You are currently viewing Βαγγέλης Μητράκος: Πορεία Πολυτεχνείου 1974 – (μαρτυρία)  

Βαγγέλης Μητράκος: Πορεία Πολυτεχνείου 1974 – (μαρτυρία)  

Το Σεπτέμβρη  του 1974, πήρα το πτυχίο του Δασκάλου από την Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως και αμέσως, σχεδόν, παρουσιάστηκα στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο για να υπηρετήσω την στρατιωτική μου θητεία.

Ήταν μια συγκεχυμένη, γενικώς, κατάσταση στη χώρα, αφού τον Ιούλιο είχε γίνει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και κατόπιν η λεγόμενη μεταπολίτευση. Η δημοκρατία δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί, ο πόλεμος με την Τουρκία κρεμόταν πάνω από τη χώρα ως δαμόκλειος σπάθη και εμείς ως νεοσύλλεκτοι δεν ξέραμε πόσο θα υπηρετήσουμε, αφού σειρές που έπρεπε να έχουν απολυθεί με 24 μήνες θητείας είχαν κρατηθεί μέσα.

Στο 6ο Σ.Π. Κορίνθου δεν επιλέχθηκα ως Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός και έτσι περίμενα κι εγώ, μαζί με τους άλλους  …  απορριφθέντες,  να δούμε σε ποια ειδικότητα «θα μας ρίξουν». Μια μέρα η «αρβύλα» μετέδωσε ότι θα έρθει στο Κέντρο Κορίνθου η ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία), για να επιλέξει εθελοντές Εσατζήδες. Ομολογώ (όσο κι αν φαίνεται απίστευτο σήμερα) πως δεν είχα ιδέα τι ακριβώς ήταν η ΕΣΑ. Η 21η Απριλίου 1967 μας βρήκε μαθητές στην Α΄ Γυμνασίου και μας αποχαιρέτησε στα  20 χρόνια μας. Πολιτικά, «δεν ξέραμε πού πάνε τα τέσσερα». Μέχρι που τελειώσαμε το Γυμνάσιο ζήσαμε μέσα  σε ένα κλίμα διαρκούς και βαθιάς πλύσης εγκεφάλου από τη χούντα  με κυρίαρχο όργανο το σχολείο. Κάθε μέρα ένα ιδεολογικό σίδερο σιδερώματος γέμιζε με αναμμένα κάρβουνα  και μας σιδέρωνε κανονικά. Ιδιαίτερα εμείς, τα παιδιά της επαρχίας, ήμαστε παντελώς «αμόρφωτα» πολιτικά και δημοκρατικά και τελείως έξω από το τι ακριβώς συνέβαινε στη χουντική πραγματικότητα, αφού σχεδόν τίποτε δεν περνούσε τον πυκνό ιστό της χούντας, για να φτάσει από το κέντρο σ’ εμάς. Μόνο όταν φοιτούσαμε στην Ακαδημία αρχίσαμε να έχουμε κάποιες στοιχειώδεις δημοκρατικές ανησυχίες και προβληματισμούς, με μοναδικό μέσον ενημέρωσης τον σταθμό της Ντόιτσε Βέλε που τον ακούγαμε τα βράδια με τον φίλο μου τον Σταμάτη από ένα τρανζιστοράκι, νιώθοντας πως κάναμε κι εμείς … αντίσταση. Ακόμα και όταν έγινε το Πολυτεχνείο στις 14 Νομεβρίου 1973, μόνο από σκόρπιες, δειλές φήμες που έφτασαν ως εμάς εκείνο το πρωί προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς είχε γίνει, αφού ο διευθυντής της Ακαδημίας μας «μάντρωσε» άρον-άρον στην αίθουσα εκδηλώσεων, επειδή, όπως είπε:

«Συγκεντρωθήκαμε εδώ όλοι σήμερα για να σας ενημερώσω  υπεύθυνα και αντικειμενικά για το τι συνέβη χθες βράδυ στο Πολυτεχνείο, ώστε να μην πέσετε θύματα παραπληροφόρησης από τους εχθρούς του Έθνους»!!!

Ως πολιτικό χαϊβάνι, λοιπόν, άκουσα, εκεί στο 6ο ΣΠ Κορίνθου, πως «είναι προνόμιο να επιλεγεί κάποιος εσατζής», «δεν θα του κολλάει κανένας», «θα φοράει πολιτικά» κλπ κλπ. Έτσι, κατάπια το χάπι αμάσητο, πέρασα μπροστά από τους                  απεσταλμένους της ΕΣΑ, είχα και το απαραίτητο μπόι, και με επέλεξαν για Εσατζή. Το ΤΙ σήμαινε ΕΣΑ το μάθαμε, οι δόλιοι, όταν φτάσαμε με το τραίνο από την Κόρινθο στο Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα: Εσατζήδες παλιοσειρές, αγριεμένοι, μπούκαραν στα βαγόνια ρωτώντας:

«Ποιοι είναι για το ΚΕΣΑ»;

«Εμείς» απαντήσαμε.

Αμέσως έπεσαν πάνω μας με βλαστήμιες, μπουνιές, κλοτσιές και σπρωξίματα και μας πέταξαν μαζί με τους σάκους κάτω από τα βαγόνια, αδιαφορώντας για τον κόσμο που έκπληκτος παρακολουθούσε το αναπάντεχο θέαμα. Μας φόρτωσαν με μπουνοκλοτσίδια στα  REO και προειδοποίησαν με γαυγίσματα:

«Όποιο μαλακισμένο έχει μουστάκι, μέχρι να φτάσουμε στο ΚΕΣΑ να το έχει κόψει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει».

Ασυναίσθητα έφερα τα δάχτυλα στο πανώχειλο… Ευτυχώς … δεν είχα μουστάκι!!! Όσοι κακομοίρηδες είχαν, έψαχναν έντρομοι να βρουν μηχανές για να κάνουν στεγνό ξύρισμα ενώ κάποιοι, πανικόβλητοι, πάσχιζαν ακόμα και με …νυχοκόπτες.

Με συνεχή απότομα φρεναρίσματα που μας σώριαζαν σαν τα τσουβάλια στο δάπεδο της καρότσας του REO φτάσαμε κάποια στιγμή στο Κέντρο Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΚΕΣΑ), στου Παπάγου.

Με ουρλιαχτά σαν τις ύαινες, οι παλιοί εσατζήδες, με βρισιές, βλαστήμιες, κλοτσιές, μπουνιές και σπρωξίματα μας κατέβασαν από τα φορτηγά μας έβαλαν στη γραμμή και με τους σάκους στην ανάταση μας πήγαν τροχάδην με … «ψηλά τα πόδια» στους θαλάμους,  όπου μας «καλωσόρισαν» ως «Υσες» (ΥΣΑ= Υποψήφιος Στρατιωτικής Αστυνομίας) οι υπόλοιποι. Επί τρεις μήνες ζήσαμε στο ΚΕΣΑ την κόλαση. Μπορεί τον Ιούλιο του 1974 να είχε γίνει η μεταπολίτευση, όμως εμείς, στο ΚΕΣΑ, βρήκαμε ΟΛΟΥΣ τους παλιούς ΕΣΑτζήδες , (οπλίτες και αξιωματικούς),  αυτούς που υπήρξαν οι πραιτωριανοί της χούντας και που στα χέρια τους μαρτύρησαν τόσοι και τόσοι δημοκράτες στην 7ετία. Θυμάμαι, το πρώτο εκείνο βράδυ στο ΚΕΣΑ, τους ΕΣΑτζήδες της χούντας ξαπλωμένους στα κρεβάτια τους, ενώ εμείς τρέμαμε μπροστά τους  σαν τα ψάρια από φόβο, να μας λένε:

«Κωλόπαιδα! Ξέρουμε ότι έξω βρίζουνε ΟΛΟΙ τον Ιωαννίδη; Εμείς όμως κλαίμε. Αυτός, ρε κωλόπαιδα, ήτανε ο πατέρας μας. Αν δεν τον ρίχνανε οι πούστηδες οι πολιτικοί, μόλις απολυόμαστε, θα μας έβαζε στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, στο Δημόσιο και θα τρώγαμε ψωμί. Κωλόπαιδα, θα φτύσετε αίμα εδώ που ήρθατε»!!!

Και πράγματι! Φτύσαμε (κυριολεκτικά) αίμα, τρεις μήνες ολόκληρους,  στο ΚΕΣΑ, αν κι εμείς μόνο για να υπηρετήσουμε την πατρίδα είχαμε πάει φαντάροι  και μάλιστα εν καιρώ … Δημοκρατίας.

Όταν αργότερα έγιναν οι δίκες της χούντας και των βασανιστών ΜΟΝΟ εμείς που κάναμε το λάθος να πάμε στην ΕΣΑ (έστω και μεταχουντικά) ξέραμε τι περιγράφανε  και τι πέρασανε στα κολαστήρια της ΕΣΑ οι κρατούμενοι δημοκράτες, αφού,   αυτά τα ίδια βασανιστήρια τα περάσαμε κι εμείς στην «εκπαίδευση», που υποτίθεται ότι μας έκαναν.

Εκείνο, λοιπόν, το πρωί της Κυριακής, 24 Νοεμβρίου 1974, μας μάζεψαν σαν τα πρόβατα στο προαύλιο του ΚΕΣΑ και μας ανακοίνωσαν ότι θα μεταφερθούμε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, γιατί θα γίνει πορεία για το Πολυτεχνείο και χρειάζονται ενισχύσεις, επειδή προβλέπονται επεισόδια.

(Η πρώτη επέτειος του ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ γιορτάστηκε, όχι  στις 17 Νοεμβρίου αλλά στις 24 Νοεμβρίου 1974, λόγω των πρώτων βουλευτικών εκλογών που  έγιναν  στις 17 Νοεμβρίου 1974, μετά την πτώση της χούντας)

Μας φόρτωσαν στα REO και φτάσαμε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα, Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας).  Από Αθήνα, εγώ, δεν γνώριζα απολύτως τίποτε. Θυμάμαι μόνο ένα λοφάκι με γκαζόν στο πλάι ενός μεγάλου δρόμου,   που στη βάση του ήταν ένα άγαλμα του Βενιζέλου (αργότερα έμαθα πως ήταν το  σημερινό «Πάρκο Ελευθερίας» επί της Λεωφόρου  Βασιλίσσης  Σοφίας). Στην κορφή του λοφίσκου, μέσα σε μια περίφραξη από σύρμα βρισκόταν το ΕΑΤ/ΕΣΑ,  κάποια παλιά πετρόχτιστα κτήρια με κεραμίδια, σκορπισμένα εδώ κι εκεί.

Μας κατέβασαν από τα φορτηγά και μας άφησαν για λίγο ελεύθερους στο προαύλιο του στρατοπέδου, αφού μας είπαν ότι σε λίγο θα συγκεντρωθούμε για να λάβουμε διαταγές.

Σκορπιστήκαμε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ κοιτάζοντας με δέος  τα κτήρια αυτά, τα οποία θύμιζαν κάτι από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και δεν το χώραγε το μυαλό μας, πως λίγους μήνες πριν, εδώ, βασανίζονταν φρικτά για τις ιδέες τους άνθρωποι δημοκράτες, αντιστασιακοί  και πως αυτός ο ήσυχος και ειδυλλιακός τόπος αντηχούσε από κραυγές πόνου των κρατούμενων, από τους φριχτούς ήχους  των βασανιστηρίων και από τις φωνές και τις απειλές των οργάνων της χούντας.

Περνώντας έξω από το διοικητήριο του ΕΑΤ/ΕΣΑ, είδα να στέκεται στην κορφή της σκάλας ένας ΕΣΑτζής. Μου φωνάζει:

«ΥΣΑ, θέλεις να πάρεις τηλέφωνο στο σπίτι σου»;

Ξαφνιάστηκα.

«Θέλω» του   λέω.

Με βάζει μέσα στο διοικητήριο και με πάει στο γραφείο του διοικητή. Ήταν ένα από κείνα τα θλιβερά και σκυθρωπά ανακριτικά γραφεία, που μόνο σε αστυνομικές ταινίες είχαμε δει. Μου δείχνει ένα μαύρο τηλέφωνο πάνω σε ένα γραφείο και μου λέει :

«Πάρε».

Τηλεφωνώ στο  σπίτι … είπαμε ό,τι λέει ένας φαντάρος νεοσύλλεκτος με τους δικούς του  και μετά τους ρωτάω:

«Ξέρετε από πού σας παίρνω;»

«Από πού»;      

«Από το γραφείο του Θεοφιλογιαννάκου».

Ξεράθηκαν!!!

Ποτέ δεν έμαθα, ούτε μπόρεσα να καταλάβω, τι σκεφτόταν και τι ένιωθε εκείνος ο ΕΣΑτζής του ΕΑΤ/ΕΣΑ, το απόγευμα της Κυριακής 24 Νοεμβρίου 1974, που με άφησε να τηλεφωνήσω στο σπίτι μου, μέσα από το γραφείο του διοικητή. Ίσως ήταν από κείνες τις στιγμές που στα τείχη της ψυχής του ανθρώπου ανοίγει μια ρωγμή και μπαίνει το φως του ήλιου. Ίσως.

Κάποια στιγμή μας μάζεψαν όλους σε μια αίθουσα, στον όροφο ενός κτηρίου του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Ήταν  εκεί αξιωματικοί της ΕΣΑ και οπλίτες. Πήρε το λόγο ο διοικητής και άρχισε, με ύφος «παπαδοπουλικό», να μας λέει ότι το απόγευμα θα γίνει πορεία για το  Πολυτεχνείο, ότι θα είναι (όπως είχε πληροφορηθεί) τεράστιο το πλήθος και ότι στόχος της πορείας θα είναι η αμερικανική πρεσβεία και το ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στη συνέχεια μας είπε ότι πρέπει  να υπερασπιστούμε το στρατόπεδο και τους εαυτούς μας από ενδεχόμενη επίθεση του πλήθους  και διέταξε να μοιραστούν ό,τι όπλα υπήρχαν διαθέσιμα (Μπαρ, Τόμσον, Μ1, πιστόλια,  κλπ), δίνοντας εντολή να πάρουμε θέσεις, άλλοι έξω, πίσω από τον φράχτη, άλλοι στα παράθυρα του κτηρίου και, αν επιχειρηθεί εισβολή… να πυροβολήσουμε κατά του πλήθους!!! Πραγματικά, μείναμε ενεοί όχι μόνο με την εντολή   που δόθηκε,  αλλά και με την ωμότητα και την αναισθησία που δόθηκε. Σαν κάποιος  να διέταζε κυνηγούς να πυροβολήσουν πουλιά. Συνειδητοποιήσαμε εκείνη τη στιγμή ότι 4 περίπου μήνες μετά την πτώση της χούντας η δικτατορία με τους ανθρώπους της ήταν ακόμα στα πράγματα και σκέφτονταν και ενεργούσαν με την ίδια χουντική νοοτροπία.

Για όσους δεν έφτασαν τα όπλα που μοιράστηκαν (ανάμεσά τους ήμουν κι εγώ) έδωσαν γκλομπς με την διαταγή να χτυπάμε αλύπητα όσους πάνε να σκαρφαλώσουν στα σύρματα του φράχτη. Όλοι εμείς οι νεοσύλλεκτοι είχαμε παγώσει σύγκορμοι. Και μόνο στη σκέψη ότι σε λίγες ώρες μπορεί να δινόταν διαταγή να πυροβολήσουμε  εναντίον ανθρώπων που βρίσκονταν στην πορεία για να τιμήσουν το Πολυτεχνείο και να διαδηλώσουν κατά της δικτατορίας, μας έκανε ψυχικά κουρέλια. Ένιωθα και έβλεπα στα πρόσωπα των νέων ότι κανείς δεν θα το έκανε αυτό κάτω από οποιαδήποτε κατάσταση και ότι όλοι αισθάνονταν πως τα απομεινάρια της χούντας χρησιμοποιούσαν αθώα νέα παιδιά, εμάς,  που δεν είχαμε καμιά σχέση μαζί τους, ούτε με τη χούντα,  ως ασπίδα, ως εξιλαστήρια θύματα αλλά και ως όργανα για τη δημιουργία κλίματος αποσταθεροποίησης της νιόβγαλτης δημοκρατίας. Από την άλλη ανησυχούσαμε και για την ίδια μας τη ζωή σε περίπτωση που το πλήθος εφορμούσε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.

Αφού δόθηκαν οι εντολές και οι οδηγίες, ο διοικητής και οι αξιωματικοί εξαφανίστηκαν και μείνανε οι υπαξιωματικοί για να μας βάλουν στις θέσεις μας. Καρφωθήκαμε εκεί που μας έβαλαν, με πρόσωπα ωχρά και συσπασμένα, με χτυποκάρδι γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί σε λίγο  και με το στόμα φαρμακωμένο.

Ήτανε τότε που άρχισε ένας αχός βαρύς ν’ ακούγεται από μακριά. Κάτι σαν ποτάμι που ερχότανε κατεβασμένο, σαν καταιγίδα που προειδοποιούσε ότι όπου να ’ναι θα φτάσει. Η βουή όλο και πλησίαζε. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να ακούμε τα συνθήματα. Οι φωνές έφταναν μέχρι τον ουρανό και νιώθαμε ακόμα και το πάτωμα να τρέμει. Όταν η πορεία έφτασε μπροστά στο ΕΑΤ/ΕΣΑ σταμάτησε. Δεν βλέπαμε τίποτε αλλά οι κραυγές, οι φωνές και τα συνθήματα του πλήθους μας τρυπούσαν τ’ αυτιά και μας χτυπούσαν σαν γροθιά στο στήθος:

«ΕΣΑ, ΕΣ- ΕΣ , ΒΑΣΑΝΙΣΤΕΣ»!

«ΔΩΣΤΕ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΣΤΟ ΛΑΟ».

«ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ, ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ».

«ΕΣΕΙΣ ΣΚΟΤΩΣΑΤΕ Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΑΣ»

Είχαμε παγώσει  από φόβο και από ντροπή.  Όλοι  σκεφτόμασταν πως  αν αυτό, το αόρατο για μας, πλήθος, ανέβαινε προς το ΕΑΤ/ΕΣΑ και έμπαινε μέσα δεν ΘΑ εύρισκαν μετά ούτε τις αρβύλες που φοράγαμε.

Εκείνη τη στιγμή οι λοχίες   διέταξαν όσους ήταν έξω στο φράχτη να μπουν μέσα και να πιάσουν κι εκείνοι θέσεις στα παράθυρα.

Πιστέψαμε ότι είχε φτάσει πλέον η τελευταία μας ώρα. Τα μάτια μας πυρετικά ήταν καρφωμένα στην κορφή του λοφίσκου, ανάμεσα στα δέντρα, η ώρα πέρναγε, οι φωνές δυνάμωναν όπως οι σάλπιγγες της Ιεριχούς  και σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε πώς γινόταν,  αρχίσαμε να πέφτουμε σε ένα περίεργο λήθαργο.  Δεν σκεφτόμαστε τίποτε, δε νιώθαμε τίποτε, δεν ακούγαμε τίποτε… Μόνο ανασαίναμε και περιμέναμε.

Είχε φτάσει το σούρουπο και τότε μόνο άρχισαν, σιγά-σιγά, οι φωνές και τα συνθήματα να κοπάζουν και να απομακρύνονται, μέχρι που κάποια στιγμή χάθηκαν στο  βάθος της πόλης και ο μεγάλος δρόμος μπροστά το ΕΑΤ/ΕΣΑ απόχτησε και πάλι τη δική του βουή, εκείνη των αυτοκινήτων.

Τότε, καταλάβαμε ότι την είχαμε γλιτώσει. Μας μάζεψαν τα όπλα, μας έβαλαν και πάλι στα ΡΕΟ και γυρίσαμε, αργά το βράδυ, στο ΚΕΣΑ.

Την άλλη μέρα μάθαμε ότι στην πορεία ήτανε πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι!!!

Από κει και πέρα ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του:

Εγώ, από το ΚΕΣΑ πήγα στην Κομοτηνή και μετά στο Βάλτο Ορεστιάδας. Απολύθηκα μετά από 28 μήνες θητείας. Τρία Χριστούγεννα και τρεις Πρωτοχρονιές στον στρατό.

Το ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, από τη δική του μεριά, ποτέ δεν κατάφερε να ξανακάνει μια πορεία του μεγέθους και του πάθους του 1974. Αν και τα μηνύματά του παραμένουν ζωντανά και επίκαιρα μέχρι ΚΑΙ σήμερα, το παρέλαβαν τα κόμματα και οι κομματικές νεολαίες, το χρησιμοποίησαν οι αναρχικοί για δικούς τους σκοπούς, κάθε πολιτικός χώρος το ερμήνευσε και το χρησιμοποίησε «κατά το δοκούν», συκοφαντήθηκε, διαστρεβλώθηκε και λοιδορήθηκε από την  ακροδεξιά, συγκρούστηκε και τραυματίστηκε από την σύγκρουσή του με την αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας και, τελικά, σήμερα, έχει μετατραπεί σε επετειακό «φολκλόρ» κι ας ήταν το κορυφαίο γεγονός του αντιδικτατορικού αγώνα και το μοναδικό άλλοθι της ελληνικής κοινωνίας στη σχέση της με τη δικτατορία.

Έχουν περάσει πενήντα ακριβώς χρόνια από εκείνη την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, που έμελε να την ζήσω κλεισμένος μέσα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, απέναντι από την πορεία, κι ακόμα τη θυμάμαι και τη ζω σαν μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής μου.

 

Σπάρτη 5 Δεκεμβρίου 2024, Βαγγέλης Μητράκος

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.