Κοιτάζω τα σημερινά παιδιά και στενοχωριέμαι, γιατί τα βλέπω, υποταγμένα στο κινητό και στο διαδίκτυο, να έχουν σταματήσει να παίζουν και σκέφτομαι κάτι σοφό που είχε πει ο αμερικανός συγγραφέας Όλιβερ Χόλμς:
«Οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε.»
Και, βέβαια, η ευθύνη γι’ αυτό δεν ανήκει στα παιδιά αλλά στη νέα κοινωνία που εμείς οι μεγάλοι έχουμε φτιάξει, η οποία με τις νέες αρχές , τις αξίες και τα πρότυπα που ΕΜΕΙΣ βάλαμε ως σημεία αναφοράς, κάνει τα παιδιά μας να «γερνούν» από τα πιο όμορφα και τρυφερά τους χρόνια.
Εμείς τα παιδιά του ’50 και του ’60 παίζαμε πολύ. Παίζαμε παιχνίδια ομαδικά που έρχονταν από τις μνήμες της παράδοσης, παιχνίδια που σήμερα έχουν, δυστυχώς λησμονηθεί παντελώς. Ακόμα, με τα φτωχικά βαλάντια των γονιών μας, αγοράζαμε, αραιά και πού, παιχνιδάκια φτωχά, πανηγυριώτικα, τα οποία όμως στα μάτια μας φάνταζαν πολύτιμοι και ανεκτίμητοι θησαυροί:
Το μπιστολάκι
«BRAUNIK cal 35» έγραφε η μάρκα του. Απομίμηση του πασίγνωστου αμερικάνικου στρατιωτικού πιστολιού-κολτ Browning. Μόρτικο μπιστολάκι, ό,τι έπρεπε για τις «μονομαχίες» που κάναμε, παίζοντας στις γειτονιές και τις αλάνες «Κλέφτες κι Αστυνόμους». Το μπιστολάκι αυτό έπαιρνε μέσα του (πριν βγούν τα πλαστικά καψούλια) μια χάρτινη κόκκινη ταινία καψουλιών τυλιγμένη σε ρολάκι («καψούλα» τη λέγαμε), που πάνω της ήταν το «μπαρούτι» σε μικρά «μπιμπίκια» στη σειρά. Τραβούσες την ασφάλεια του μπιστολιού, άνοιγε ένας μηχανισμός στο πάνω μέρος, έβαζες την τυλιγμένη ταινία, την πέρναγες από την ειδική σχισμή, έκλεινες τον μηχανισμό και το μπιστολάκι ήταν έτοιμο να πυροβολήσει. Με με κάθε πάτημα της σκανδάλης σηκωνόταν ο κόκορας, έπεφτε με δύναμη πάνω στην ταινία και επυρσοκροτούσε, βγάζοντας μια μικρή λάμψη και καπνό από την κάννη που μύριζε μπαρούτι.
Τα μπιστολάκια αυτά, με την ταινία-καψούλι, είχανε το πλεονέκτημα ότι μπορούσες να ρίξεις δεκάδες βολές, όσο, δηλαδή, άντεχε η ταινία. Μεγάλος εχθρός της ταινίας των καψουλιών ήταν η υγρασία. Τότε, δεν έσκαζαν τα καψούλια ή ακουγότανε ένας απογοητευτικός τζούφιος πυροβολισμός. Οι ταινίες αυτές ήτανε και λίγο επικίνδυνες, γιατί μετά από κάποιον «ζεστό» πυροβολισμό, μπορούσε να πιάσει φωτιά όλη η ταινία και να γίνει… πυροτέχνημα χειρός. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε τις ταινίες αυτές και εκτός μπιστολιού: Τις ξετυλίγαμε, βάζαμε φωτιά στη μια άκρη τους μ’ ένα σπίρτο και, μετά, οι ταινίες καίγονταν σαν φυτίλι, κάνοντας μικρές εκρήξεις κάθε φορά που η φωτιά έφτανε σε «μπιμπίκι» μπαρουτιού. Άλλες φορές, πάλι, όταν μας χάλαγαν τα μπιστόλια και είχαμε ταινίες-καψούλια αδιάθετες, τις βάζαμε πάνω σε μια πέτρα και με μια άλλη πέτρα σκάγαμε τα «μπιμπίκια» του μπαρουτιού και κάναμε μικρές εκρήξεις.
Το πουλάκι νεροσφυρίχτρα
Νεροσφυρίχτρα ή αλλιώς λαλίτσα ή αηδονάκι ή κούκος! Ένα πλαστικό πουλάκι ήτανε, χρωματιστό, με σφυρίχτρα στη μιαν άκρη κι από κάτω του ένα δοχειάκι νερού. Το γέμιζες με νερό από τη βρύση και όταν φυσούσες έβγαινε το σφύριγμα κυματιστό,κελαηδηστό, λόγω του νερού, σαν να κελάηδαγε, πραγματικά κάποιο πουλάκι απ’ το κλουβί ή απ’ τις φυλλωσιές του αντικρινού δέντρου. Ανάλογα με το πόσο νερό του έβαζες , έβγαζε και διαφορετικά κελαηδήματα.
Το βατραχάκι
Κλασικό, παλιό παιχνίδι, φτηνό, έξυπνο και εύχρηστο. Ήταν ένα βατραχάκι μικρό, μεταλλικό-πρεσσαριστό, με ωραία χρώματα που από κάτω είχε προσαρμοσμένο ένα μεταλλικό έλασμα. Πίεζες διαδοχικά το έλασμα και το βατραχάκι άφηνε τον γνωστό ήχο του «μπάκου- μπάκου». Πολλές φορές ξαφνιάζαμε κάποιον φίλο μας ξέγνοιαστο, κάνοντάς του «μπάκου- μπάκου» κοντά στο αυτί του.
Τα πυραυλάκια
Τα «πυραυλάκια» ήταν άλλο ένα πανηγυριώτικο «εκρηκτικό» παιχνίδι των χρόνων μας, ένα παιχνίδι που το γέννησε η δημιουργική φαντασία κάποιων σ’ εκείνη την εποχή που το διάστημα ήταν ελκυστικό και ενδιαφέρον, με τους δορυφόρους και τους πυραύλους που εκτόξευαν πότε η Αμερική και πότε η Ρωσία.
Τα πυραυλάκια ήταν πλαστικά με χρώματα ωραία και φόρμα αεροδιαστημική. Ξεβιδώναμε το πάνω μέρος από τον «θαλαμίσκο» και σ’ ένα σιδεράκι-υποδοχή βάζαμε το καψούλι. Βιδώναμε πάλι τον θαλαμίσκο στη θέση του, πιάναμε το πυραυλάκι σαν σαΐτα και το πετάγαμε ψηλά, σε μια τοποθεσία που να έχει δάπεδο σκληρό. Το πυραυλάκι «πέταγε» ψηλά και ύστερα, λόγω της βαρύτητας, γύριζε προς τα κάτω κι έπεφτε με ορμή. Όταν έφτανε στο δάπεδο το μικρό έμβολο-επικρουστήρας που ήταν στην κορυφή του πιεζόταν προς τα μέσα κι έσκαζε το καψούλι, ενώ έβγαιναν καπνοί και λάμψη από τα μικρά ανοίγματα του θαλαμίσκου. Ωραίο και απλό παιχνίδι που δε χάλαγε εύκολα και μας χάριζε πολλές και διασκεδαστικές στιγμές παιχνιδιού.
Το γιογιό
Γνωστό παιχνίδι απ’ τα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια. Το δικό μας γιογιό ήταν ένα καθαρά λαϊκό, πανηγυριώτικο παιχνίδι. Μέχρι το 1960, το γιογιό ήταν μια μπάλα από ύφασμα ή γυαλιστερό χαρτί, παραγεμισμένη με ροκανίδι. Γύρω από την μπάλα ήταν δεμένο ένα λάστιχο. Την κρεμούσαμε από αυτό και με δεξιοτεχνία την ανεβοκατεβάζαμε με το ένα χέρι. Μεγάλη μας απογοήτευση ήταν όταν η υφασμάτινη ή χάρτινη μπάλα τρύπαγε απ’ την πολλή χρήση ή από απρόσεχτους χειρισμούς, έχανε το πριονίδι της και έτσι αχρηστευόταν το γιογιό.
Το κουρδιστό αυτοκινητάκι
Το κουρδιστό αυτοκινητάκι ήτανε το πιο ακριβό και πιο ποθητό αγορίστικο παιχνίδι. Λαμαρινένια αυτοκινητάκια , με ωραία χρώματα και ζωγραφιές πάνω τους. Είχανε ένα κουρδιστήρι στο πλάι κι όταν το έστριβες τυλιγόταν μέσα στον μηχανισμό ένα ελατήριο. Όταν τέλειωνες το κούρδισμα, έβαζες κάτω στο πάτωμα ή στο τσιμέντο της αυλής το αυτοκινητάκι, ελευθέρωνες την ασφάλεια κι αυτό έτρεχε προς την κατεύθυνση που το είχες στρέψει μέχρι να χαλαρώσει το ελατήριο και να σταματήσει. Δεν χορταίναμε να βάζουμε το αυτοκινητάκι μας να κάνει διαδρομές ή να «παρατρέχει» με τα αυτοκινητάκια των άλλων, μόνο που από το πολύ το κούρδισμα έσπαζε κάποια στιγμή το ελατήριο και τότε μόνο με το χέρι το κάναμε βόλτες.
Τούτα ήταν μερικά από τα «αγοραστά» μας, πανηγυριώτικα παιχνιδάκια, που μας τα έπαιρναν οι γονείς ή οι παππούδες μας από το πανηγύρι του Μυστρά ή από την «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» και του «ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ» στη Σπάρτη.
Σαν μεγαλώσαμε και πηγαίναμε Γυμνάσιο, τα παιχνίδια αυτά άρχισαν να γίνονται για μας νοσταλγία, ώσπου, ξαφνικά, στις αρχές της 10ετίας του ’70, εμφανίστηκε ένα παιχνίδι που το παίζανε ΚΑΙ μεγάλα παιδιά: Ήταν το θρυλικό «Τάκα-Τάκα». Ένα παιχνίδι που εξαπλώθηκε παντού κι έγινε διεθνής τρέλα.
Το «τάκα-τάκα»
Το «Τάκα-Τάκα» ήταν δυο σκληρές πλαστικές σφαίρες, που κρέμονταν από δυο κορδόνια, τα οποία στην κορφή τους είχανε ένα μεταλλικό δαχτυλίδι.
Πέρναγες το δαχτυλίδι στον παράμεσο ή στον μικρό του χεριού σου, κι έτσι όπως κρέμονταν κατά κάτω οι μπάλες, με κινήσεις πάνω-κάτω, αργές στην αρχή, έκανες τις μπάλες να αρχίσουν να χτυπούν η μία την άλλη. Ύστερα, δυνάμωνες απότομα κι επιτάχυνες την κίνηση του χεριού σου πάνω-κάτω και, αν το έκανες σωστά, οι μπάλες χτυπούσαν διαδοχικά και δυνατά η μία την άλλη, μια πάνω και μια κάτω βγάζοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο, το αξέχαστο «τάκα-τάκα». Ανάλογα με τη δεξιοτεχνία του χρήστη και την αντοχή του, το παιχνίδι μπορούσε να διαρκέσει από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι… όπου βγει. Μάλιστα, διοργανώνονταν, στις παρέες, και αγώνες «τάκα-τάκα», ποιος δηλαδή θα μπορέσει να χτυπά τις σφαίρες για περισσότερο χρόνο, συνεχώς.
Αρκετές φορές, οι πρωτάρηδες και οι ατζαμήδες του «τάκα-τάκα» (καμιά φορά και οι «επαγγελματίες») τραυματίζονταν στα χέρια ή στο πρόσωπο, ή τραυμάτιζαν κάποιους από τους πέριξ, όταν οι μπάλες ξέφευγαν από την τροχιά τους και χτυπούσαν ότι εύρισκαν μπροστά τους. Γι’ αυτό, το «τάκα-τάκα» θεωρήθηκε ςπικίνδυνο παιχνίδι. Κι επειδή τότε ήτανε χούντα, το παιχνίδι αυτό, επειδή έκανε θόρυβο (για μεγάλο χρονικό διάστημα άκουγες παντού και όλη τη μέρα και τη νύχτα «τάκα-τάκα»), ο τότε αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων με διαταγή του προς τις αστυνομικές υπηρεσίες, απαγόρευσε το «τάκα-τάκα» καθ’ όλο το 24ωρο «προς περιφρούρησιν της κοινής ησυχίας».
Έτσι, χάσαμε, σαν έφηβοι, το τελευταίο αγοραστό παιχνίδι μας. Μας έμεινε μόνο το τραγούδι « Τάκα-Τάκα-Τα» του Τέρη Χρυσού (1972), για να μας θυμίζει μιαν ολόκληρη εποχή αθωότητας, τότε, που είμαστε ακόμα παιδιά κι ας είχαμε πατήσει τα δεκαεφτά.
Και τα κορίτσια…
Οι κούκλες
Τα κορίτσια παίζανε κι εκείνα, κάποιες φορές, με τα «αγορίστικα» παιχνίδια, αλλά πιο πολύ με τις κούκλες. Κούκλες να δουν τα μάτια σου!!! Συλλογή ολόκληρη, κάθε μεγέθους και φορεσιάς, ξανθές, καστανές, μαυρομάλλες, που τις φρόντιζαν τα κορίτσια σαν να ’τανε τα μωρά τους, τις χτένιζαν, τις έντυναν, τις «τάιζαν», τις ταχτάριζαν, τις νανούριζαν… πρόβες ζωής, τότε, που το να νιώθεις μάνα και σύζυγος και νοικοκυρά, δεν ήταν ακόμα υποτιμητικό και οπισθοδρομικό!!!
Κι οι μανάδες, όλες αυτές τις κούκλες, τις έβαζαν για στολίδι στη σάλα, πάνω σε κρεβάτια, σε καναπέδες και ντουλάπες κι έπαιζαν κι αυτές, καμιά φορά, κείνες οι μανάδες που ποτέ παιχνίδι και κούκλα δεν είχανε κρατήσει στα χέρια τους, αφού γεννηθήκανε και ζήσανε παντοτινά μεγάλες .
Καμιά φορά, κι εμείς τα αγόρια, βρίσκαμε ευκαιρίες να παίρνουμε τις κούκλες στα χέρια μας, όταν, βέβαια, δεν ήταν κανένας κοντά για να μας βλέπει (μην παρεξηγηθούμε κιόλας άδικα), αλλά δεν ήταν κάτι που μας τραβούσε σαν αγόρια. Μόνο μας άρεσε πολύ να πλαγιάζουμε τις κούκλες και να βλέπουμε που έκλειναν τα μάτια τους για να κοιμηθούν κι όταν τις σηκώναμε που τα άνοιγαν. Είχε κάτι μυστηριακό αυτό, που μας άρεσε και μας παραξένευε. Αλλά…ως εκεί!
Πώς πέρασαν τόσα χρόνια από τότε; Πώς μεγαλώσαμε; Πώς φτάσαμε να κοιτάμε πίσω κι όχι μπροστά; Πώς;
Όμως , όπως γράφτηκε στα χρόνια των Αρχαίων:
«Ω, Σόλων, Σόλων. Έλληνες αεί παίδες εστέ, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν».
Για τούτο, ακόμα και σήμερα, εμείς, τα παιδιά του ’50 και του ’60, αφού κοιτάξουμε γύρω μας, μη και μας βλέπει κανείς, παίζουμε, ακόμα, με πανηγυριώτικα «παιχνίδια» κρυμμένα σε γωνιές, που μόνο εμείς ξέρουμε.
Ήμασταν ξέγνοιαστοι που λες
στις φτωχικές τις γειτονιές
τις ξεχασμένες
στις ασπρισμένες τις αυλές
με τις μπουγάδες τις λευκές
τις απλωμένες.
Ήμασταν ξέγνοιαστοι μου λες
και τις κοτσίδες τις ξανθές
τρελά κουνούσες
κι ήταν γλυκές οι Κυριακές
και περισσεύαν οι χαρές
όταν γελούσες.
Πώς μεγαλώσαμε για δες
κι είναι πικρές οι Κυριακές
τα μεσημέρια.
Πώς μεγαλώσαμε για δες
και τα φεγγάρια είναι πληγές
στα καλοκαίρια.
Πώς βολευτήκαμε για δες
μες σε τριάρια φυλακές
χωρίς αστέρια.
«Πώς μεγαλώσαμε για δες», – 2ο Βραβείο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού Θεσσαλονίκη 1995, Στίχοι Πάνου Ματαράγκα
Σπάρτη 24-10-2023
Βαγγέλης Μητράκος