Το βιβλίο ήταν παλιό. Το μαρτυρούσε το κιτρινισμένο χρώμα του και οι άκρες του, οι φθαρμένες από το βγάλε-βάλε, στα ράφια του ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ:
«Σωτήρη Ιορδάνου, «Ο άνθρωπος και το φτυάρι» , ΙΩΛΚΟΣ»
Με ωραία καλλιγραφικά γράμματα. Εξώφυλλο σεμνό και ταπεινό, σημάδι πως το περιεχόμενο ήταν το μοναδικό του στολίδι.
Ποιος ξέρει πόσες φορές κάποιοι φιλαναγνώστες το είχαν βγάλει από το ράφι του και το ξεφύλλισαν, αλλά, για λόγους δικούς τους, το ξανάβαλαν στη θέση του. Διότι το βιβλίο αυτό βρισκόταν, σίγουρα, στα ράφια του ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ από τον Οκτώβρη του 1976, όταν ακόμα το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ βρισκόταν στο παλαιό μαγαζί, εκεί στη Λυκούργου 13, λίγο πιο πάνω από την πλατεία.
Γράφει στο οπισθόφυλλο:
«Τα διηγήματα του βιβλίου
γραφτήκανε στη δεκαετία 1963-1973
στοιχειοθετηθήκανε και τυπωθήκανε στην Αθήνα
τον Οχτώβριο του 1976
στο τυπογραφείο Βέρας Κορίδη
και στη σειρά των εκδόσεων «Ιωλκός».
Ιπποκράτους 65, τηλ. 36.18.684.
Το εξώφυλλο έγινε απ’ τον Αντώνη Ιορδάνου.
Επιμέλεια: Γιάννη Κορίδη
Το βρήκα, το βιβλίο, στο τραπέζι-προθήκη, μπροστά από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΥ, εκεί όπου η Βάσω Σαμπατάκου συνεχίζει, ακούραστα, την ιστορία του ιστορικού Βιβλιοπωλείου της πόλης μας (έτος ιδρ. 1919) ανασύροντας, από καιρού εις καιρόν, βιβλιο-προσφορές από λησμονημένους «θησαυρούς» που βρίσκονται στα ράφια του.
Δεν χρειάζεται να διαβάσεις ένα βιβλίο για να καταλάβεις την αξία και την ποιότητα του περιεχομένου του. Αρκεί να το ξεφυλλίσεις λίγο, να διαβάσεις κάποιες σκόρπιες περικοπές, και η ψυχή, μαζί και το πνεύμα, του συγγραφέα αποκαλύπτονται.
Κάπως έτσι έκανα δικό μου και το βιβλίο του Σωτήρη Ιορδάνου «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ», που εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1976, από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ.
Δεκατρία Διηγήματα, που σε συνεπαίρνουν, από το πρώτο μέχρι ΚΑΙ το τελευταίο.
Γράφει στον σύντομο πρόλογο-παρουσίαση ο συγγραφέας:
«Όταν έγραφα τα διηγήματα αυτά, είταν μια άλλη εποχή (1962). Μια εποχή διαφορετική. Αλλιώτικα σκέφτονταν κι αλλιώτικα ενεργούσαν οι Έλληνες. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια της διχτατορίας. Η ζωή άλλαξε ρυθμό. Πισωδρομήσαμε. Κανονικά έπρεπε να περιγράψω την εποχή αυτή, την αγωνία της, την αντίδραση των απλών ανθρώπων, τον αγώνα των αντιδιχτατορικών. Το μόνο διήγημα που έχει μια τέτοια γέψη είναι αυτό που έχει τον τίτλο «Αθώος». Αργότερα έγραψα ένα άλλο με τίτλο «Η σύλληψη». Αυτό όμως ανήκει σ’ ένα διαφορετικό κύκλο και το αφήνω για το επόμενο βιβλίο με διηγήματα. Έχει τον τίτλο «Ένα μπόι τα στάχυα». Ελπίζω να ζήσω και να το τυπώσω. Αυτή, όμως, είναι άλλη ιστορία…»
Στα διηγήματα του Σωτήρη Ιορδάνου: «Μορφή και θέμα είναι ταιριαχτά. Πορεύονται μαζί, σαν αδέρφια. Τα διηγήματα καθρεφτίζουν την πραγματικότητα. Κι αυτό έχει την πιο μεγάλη σημασία. Τι άλλο ν’ αγκαλιάσει η Τέχνη;»
Διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικών ανθρώπων που, όμως, όλες, έχουν κοινό υφάδι τον Άνθρωπο και τη Ζωή του, ιδιαίτερα αυτές τις καθημερινές στιγμές, που μάθαμε (κακώς) να τις λέμε «μικρές» κι ας είναι η Ζωή κεντημένη με την ψιλοβελονιά τους:
ΑΝΑΜΟΝΗ
«Μια μεγάλη αγάπη που είχε πια ξεχαστεί. Μπήκε ανάμεσά τους ο χρόνος κ’ η απόσταση.» Κι ένα τηλεγράφημα: «Φτάνω 8 Ελληνικό. Περίμενε. Ελβίρα». Η αναμονή και το χτυποκάρδι. Κι η απογοήτευση: «Όχι… δεν ήταν η Ελβίρα που πρόσμενε αυτός… Η Ελβίρα θα ζούσε μες στα όνειρά του… Θα ήταν αιώνια νέα και ωραία…»
ΕΓΝΟΙΕΣ
Η χήρα μάνα που περιμένει. Ο γιος ταξιδεύει στις θάλασσες. Τα γράμματα:
« Μανούλα, είμαι καλά. Τα λεφτά που σου έστειλα, απ’ τα’ Αλγέρι τα πήρες; Μη τα κάνεις 7 κόμπους. Ξόδευε…».
Θυμάται η μάνα τα παλιά.
«Οι σκέψεις – σαν ξεφτίδια – μπέρδευαν. Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε. Ο γιος της χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Είταν η τελευταία φορά που τον είδε.»
Ο κόσμος αλλάζει γύρω, αλλά της μάνας ο κόσμος είναι ο γιος που λείπει. Δεν θέλει μεγαλοζωή. Μόνο …
«Ευχήθηκε να τόνε φωτίζε ο Θεός να παρατούσε τη θάλασσα … Να τον έβλεπε από δω και μπρος στο σπίτι… Να του λέει το πρωί «καλημέρα», το βράδυ «καληνύχτα»…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ
(Πες πως η μοίρα των ανθρώπων είναι σκληρή…)
Ο Νικόδημος έχει ένα μαγαζί. Απ’ το πρωί ως το βράδυ, στο μαγαζί. Ζωή χωρίς ζωή. Τι είναι στην άκρη του δρόμου που περπατά;
«Έξω είχαν κιόλας ανάψει τα φώτα. Ο δρόμος είχε κίνηση. Περπατούσε και κοίταζε τη σκιά του που πήγαινε λοξά… Όχι, δεν είταν η σκιά του… Ένα φτυάρι τον ακολουθούσε…».
Από κείνη τη στιγμή το φτυάρι που τον ακολουθούσε του ’γινε εφιάλτης. Παντού το ’βλεπε μπροστά του. Έκλαψε… το παρακάλεσε. Θυμήθηκε πόσα είχε προσπεράσει στη ζωή του, λογιαζοντας ότι έχει καιρό. Τώρα πια ο καιρός είχε σωθεί:
«-Πάμε, σε περιμένουν η Αγγελική και τα παιδιά να σε κλάψουν…
-Άσε με, φοβάμαι, δε θέλω…Αγαπώ τη ζωή… Θέλω να ζήσω…
-Όλα θα τελειώσουν πριν φέξει…
-Ακόμα χτες είμουνα παιδί, κλαψούρισε. Γιατί θες να πεθάνω;»
Τέτοιες αληθινές, ανθρώπινες ιστορίες, έχει γράψει ο Σωτήρης Ιορδάνου, στο βιβλίο του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΦΤΥΑΡΙ», 1976, ΙΩΛΚΟΣ.
Ο Σωτήρης Ιορδάνου δεν σκοτίζεται για να φτιάξει πλοκή. Σκύβει πάνω στους ανθρώπους της καθημερινότητας, (ένας απ’ αυτούς ήταν κι εκείνος), και φωτίζει, με το λόγο του, στιγμές της ζωής τους, στιγμές που άλλοι δεν μπορούν να δουν ή τις περιφρονούν, στιγμές που είναι η χαρά μα και η λύπη, ο αγώνας αλλά και το κουράγιο, ο πόνος αλλά και η ελπίδα, η αγάπη μα και η απόρριψη.
Οι ιστορίες του δεν έχουν ούτε αρχή ούτε τέλος. Απλά βάζει το χέρι του, ο συγγραφέας, μέσα στο πουγκί του χρόνου και της ζωής, βγάζει μια στιγμή και την ξεδιπλώνει στο χαρτί, με τον στιβαρό, κοφτό λόγο του, που μοιάζει με το λαχάνιασμα του Ανθρώπου στο τρέξιμο το καθημερινό. Τα «πριν» και τα «μετά» των διηγημάτων του, τα αφήνει, ο Ιορδάνου, στους αναγνώστες. Με τη βαθιά διεισδυτική και ανθρώπινη ματιά του στους παρακατιανούς του κόσμου μας, ο Σωτήρης Ιορδάνου, με γνώση, καλλιέργεια, ευαισθησία και καλαισθησία στη γραφή του, σχολιάζει την αλλοτρίωση του ανθρώπου, τα χαμένα του όνειρα και τις διαψευσμένες ελπίδες του, αφήνοντας, όμως, πάντα, ένα παραθυράκι ανοιχτό για να μπαίνει αέρας και φως.
Ο Σωτήρης Ιορδάνου (ντράπηκα, κυριολεκτικά, που τον αγνοούσα) υπήρξε ένα σημαντικός δημιουργός του πνεύματος, που (όπως συνέβη και συμβαίνει με πολλούς άλλους) έζησε αφανής στη σκιά των γιγάντων. Ίσως, όμως, τελικά, αυτό ήταν η δύναμη και το μεγαλείο του: Ότι, δηλαδή, το μοναδικό κίνητρό του, για να μην σταματά ποτέ να γράφει και δημιουργεί, ήταν η αγάπη του για την καλλιέργεια και την υπηρέτηση της λογοτεχνίας και της ποίησης και η εσωτερική του ανάγκη για έκφραση και για μοίρασμα του εσωτερικού του κόσμου με τους συνανθρώπους του.
Ο Σωτήρης Ιορδάνου (1913-1990) υπήρξε ένας σπάνιος τεχνίτης του λόγου, τόσο πεζογράφος όσο και ποιητής. Έτρεφε για την Τέχνη μιαν άσβεστη αγάπη, που δεν έπαψε να τον συντροφεύει στην καθημερινή δύσκολη βιοπάλη για τον επιούσιο.
Γεννήθηκε στις 06/08/1913 στο Πόρτ Σάιντ της Αιγύπτου. Στο τέλος του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια Ιορδάνου εγκαταστάθηκε στο Κάιρο.
Από παιδί ρίχτηκε στη βιοπάλη. Παρά τη στοιχειώδη εκπαίδευσή του αγαπούσε το διάβασμα και το γράψιμο. Άνθρωπος, με ιδιαίτερα καλλιτεχνική ευαισθησία και σημαντική αγωνιστική δράση, τοποθετημένος πολιτικά στην Αριστερά.
Το 1936 τύπωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων: «Ο Ματθιός». Το 1940 τις «Πρόζες». Επιστρατεύτηκε το 1941. Πολέμησε στο Ελ Αλαμέιν. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και κρατήθηκε σε στρατόπεδα. Αποστρατεύτηκε το 1945. Τον ίδιο χρόνο τυπώθηκε «Το βιβλίο του Πολέμου» για το οποίο απέσπασε το 2ο βραβείο της Μ. Γρίβα. Ακολούθησαν: «Οι ασήμαντοι», Νουβέλλα, 1948. «Η ζωή μας έγινε πικρή», Διηγήματα, 1955…
Άσκησε το επάγγελμα του στοιχειοθέτη και εξοικονομούσε πάντα τα αναγκαία για τη δημοσίευση έργων του. Υπήρξε ενεργό μέλος της ελληνικής κοινότητας του Καΐρου και ιδιαίτερα αγαπητός στους κύκλους των λογοτεχνών. Το 1958 ήρθε στην Αθήνα, όπου συνέχισε να εργάζεται ως τυπογράφος και να γράφει. Τη χρονιά αυτή,1958, τύπωσε τη συλλογή διηγημάτων: «Στην καρδιά του τραγουδούσε ο Μάης». Το 1962: «Μια πόρτα στριφογυρίζει». Το 1976: «Ο άνθρωπος και το φτυάρι». Το 1977: «Ένα μπόι τα στάχυα», συλλογή διηγημάτων για την οποία τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.
Πέθανε στην Αθήνα το 1990.
Μετά τον θάνατό του έγιναν τέσσερις εκδόσεις έργων του. Υπάρχει αρκετή ανέκδοτη εργασία και δύο άπαιχτα θεατρικά του έργα.
«Μοχθούσε με την πένα μετά το μεροκάματο, στη διάρκεια σχεδόν ολόκληρης της νύχτας, για να διορθώσει ό,τι έγραψε ή να συνθέσει κάποια καινούρια του έμπνευση. Απλά, χωρίς ρητορείες, κύλησε η ζωή του. Απλός προσιτός ο ίδιος, άνθρωπος στην καθημερινή πάλη με τη ζωή και τις περιπέτειές της, ο πρωταγωνιστής του.
Έγραφε πολύ, καθημερινά, χωρίς ανάπαυση, εκτός από τις αναγκαστικές αργίες της αρρώστιας και του νοσοκομείου. Μέχρι που «η δημιουργούσα χειρ ενεκρώθει». Μπορεί να μην είναι ο συγγραφέας των υψηλών πεταγμάτων, είναι όμως ένας σημαντικός καταγραφέας της απλής καθημερινής ζωής, που στάθηκε δίπλα στον άνθρωπο, όπως υπήρξε κι ο ίδιος άνθρωπος, με το Α κεφαλαίο.»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ- Ευγενία Ζωγράφου
Εφ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 14 Ιούλη 1994
Η ΝΕΑ ΜΕΡΑ
Σε κατάρτι μ` αλυσίδες δεμένος
άκουγα να θρασομανά η τρικυμία.
Και να` χεις στην καρδιά σου γαλήνη,
αγάπη, λευτεριά και ξεγνοιασιά.
Η μέρα τη νύχτα κυνηγάει
κι ο καιρός περνοκυλάει.
Στο τέλος θα σπάσω τα δεσμά μου
και θα το σκάσω. Άλλο δεν κρατώ,
κι όταν απόμακρα βρεθώ
ξέρω να εκδικηθώ, να σκοτώσω.
Θα` ναι μέρα ευλογημένη και καλή.
Βαθιά μου θα την αγαπήσω.
Θα ξημερώσει με τη λευτεριά
η Νέα Μέρα της Ζωής.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥ- Ποιητική Συλλογή «Αγάπης γεννήματα»
Σπάρτη 1-12-2023
Βαγγέλης Μητράκος
*Τα βιβλία του Σωτήρη Ιορδάνου κυκλοφορούν.