μια πράσινη σιωπή.