Μέ τόν ἐπιτυχημένο τίτλο «Δροσερή τῆς φυλλωσιᾶς σκιά» γιά τήν Παναγία- Θεοτόκο, τό εὐσκιόφυλλον δένδρον τῆς Χριστιανοσύνης, ἡ ποιήτρια Χρύσα Κοντογεωργοπούλου μετέγραψε στήν νεοελληνική γλώσσα ἕνα ἀπό τά ὡραιότερα ποιήματα τῆς ρωμαίϊκης γραμματείας. Ἡ ποιήτρια εἶναι διδάκτωρ τοῦ τμήματος Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν μέ δημοσιεύσεις πολλῶν ἐπιστημονικῶν ἄρθρων καθώς καί τοῦ βιβλίου «Ἡ Βυζαντινή Ἀττική»,καί ἔχει πέντε ποιητικές συλλογές στό ἐνεργητικό της, ἡ μία έκ τῶν ὁποίων μέ τίτλο «Λύπη ἕνα φτερό» βραβεύτηκε ἀπό τήν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν τόν Δεκέμβριο τοῦ 2021.
Στήν εἰσαγωγή ἡ Κοντογεωργοπούλου ἐνημερώνει τόν ἀναγνώστη σχετικά μέ τό ἱστορικό πλαίσιο τῆς συγγραφῆς τοῦ Ὕμνου -πρόκειται οὐσιαστικά γιά δύο ποιήματα, τό πρῶτο ὁ Κανών τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, 9ος αἰώνας καί τό δεύτερο, ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ἀνώνυμου δημιουργοῦ πιθανόν τοῦ 5ου αἰῶνα-ἐξηγῶντας ταυτόχρονα τούς ὅρους Κανόνας-Κανών- Κοντάκιο, Προοίμιο, Οἶκος. Χαρακτηριστικά, στό βιβλίο αὐτό μεταγράφονται ποιητικά στήν νεοελληνική ὁ Κανόνας καί οἱ 24 Οἶκοι τῆς Θεοτόκου καθώς καί τό β΄προοίμιο, δηλαδή τό τῃ Ὑπερμάχῳ, καθώς καί τό Θεοτοκίο Τήν Ὡραιότητα τῆς παρθενίας Σου. Ἀναφερόμενη στήν ἐπίδραση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στήν νεοελληνική λογοτεχνία κάνει ἀσφαλῶς ἀναφορά στό Ἄξιον Ἐστί τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ἀκολούθως, ἐξηγεῖ ὁρισμένες ἐπιλογές της κατά τήν μεταγραφή ὥστε νά βοηθήσει τόν ἀναγνώστη νά κατανοήσει τό «πνεῦμα» τῆς μεταφραφῆς πού τήν ὁδήγησε στό νά μήν «χαλάσει» τόν ρυθμό καί τό μέτρο τῶν ποιημάτων. Ἔτσι, τό Νύμφη ἀνύμφευτε, γίνεται Νύφη ἄνυφη, τό ρῆμα φωτίζει κάποια φορά γίνεται φωτᾶ, καί τό νεουργεῖται (Χαῖρε, δι’ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις), μεταγράφεται ὡς ξανακαινουργώνει, ἀντλημένο ἀπό τή δημοτική μας παράδοση.
Στό δεύτερο μέρος, ὁ Διονύσης Μαμαγκάκης, διδάκτωρ βυζαντινολόγος τοῦ τμήματος Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀναλύει τό ἱστορικό πλαίσιο τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, τοῦ «ἐθνικοῦ ὕμνου» τῆς Ρωμιοσύνης, πού εἶναι ἕνας ὅρος ὁ ὁποῖος ἀποδίδει ἀγαστά τήν μεσαιωνική ἔννοια τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, τήν διαμορφωμένη δηλαδή ἑλληνική ταυτότητα κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὅπως αὐτή γινόταν ἀντιληπτή ἀπό τόν Βυζαντινό (Ρωμαῖο) πολίτη. Ἐκτενής ἀναφορά γίνεται καί γιά τό ἀκανθῶδες πρόβλημα τῆς χρονολόγησης τοῦ ὕμνου. Στό τέλος τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ὁ συγγραφέας-ἐρευνητής παραθέτει σημειώσεις καί ἐκτενή βιβλιογραφία.
Στό τρίτο μέρος ὁ ἀναγνώστης θά γευτεῖ τούς χυμούς τῆς ποιητικῆς μεταγραφῆς ὅπως ἡ ποιήτρια Χρύσα Κοντογεωργοπούλου τήν καταθέτει μέ πολλή ἐπιτυχία. Ἐνδεικτικά παραθέτω:
Στάχυν ἡ βλαστήσασα τόν θεῖον, ὡς χώρα
ἀνήροτος σαφῶς, χαῖρε ἔμψυχε τράπεζα,
ἄρτον ζωῆς χωρήσασα· χαῖρε τοῦ ζῶντος
ὕδατος, πηγή ἀκένωτος, Δέσποινα.
Τό Στάχυ τό θεϊκό ὅτι βλάστησες, ὥς ἀγρός πού
ἀσφαλῶς δέν ὀργώθηκε, χαῖρε ψυχωμένο
τραπέζι, πού τό ψωμί τῆς ζωῆς χώρεσες· χαῖρε
ζωντανοῦ νεροῦ πηγή ἀστείρευτη, Δέσποινα.
———————
Φεῖσαι ὁ Θεός, τῆς κληρονομίας σου τάς
ἁμαρτίας ἡμῶν πάσας παραβλέπων νῦν, εἰς
τοῦτο ἔχων ἐκδυσωποῦσάν σε τήν ἐπί γῆς
ἀσπόρως σέ κυοφορήσασαν, διά μέγα ἔλεος
θελήσαντα, μορφωθῆναι Χριστέ, τό ἀλλότριον.
Λυπήσου Θεέ τήν κληρονομία Σου
παραβλέποντας ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ἀφοῦ
κι ἐκείνη πού ἄσπορα Σέ γέννησε, Σέ ἱκετεύει
γι’αὐτό, Ἐσένα, πού ἀπ’τό μεγάλο Σου ἔλεος
θέλησες νά λάβεις ξένη γιά Σένα μορφή.
————————-
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται
πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ’οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε γλυκύκαρπο Δένδρο, ἀπ’ὅπου τρέφονται οἱ πιστοί·
χαῖρε δροσερή τῆς φυλλωσιᾶς σκιά του,
ὅπου σκέπη βρίσκουνε πολλοί.
——————–
Χαῖρε, δι ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε , δι ἧς
βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χαῖρε, ὅτι ἀπό σένα ξανακαινουργώνει ἡ φύσις·
Χαῖρε, ὅτι ἀπό σένα γίνεται βρέφος ὁ κτίστης.
Χαῖρε, Νύφη ἄνυφη.
Ὅπου χρειάστηκε νά δοθεῖ προτεραιότητα στόν ρυθμό, ἡ ποιήτρια ἐπέλεξε νά ἀλλάξει τόν χρόνο τοῦ ρήματος-ρηματικοῦ τύπου (…καί οἱ καθεζόμενοι ἐν σκότει παραπτώσεων/ κι ἐμεῖς πού στό σκοτάδι καθίσαμε). Ὅμως τήν λέξη Θεοτόκος ἐπέλεξε νά ἀφήσει «ἀναπόδοτη», ὡς ἀναγνωρίσιμη ἀπό ὅλους.
Ἡ ποιήτρια μέ μεγάλη συνέπεια πρός τό ἀρχικό κείμενο, βαθειά γνώση τοῦ θέματος (ἐκτενεῖς σημειώσεις μέ βιβλιογραφία παρατίθενται στό τέλος τῆς ποιητικῆς μεταγραφῆς), ἀλλά κυρίως βαθειά ἀγάπη πρός αὐτό, ἔδωσε ἕνα «δροσερό» ποίημα στό ἀναγνωστικό κοινό, μέ λέξεις δυνατές, δροσερές, σύγχρονες πού θά μπορέσουν νά ἐξοικειώσουν πολλούς , εἰδικά νέους ἀνθρώπους μέ τό ὑπέροχο αὐτό κείμενο καί τόσο σημαντικό κληροδότημα τῆς βυζαντινῆς μας κληρονομιᾶς.