You are currently viewing Βαγγέλης Μητράκος: Το σπίτι του Γιάννη
OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Βαγγέλης Μητράκος: Το σπίτι του Γιάννη

 

«Τα σπίτια είναι χαμηλά

σαν έρημοι στρατώνες

τα καλοκαίρια μας μικρά

κι ατέλειωτοι οι χειμώνες»

 

Στο μικρό και ταπεινό αυτό σπιτάκι έζησε ο Γιάννης. Ήτανε το πατρικό του. Αναπαύσεως 37. Κοντά στο νεκροταφείο του Αϊ – Γιώργη.

Ένα σπιτάκι από πλίθρες ίσα που να χωράει ένα κρεβάτι κι ένα τραπέζι με  δυο-τρεις καρέκλες. Και γύρω του αυλή με πρασινάδες, λουλούδια και δεντράκια, φυτρωμένα όλα κατά πώς αυτά ήθελαν. Και απ’ έξω απ’ την πόρτα μια καρέκλα για να κάθεται ο Γιάννης όταν δεν είχε δουλειά, να χαίρεται την αυλή του, να καμαρώνει τη μοτοσικλέτα του, να χαιρετιέται με τους περαστικούς, να θυμάται τα χρόνια τα παλιά, τότε που το Ψυχικό ήτανε γεμάτο ζωή και να περιμένει μιαν άνοιξη που … δεν ήρθε ποτέ.

Ο Γιάννης ήτανε πλακατζής, τοποθετούσε, δηλαδή, πλακάκια και μάλιστα (όπως λέγανε) ήτανε καλός μάστορας. Στα χρόνια τα καλά έπιασε δυο φράγκα παραπανίσια κι «έριξε» από δίπλα ένα ακόμα δωματιάκι με τσιμεντόλιθους που όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Και αγόρασε και μια μηχανή NIPPONIA που την καβάλαγε ο Γιάννης με καμάρι στους δρόμους της Σπάρτης και την άραζε πλάι στο σύρμα της αυλής όταν ήτανε στο σπίτι.

Ο Γιάννης έζησε στα τελευταία χρόνια με τη μάνα του, την συμπαθέστατη, καλόβολη και αξιαγάπητη κυρα – Πολυτίμη, που άναβε τα καντήλια στα μνήματα του Αϊ – Γιώργη για να βγάζει λίγα λεφτουδάκια παραπάνω και να συμπληρώνει το μεροκάματο του γιου της. Μέχρι που έκλεισε τα μάτια της η κυρα-Πολυτίμη και άφησε τον Γιάννη της ολομόναχο.

Ο Γιάννης ήσυχα ήρθε, ήσυχα έζησε και ήσυχα έφυγε, σχετικά νέος. Το σπιτάκι του ερήμωσε, η πόρτα του σφάλισε για πάντα, τα παραθύρια του δεν ξανάνοιξαν ποτέ, η καρέκλα του έμεινε αδειανή, η αυλή του «αγρίεψε» και η μηχανή του μάταια καρτερούσε – ακουμπισμένη στο σύρμα – ένα άγγιγμα απ’ τον Γιάννη, μέχρι που απόστασε να περιμένει κι έφυγε κι αυτή!

-Τι είναι τελικά ο άνθρωπος; Τι είναι η ζωή του; Τι μένει πίσω του;

Ένα σπίτι ταπεινό, μια πόρτα με λουκέτο και αλυσίδα, ένας τσίγκο για τη βροχή που όταν βρέχει δεν «νανουρίζει», πια, κανέναν, μια αυλή χορταριασμένη, μια σκουριασμένη μοτοσικλέτα και μια καρέκλα αδειανή, φτάνουν για να τον μνημονεύουν;

-Φτάνουν!

 

«Είχε γεράσει η πολιτεία της παιδικής του ηλικίας και της νιότης,

θρύβουνταν κι αυτή,

άρχισε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο.

Μπορούσε άλλη πολιτεία να χτιστεί αποπάνω της μα δε θα ’ταν η δική του.

Θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους, μα δε θα ’ταν η δική του νιότη.»

« Ο ΑΝΗΦΟΡΟΣ»-Ν. Καζαντζάκης

                                                                              Σπάρτη 28-5-2024
Βαγγέλης Μητράκος

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.