Την εποχή αυτή την ευλογημένη του Μαγιού, βγαίναμε τα σκολιαρόπαιδα της γειτονιάς στους μπαξέδες, στα περιβόλια και στην εξοχή, λίγο έξω από τη Σπάρτη, εκεί που βρίσκαμε ακόμα, τότε, δέντρα κατάφορτα από γλυκούς καρπούς.
Παιδιά, όχι μόνο μαθημένα στην ολιγάρκεια, αλλά (κυρίως) παιδιά που μπορούσαμε ακόμα να δούμε και να εκτιμήσουμε κάθε τι καλό που είχε χαρίσει ο Δημιουργός στα πλάσματά του και να σταχομαζώνουμε κάθε μικρή χαρά που βρισκότανε στο διάβα της ζωής μας. Είμαστε κείνα τα παιδιά για τα οποία, κάποτε, ο Φώτης Κόντογλου είχε γράψει τούτα τα λόγια τα σοφά:
«Η φτώχεια μας έκανε να ζούμε απλή ζωή, με λίγα πράματα, και δε μας άφησε να ξεμακρύνουμε από τη φυσική ζωή, αλλά βυζαίνουμε ολοένα από την καθαρή βρυσούλα, που θρέφει την καρδιά τ’ ανθρώπου.»
Μέσα, λοιπόν, στα δέντρα τα καρποφόρα, που απλόχερα μας χάριζαν τους καρπούς τους ήτανε και οι μουριές, που τώρα το Μάη ήτανε γιομάτες από άσπρα και μαύρα μούρα, αυτούς τους τόσο μικρούς αλλά συνάμα και τόσο λαχταριστούς και γευστικούς, αγνούς και φυσικούς καρπούς, που το μόνο χέρι που είχε περάσει από πάνου τους και η μόνη φροντίδα ήταν εκείνη της Μάνας Φύσης.
Στα χρόνια εκείνα τα πολύ παλιότερα η Πελοπόννησος ήτανε γεμάτη από μουριές, λόγω του μεταξιού. Οι μεταξοσκώληκες, για να μεγαλώσουν γρήγορα και να κάνουν με την υπέροχη μεταξένια κλωστή τους το κουκούλι, έπρεπε, πρώτα, να φάνε φύλλα μουριάς. Γέμισε λοιπόν η Πελοπόννησος από μουριές κι έλαβε, γι’ αυτό, το όνομα Μοριάς, που έμεινε στην αθανασία.
Ο Μάης, είναι ο χρυσός μήνας για τις μουριές, αφού αυτόν τον μήνα ωριμάζουν τα μούρα τα γλυκά. Με το που αφήνει πίσω της τον χειμώνα η μουριά, γιομίζει τις γυμνές βέργες της με μάτια πολλά, που γρήγορα γίνονται μεγάλα πράσινα φύλλα και μετά δένει τα ιδιότροπα ανθάκια της, που το Μάη θα μεταμορφωθούν σε λαχταριστά μούρα.
Βγαίναμε, το λοιπόν, τα παιδιά του «τότε» για… να φάμε μούρα. Βρίσκαμε, βέβαια, και ξεμεινεμένα πορτοκάλια στους μπαξέδες, βρίσκαμε και μούσμουλα, αλλά η αγάπη και η λαχτάρα μας ήτανε τα μούρα, ιδιαίτερα τα μαύρα μούρα, αφού τα άσπρα δεν μας τράβαγε το χρώμα τους και ήτανε και κάπως άνοστα. Βρίσκαμε , λοιπόν, μια φιλόξενη μουριά, άλλωστε δεν ήτανε και δύσκολο, και κατάφορτα όπως ήτανε τα κλαριά της, δεν είχαμε παρά να σηκώσουμε τα χέρια μας και προσεχτικά, για να μην τα λιώσουμε, να κόψουμε όσα μούρα χώραγε η φούχτα μας. Κι αν δεν φτάναμε, σκαρφαλώναμε πάνω στη μουριά (ξέρανε, τότε, τα παιδιά να σκαρφαλώνουνε) και κόβαμε τα μούρα. Μετά καθόμαστε ανακούρκουδα κάτω από τον παχύ ίσκιο της μουριάς, απλώναμε πάνω στο χορτάρι τα μούρα μας, πιάναμε ένα – ένα μούρο από το κοτσανάκι, το βάζαμε στο στόμα, το κόβαμε με τα δόντια τα μπροστινά και ύστερα το μούρο το ώριμο, έλιωνε στο στόμα μας, βγάζοντας τους γλυκούς και μυρωδάτους χυμούς του. Ώσπου να λιώσει το ένα μούρο, άλλο έπαιρνε τη θέση του με θαυμαστή ταχύτητα, αφού το να τρως φρέσκα μούρα κατ’ ευθείαν από τη μουριά δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) μια μπελαλίδικη δουλειά. Γέμιζαν, έτσι, τα χέρια μας και μουστριζότανε το πρόσωπό μας όλο από τα ζουμιά των μούρων, που βάφουνε έντονα και βαθιά, σαν κάποιος ζωγράφος να πέρασε άτσαλα ένα πινέλο με κόκκινη-μαβιά μπογιά πάνω μας. Αυτό ήτανε το χρώμα της άνοιξης και της ζωής και διόλου δε μας πείραζε. Ίσα-ίσα που καμαρώναμε, γιατί θέλαμε να είμαστε παιδιά της Φύσης και της Ζωής και θέλαμε, επίσης, αυτό να φαίνεται.
Και ήτανε πραγματικά μια όμορφη, ανθρώπινη και ζεστή στιγμή, να βλέπει κανείς, πέντε… έξι… δέκα παιδόπουλα, καθισμένα κάτω από μια μουριά να τρώνε, ήσυχα και αδερφωμένα, μούρα, με ευχαρίστηση αληθινή, κι απάνου στη μουριά να τρώνε τσιρτσιρίζοντας και τα σπουργίτια και μετά, χορτασμένα τα παιδιά, να ξαπλώνουμε πάνου στο παχύ πράσινο χορτάρι, στον ίσκιο της μουριάς, να κλείνουνε τα μάτια και ν’ ακούνε τα φύλλα της μουριάς να λένε μυστικά αγάπης με τον αγέρα και τα σπουργίτια να λένε, κι εκείνα, τα δικά τους τα ερωτόλογα τα μαγιάτικα. Αν αυτός δεν ήτανε ο Παράδεισος, τότε Παράδεισος δεν υπάρχει
Μόνο που σαν στερημένα παιδιά της εποχής εκείνης δεν ξέραμε πότε να σταματήσουμε. Έτσι, τρώγαμε απίστευτες ποσότητες μούρων (μερικοί γυρίζανε και τις φανέλες τους από κάτω και τις γεμίζανε με μούρα για το σπίτι) και μερικές φορές μας έπιανε πονόκοιλος (όι μάνα μου, όι μάνα μου, τι πονόκοιλος ήτανε εκείνος!) και τρέχαμε πίσω απ’ τα βάτα ή στο «μέρος», αν είμαστε στο σπίτι (ήτανε έξω και μακριά από το σπίτι κι αυτό το αναθεματισμένο το μέρος και τρέχαμε να προλάβουμε), ενώ οι μανάδες μας φωνάζανε από πίσω:
«Πάλι στο μέρος πας; Πόσα μούρα φάγατε πάλι σήμερα, ρε; Κάνατε και τις φανέλες σας χάλια και πώς θα τις πλύνω η κακομοίρα!!!».
Και μας φτιάνανε ρύζι λαπά με μπόλικο λεμόνι και τσάι ευρωπαϊκό, για να έρθει και πάλι στα ίσα της η κοιλιά μας και παλεύανε στη σκάφη με σαπούνι, αλισίβα και λουλάκι και τρίβανε και ξεπλένανε και ξανατρίβανε και ξαναξεπλένανε μέχρι να καθαρίσουνε οι φανέλες μας και να απλωθούνε κάτασπρες, και πάλι, με τα ξύλινα μανταλάκια στο σύρμα, που ήτανε τυλιγμένο στους πασσάλους της κληματαριάς.
Κι όταν ξεβγαίνανε τα μούρα δεν απελπιζόμαστε. Το καλοκαιράκι είχε πολλά καλούδια να μας φιλέψει ακόμα πριν έρθει το Φθινόπωρο και μαζευτούμε πάλι στο σχολείο από τις αλάνες και τις εξοχές.
Έχει καταντήσει κοινοτυπία, πάντα μετά από κάθε αναφορά στο Χθες να κάνουμε σύγκριση με το Σήμερα. Δεν μπορώ, όμως, ούτε αυτή τη φορά να την αποφύγω την κοινοτυπία:
Σήμερα, λοιπόν, κανένα παιδί δεν απλώνει χέρι να κόψει ένα (έστω) μούρο για να γλυκάνει το χειλάκι του. Τα περισσότερα παιδιά, ούτε καν ξέρουν τι είναι μούρο. Πόσο, μάλλον, να το φάνε. Μόνο κανένας μεγάλος που κάποτε ήταν πιτσιρίκι απλώνει και κόβει ένα-δυο μούρα, τα βάζει στο στόμα του και νιώθει, εκτός από τη γλύκα τους, και τη γλύκα των παλιών καιρών. Παιδιά, λοιπόν, καθισμένα ανακούρκουδα κάτω από τις παχύσκιες μουριές, δεν τρώνε πια μούρα κι έχουν απομείνει μόνοι οι σπουργίτες και τ’ άλλα πουλάκια να τσιμπολογάνε και πέφτουν, πια, οι μούρες κάτω και βάφουνε το χώμα και την άσφαλτο με το πένθιμο μαβί χρώμα τους, σαν να θέλουνε να θρηνήσουν, με τον τρόπο αυτό το τέλος μιας όμορφης εποχής.
«Πελωρία μορέα κατέμπροσθεν τῆς ἁπλωταριᾶς ἔφερε μεγάλα μοῦρα ἐκλεκτοῦ εἴδους, σπάνια, καὶ ὅταν μίαν Κυριακὴν τοῦ τέλους Μαΐου θὰ ἐκλείοντο αἱ δύο αὐλόπορται, καὶ θ᾿ ἀνερριχᾶτο εἰς τὸν ὑψηλὸν χονδρὸν κορμὸν τῆς μορέας ἡ Ἀθηνιὼ τῆς Μερεγκλίνας ―μία ἀπὸ τὰς πλέον εὐνοουμένας ἀναδεξιμιὰς τῆς κυρα-Σοφούλας, συζύγου τοῦ κὺρ Φλώρου― εὐκίνητος, μεγαλόσωμος, ὡς θήλεια οὐραγγοτάνου ἀνερχομένη εἰς τοὺς κλῶνας, εἰς τὰ ξεκλώναρα, διὰ νὰ τινάξῃ τὰ μοῦρα, μεγάλη πανήγυρις θὰ ἦτο, ὄχι μόνον διὰ τὰς προνομιούχους γειτόνισσας καὶ τὰ γειτονόπουλα, ὅσαι θὰ ἔμενον ἐντὸς τῆς αὐλῆς μετὰ τὸ μανδάλωμα τῶν δύο πυλῶν, ― ὄχι μόνον διὰ τ᾿ ἀγυιόπαιδα τὰ ὁποῖα ἀνερριχῶντο εἰς τὸν καβαλάρην τοῦ περιβόλου τῆς αὐλῆς διὰ νὰ πηδήσουν μέσα, ἀλλ᾿ ἀκόμη καὶ διὰ τὰς ὄρνιθας, τὰς χῆνας καὶ τὰ κοττόπουλα.»
«Θάνατος κόρης» (1907) – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης