Οι σημερινοί Έλληνες λένε : «Πάμε να φάμε».
Οι παλαιοί λέγανε: «Πάμε να πιούμε». Κι ακόμα καλύτερα: «Πάμε να πιούμε κρασάκι».
Κι αυτό το … «κρασάκι» δεν ήτανε χαϊδευτικό αλλά έκφραση αγάπης, εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης, για όσα τα «κρασάκι» πρόσφερε στη ζωή τους τη σκληρή.
Γι’ αυτό και είχανε βγάλει και μια «προσευχή», εκείνοι οι παλιοί κρασοπατέρες:
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΠΟΘΩ,
ΕΝΑ ΒΑΡΕΛΙ ΟΡΘΟ
ΝΑ ΣΤΗΣΕΤΕ ΓΕΜΑΤΟ.
ΚΙ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΣΩΘΕΙ,
ΝΑ ΡΙΧΝΕΙ ΜΙΑ ΞΑΝΘΗ,
ΚΑΙ ΝΑ ΔΡΟΣΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩ!!!
Ήταν αυτοί, που, όταν άνοιγε καινούργιο βαρέλι, το δοκίμαζαν πρώτοι με δυο ελιές, λίγο ψωμί και μπακαλιάρο με μπόλικο κουρκούτι, ξεροψημένο, γείτονες (συνήθως), που είχαν μόνιμο το τραπεζάκι κοντά στα βαρέλια για … να μην ενοχλούν.
Κι ο θείος μου ο Μπάμπης, όταν γεμίζαμε το ποτήρι με κρασί, πριν ακόμα πιούμε, το σήκωνε ψηλά και φώναζε :
«Ευλογημένο μου, στην πέτρα να φυτρώνεις»!!!
Άλλοι καιροί … άλλοι άνθρωποι!
Κι ακόμα: «… οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου …» έγραψε κάποτε ο προφήτης και βασιλιάς Δαυίδ.
Και ο Χριστός μας έκανε το αμπέλι και το κρασί κέντρο της Διδασκαλίας Του:
«ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. (Ιωανν.ΙΕ΄5).
Και μ’ ένα ποτήρι κρασί παρέδωσε, ο Χριστός μας, σε μας, το Μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, ολόκληρο θεό είχαν πλάσει για το κρασί, τον Βάκχο (Διόνυσο) , κι έβαζαν και τους θεούς τους να πίνουν νέκταρ, που τι άλλο μπορεί να ήταν παρά το γλυκόπιοτο κρασί.
Κι όταν ήτανε να πάνε στη μάχη, οι ήρωες της Ιλιάδας, δυνάμωναν το πολεμικό τους μένος, πίνοντας τον κυκεώνα, δηλαδή «Πράμνειον οίνον» ανακατεμένο με χλωρό τυρί και αλεύρι από κριθάρι!
Η Λακωνία μας ευλογήθηκε να έχει εύφορα χώματα και κλίμα που αγαπάει το κρασί και γι’ αυτό, παλαιόθεν έως και σήμερον, παράγει διαλεχτά κρασιά που ξεχωρίζουν, από παραγωγούς (μικρούς και μεγάλους), που έχουν πάθος και αγάπη γι’ αυτήν τη δύσκολη και απαιτητική δουλειά.
Και είναι συγκινητικό να βλέπεις να συνεχίζεται, από γενιά σε γενιά, η καλλιέργεια του αμπελιού και η πατροπαράδοτη παραγωγή κρασιού, σαν υποχρέωση ζωής και σαν μνημόσυνο αιώνιο σ’ εκείνους τους παλαιούς, που πότισαν τ’ αμπέλια τους με τον τίμιο ιδρώτα τους και γι’ αυτό ήτανε και το κρασί τους νόστιμο και καλόπιοτο.
Εκεί, στο Γούναρι, το όμορφο και παραγωγικό χωριό της Σπάρτης, στους πρόποδες του Ταΰγετου, υπάρχει ένα σπίτι με καλό (πολύ καλό) κρασί, εκείνο του Τάκη του Σαββούρα.
Ο πατέρας του Τάκη, ο αείμνηστος μπαρμπα- Χρήστος Σαββούρας, γέννημα-θρέμμα του Γούναρι, είχε βρει, πάππου προς πάππου, ένα καλό αμπέλι, κοντά στο χωριό. Τα χρόνια κείνα τα παλιά το αμπέλι θεωρούνταν (και ήταν) περιουσία κι όποιος είχε αμπέλι ήτανε νοικοκύρης και περιζήτητος γαμπρός. Κάθε φαμελιά είχε το αμπέλι της και όλοι είχαν στο κατώι τους ένα, τουλάχιστον, μεγάλο βαγένι γεμάτο κόκκινο, πιπεράτο κρασί. Γι’ αυτό και ο λαός (ανάμεσα σ’ άλλα πολλά) είπε: «Αμπέλι όσο μεγαλύτερο μπορείς και σπίτι όσο να χωρείς» κι έβγαλε και τραγούδια δημοτικά: «αμπέλι μου πλατύφυλλο και κοντοκλαδεμένο…» κι έπλασε γι’ αυτό ένα σωρό ιστορίες και μύθους και παραδόσεις.
Ο μπαρμπα-Χρήστος ο Σαββούρας, λοιπόν, είχε το αμπελάκι του έγνοια ζωής και το περιποιότανε με την ψυχή του, όσο καλύτερα μπορούσε, όλο το χρόνο, έτσι όπως είχε μάθει απ’ τον παππού και τον πατέρα του, αφού όλοι ξέρουνε πως:
«Μ’ αγγαρεία αμπέλι δε γίνεται, τσαïρι δεν προκόφτει…».
Και το ’φτασε το αμπέλι του, φύτεψε-φύτεψε, κοντά 800 κλήματα κι ας φύτευε μαζί με τις ρίζες και παραπάνω έγνοιες και κούραση περίσσια.
Έπρεπε, λοιπόν, ο μπαρμπα-Χρήστος ο Σαββούρας να κάνει το ξελάκκωμα τον Οκτώβρη και να ρίξει κοπριά στ’ αμπέλι του, να το κλαδέψει όταν έμπαινε η άνοιξη, να το σκάψει μετά με την τσάπα, ρίζα-ρίζα, και να κάνει τα κουτρούλια γύρω τους (αυτή ήτανε κι η πιο βαριά απ’ τις δουλειές), να κάνει μετά το βλαστολόημα, το σκάλισμα κατόπιν, το ράντισμα με το «κιάφι» και τη γαλαζόπετρα, το ξεφύλλισμα , το κορφολόγημα … κλπ, κλπ.
Κι όταν ερχότανε ο καιρός του ευλογημένου τρύγου, ο μπαρμπα-Χρήστος ο Σαββούρας έκοβε τα ζουμερά, λαχταριστά, κρασουλά σταφύλια (γέννημα του Ήλιου του Χρυσού και της Μάνας της Γης), τα πατούσε με χαρά στο πατητήρι και γίνονταν μούστος μυρωδάτος, για να μπει στα φρεσκοπλυμένα βαγένια, να βράσει και να γίνει το ευλογημένο κρασάκι, που (κάπου εκεί στ’ Αγιοδημητριού) θ’ άνοιγε τη δόγα του βαγενιού του, για να γιομίσει τους γυαλένιους μαστραπάδες και τα κρασοπότηρα και να ευφράνει τους ανθρώπους.
Κείνη η στιγμή, που άνοιγε το βαγένι, για να πιει το πρώτο ποτήρι της χρονιάς, ο μπαρμπα-Χρήστος Σαββούρας γέμιζε το γυαλένιο ποτήρι του και, πριν να δοκιμάσει, έχυνε κάτω λίγο κρασί απ’ το ποτήρι, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι (κι ας μη το γνώριζε) που κάνανε χοές στη Γαία και στους θεούς, για να τους ευχαριστήσουν για όσα αγαθά τους πρόσφεραν. Κι αφού ευχότανε να είναι καλά τ’ αμπέλια του κι αυτός με το σπιτικό του, έπινε την πρώτη γουλιά και «γύριζε» το κρασί στο στόμα του, για να καταλάβει τη γεύση και το άρωμα. Και πάντα το ’βρισκε «νόστιμο» το γιοματάρι του. Πώς ήταν δυνατόν να είναι αλλιώς;
Κι όταν έφτανε ο βαρύς χειμώνας, που απολείπανε οι δουλειές, ο μπαρμπα-Χρήστος ο Σαββούρας καθότανε στο παραγώνι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ψήνανε κάνα κοψίδι στα κάρβουνα και ρουφάγανε, γουλιά-γουλιά, τον ευλογημένο καρπό του αμπελιού τους, ευχαριστώντας το Θεό για τις μικρές και μεγάλες απολαβές που έδινε στη ζωή τους.
Για το σπίτι του είχε το αμπέλι κι έβανε το κρασί ο μπαρμπα-Χρήστος ο Σαββούρας, αλλά φίλευε φίλους γνωστούς και συγγενείς και πούλαγε και σ’ όποιον δεν είχε κρασί δικό του κι ΟΛΟΙ μολογάγανε πως τέτοιο κρασί, «σαν του Σαββούρα», δεν υπήρχε άλλο.
Έτσι, όταν ο γιος του μπαρμπα-Χρήστου, ο Παναγιώτης (Τάκης) Σαββούρας, παράλαβε τις έγνοιες του πατρογονικού αμπελιού, φύτεψε κι άλλα πολλά κλήματα σε «κρασουλές» ποικιλίες κι έκανε το αμπέλι του τρόπο ζωής. Ο Τάκης από μικρός βόηθαγε τον πατέρα του στ’ αμπέλι κι έτσι «κόλλησε» κι αυτός «την τρέλα του αμπελιού και του κρασιού» κι έβαλε σκοπό της ζωής του, ποτέ το κρασί του να μην βγει πιο παρακατιανό από κείνο που έβγαζε ο πατέρας του. Κάτι, δηλαδή, σαν το τάμα που κάνει κάποιος σε έναν Άγιο. Γι’ αυτό, σπίτια, ταβέρνες, γάμοι, βαφτίσια, γιορτές, πανηγύρια κλπ, όλοι γυρεύουν ακόμα το κρασί του Σαββούρα. Απ’ τον πατέρα του, ο Τάκης, κράτησε ΟΛΑ τα μυστικά της παραδοσιακής καλλιέργειας του αμπελιού και της παραγωγής του κρασιού, γιατί ήξερε καλά πως η αλυσίδα της παράδοσης έπρεπε να μείνει αδιάσπαστη, ώστε το κρασί της νέας γενιάς να είναι το κρασί του προπάππου και του παππού και του πατέρα, γιατί, κάτι αν άλλαζε, τότε θα διασαλευόταν η τάξη του κόσμου.
Συνεχίζει, λοιπόν , ο Τάκης ο Σαββούρας (μαζί με τη σύζυγό του Βάσω και τον γιο τους Χρήστο) να υπηρετούν με γνώση και αφοσίωση τη οικογενειακή παράδοση και να παράγουν εκλεκτό κρασί και τσίπουρο, για όσους ξέρουν να πίνουν.
Ο Τάκης Σαββούρας δεν αγνοεί τις εξελίξεις και τη νέα γνώση πάνω στο αμπέλι και στο κρασί. Τις παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς κι ενημερώνεται διαρκώς. Όμως, το θεμέλιο παραμένει η γνώση και η εμπειρία που έχει κληρονομήσει από τους προγόνους του και, πάνω απ’ όλα, η αγάπη του γι’ αυτό που κάνει. Όταν πάει στ’ αμπέλια του ξέρει ότι είναι εκεί μαζί του ο πατέρας του κι οι παππούδες του, όλοι εκείνοι που κάποτε άφησαν εκεί στ’ αμπέλι το «αχ» της κούρασης και τον ιδρώτα τους. Και βρίσκει εκεί, φυτεμένες μέσα στα κλήματα, τις ελπίδες, την αγάπη και τη χαρά τους. Γι’ αυτό, κι όταν τρυγάει, μαζεύει μαζί με τα σταφύλια κι όλη αυτή την πατρογονική κληρονομιά, για να ’χει σιγουριά στο δρόμο της ζωής του και να μη χαθεί σε λαβύρινθους σκοτεινούς και αβέβαιους.
Εκεί, στο ισόγειο του όμορφου σπιτιού τους, στο κέντρο του Γούναρι, υπάρχει το φροντισμένο κελάρι, όπου, απέναντι στα παλαιά ξύλινα βαγένια, που για χρόνια πολλά εκπλήρωσαν άξια τον προορισμό τους, υπάρχουν και οι σύγχρονες ανοξείδωτες δεξαμενές, γεμάτες με το εκλεκτό κρασί ΣΑΒΒΟΥΡΑ.
Η μυρωδιά του καλού κρασιού υποδέχεται τον επισκέπτη κι ύστερα έρχονται οι μνήμες, μαζί και οι παλαιοί της οικογένειας, για να τον κεράσουν και να τον βεβαιώσουν ότι εδώ υπάρχει σεβασμός και ευθύνη απέναντι στην οινική ιστορία και την παράδοση την οικογενειακή.
Κι από πάνω απ’ τα ξύλινα βαρέλια κρέμεται μια θυμόσοφη επιγραφή από τα παλιά:
«Φίλε, έλα πίνε
κι άμα έχεις, δίνε.
Άμα έχεις και δε δίνεις,
να μην έρχεσαι να πίνεις.»
Όταν ανοίγει η κάνουλα, στο κελάρι του Τάκη του Σαββούρα, και τρέχει, αφρίζοντας, γάργαρο και τραγουδιστό, το κόκκινο ρουμπινάτο κρασί μέσα στη γυαλένια μπουκάλα, είναι σαν ν’ ακούγεται η ίδια του η φωνή, που σε καλεί να το δοκιμάσεις και να το κάνεις σύντροφό σου ΚΑΙ στις καλές ΚΑΙ στις κακές στιγμές, ΚΑΙ στη χαρά σου μα ΚΑΙ στη λύπη, ΚΑΙ στη γιορτή ΚΑΙ στην καθημερινή, ΚΑΙ στην παρέα ΚΑΙ στη μοναξιά, ΚΑΙ με τον καλό μεζέ αλλά ΚΑΙ …«ξεροσφύρι» …
Να είναι πάντα καλά ο Τάκης Σαββούρας με την όμορφη οικογένειά του, για να φτιάχνουν τα καλά κρασιά και να χαρίζουν όμορφες στιγμές σ’ όσους τα δοκιμάζουν.
«Το πρώτο κατοσταράκι φέρνει όρεξη,
το δεύτερο υγεία,
το τρίτο φέρνει την χαρά,
το τέταρτο ευτυχία,
υο πέμπτο τη συζήτηση,
το έκτο φασαρία,
το έβδομο τη συμπλοκή
το όγδοο αστυνομία,
το ένατο τη φυλακή
το δέκατο ζημία.»
Σπάρτη 14-3-2024
Βαγγέλης Μητράκος