Σε μια σοβαρή, λιτή στην όψη, προσεγμένη συγκεντρωτική έκδοση για 136 ποιήματα, από 10 ποιητικές συλλογές, ο ποιητής “είναι ο Εγώ” και όχι ο “Εγώ είναι ένας άλλος” από τον γνωστό στίχο του Ρεμπώ. Μας εκθέτει λοιπόν τον εαυτό του μέσα στο χρόνο, την πηγή της έμπνευσής του, την εξέλιξη και ωρίμανση των συλλογισμών του.
Η έκδοση αυτή θα λέγαμε ότι αποτελεί μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού του έργου, πρώτον γιατί αντικειμενικά περιλαμβάνει την ποίησή του για πάνω από δύο δεκαετίες και δεύτερον γιατί χάρη στην περιεκτικότητα και τη λιτότητα του ποιητικού λόγου συνοψίζει όλα εκείνα τα στοιχεία της κοσμοθεωρίας του, τα οποία αναγνωρίζει κανείς και μέσα στην τέχνη της πεζογραφίας του.
Το βιβλίο, με εξώφυλλο σε χρώμα γαλάζιο, ένα χρώμα που συνδέεται με την ηρεμία, την αυτοσυγκέντρωση, την πνευματική, ισχυρή γοητεία, περιλαμβάνει ποιήματα – αστερισμούς εν μέσω ενός ερεβώδους υπαρξιακού σύμπαντος που αναζητά τη Νιρβάνα. Ένα μικρό σύμβολο δίπλα στον τίτλο του βιβλίου, αυτό της φλεγόμενης βόμβας, μαρτυρά ίσως την εμπρηστική διάθεση του ποιητή, μια πορεία εκρηκτικά ανατρεπτική έως απολύτως καταστροφική ή και αυτοκαταστροφική. Επιτυγχάνει άραγε κανείς να κατακτήσει τη νιρβάνα; Η φωτιά σβήνει; Εξαλείφεται ο πόνος; Η απάντηση κατηγορηματική: «ΧII / Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα υπήρχε ανησυχία / ούτε πόνος / μονάχα νιρβάνα.» – Χαώδια – Ονειροπληξία (Τριλογία).
Γράφει ο ποιητής:
Ακίνητος, ανάσκελα στη γραμμή του ορίζοντα.
Ακούω τους ήχους των δικών μου βυθών, …
Ανοίγω τα μάτια στους δικούς μου ουρανούς, …
( στίχοι από το ποίημα «Θερινός Κολυμβητής», ΤΑ ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ)
Ο ποιητής βρίσκεται στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Στη γραμμή του ορίζοντα, ακίνητος, οριζοντιομένος, αδρανής, στρέφει το βλέμμα εντός του, στους δικούς του ουρανούς, με το αυτί στις «καρδιές των χαμένων», «στα οστά των αυτόχειρων», «στα ουρλιαχτά των σαλεμένων», στους δικούς του βυθούς. Ο ορίζοντας δεν αντιπροσωπεύει καμία προοπτική, ισοδυναμεί με φραγμό, εμπόδιο, στασιμότητα, ακινησία. Ο ποιητής «καίγεται» και ταυτόχρονα «ρέει» «διάβροχος», αντίρροπες δυνάμεις που ο συμβολισμό τους μέσα από αντίθετα φυσικά στοιχεία – τη φωτιά και το νερό – δεν οδηγεί στην εξουδετέρωση της οδύνης, αλλά αντίθετα επιτείνει την ασφυξία, καθιστά τον θάνατο μοναδική επιλογή και μάλιστα επιθυμητή.
Διαβάζουμε στην συλλογή «ΤΑ ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ» (από τη συλλογή Τρένο)
Οι τελευταίες μέρες
ΙV.
[…]
Αυτό που βράζει μέσα μου, καίγοντας την ψυχή μου
είναι το αναπάντεχο που με κάνει να κλαίω
Μπροστά στον ίδιο ορίζοντα περνάει η ζωή μου
κι έγινα τόσο διάβροχος, που άρχισα να ρέω.
Και μένω άπραγος – κουφός, απ’ τις κραυγές των ζώντων
στην ίδια αυλή που ασάλευτος, γερνάω από παιδί.
Ως μόνη μου επιλογή η γνώση των απόντων
και μια γλυκιά προς το χαμό επιθυμία κρυφή.
Ο ποιητής αρέσκεται στις αντιθέσεις, στις αντινομίες.
Πράγματι, το παιχνίδι των αντιθέσεων, άλλοτε ως επιμέρους πλευρών μιας ενιαίας πραγματικότητας, άλλοτε ως αντιπαραθέσεων ενός σκληρού έξω κόσμου, στον εσωτερικό σπαρασσόμενο αγωνιώδη κόσμο του ατόμου και άλλοτε ως εσωτερικών διακριτών φωνών του εαυτού, εκφράζεται με διάφορους τρόπους μέσα στους στίχους του. Για παράδειγμα, στην ποιητική συλλογή ΝΙΡΒΑΝΑ οι πρώτοι ή και οι τελευταίοι στίχοι των ποιημάτων, τυπωμένοι με διαφορετική γραμματοσειρά, έρχονται να πυροδοτήσουν ή να δυναμιτίσουν τους υπόλοιπους στίχους. Στις περιπτώσεις μάλιστα που οι στίχοι αυτοί παρεμβάλλονται πάνω από μια φορά στο σώμα του ποιήματος, τότε ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε έναν ιδιότυπο διάλογο μεταξύ δύο φωνών της συνείδησης: της αφηγηματικής φωνής της αίσθησης και της κατηγορηματικής φωνής της νόησης. Αυτός ο τρόπος γραφής εμφανίζεται τόσο στην συλλογή ΝΙΡΒΑΝΑ, όσο και στην μεταγενέστερη με τίτλο ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ. Επίσης, αν και χωρίς στίχους με άλλη τυπογραφική εμφάνιση, η ενότητα «Χαωδία» της συλλογής ΟΝΕΙΡΟΠΛΗΞΙΑ είναι γεμάτη από μικρά αριθμημένα ποιήματα με στίχους νοηματικά αντίθετους.
Διαβάζουμε από την ενότητα «Χαωδία» της συλλογής ΟΝΕΙΡΟΠΛΗΞΙΑ (Τριλογία)
ΧΙV
Oυσιαστική επικοινωνία δεν υπάρχει
Μα οτιδήποτε κάνουμε είναι επικοινωνία
μα οτιδήποτε κάνουμε είναι πόλεμος
ΧVI
Yπάρχουν κι αυτοί που βρίσκονται σε πλήρη ακινησία
ίσως και παντοτινή
δεν υπάρχει ακινησία
Ο ποιητής απεχθάνεται τα αντίθετα.
Και δεν έχει άδικο, αφού και εννοιολογικά προσφέρουν ένα εύκολο καταφύγιο στη συντηρητική αντίληψη της τάξης, της ταξινόμησης και της τακτοποίησης. Όλα είναι τόσο βλακωδώς σαφή με τα αντίθετα, το καλό και το κακό, το αρμόζον και το ανάρμοστον, το δεξιά και το αριστερά, το πάνω και το κάτω, το από δω και το από εκεί. Ποιός είπε πως ο ποιητής είναι ηθικολόγος και παράγει διδαχές προς κατανάλωση;
Διαβάζουμε στίχους από το ποίημά του «Ακαδημία» της συλλογής ΣΤΗΝ ΈΡΗΜΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
[…] Εξάλλου, μνήμη και αμνησία δεν είναι αντίθετα, ούτε προϋποθέτει το ένα το άλλο, απλά εμείς τα έχουμε εντάξει στο πιο γελοίο ερμηνευτικό σύστημα· στη βλακεία των αντιθέτων.
Γράφει ο ποιητής:
Το χάος είναι ό,τι δεν είναι
Και ό,τι είναι αδύνατον να φανταστούμε
(οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Ουρανία» από την συλλογή ΝΙΡΒΑΝΑ)
Σε έναν κόσμο όπου η ζωή έχει μια «πορεία κυκλική και καθοδική» και ο θάνατος «έρχεται πάντα», η έννοια του χάους εμφανίζεται σαν η δύναμη που διαπερνά τα στενά τους όρια, κυριαρχεί στο σύμπαν. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος να την κατανοήσει, ακριβώς επειδή ο ίδιος έχει τόσο πεπερασμένα όρια, διανοητικά, ψυχικά, χρονικά, τοπικά. Το χάος είναι μια κατάσταση που αντικειμενικά αποδομεί κάθε προσπάθεια ελέγχου του ανθρώπου πάνω στη ζωή και τον θάνατό του. Το χάος «δεν είναι δημιούργημα του Θεού», δηλαδή «δεν δημιουργήθηκε ποτέ και γι αυτό δεν φοβάται την καταστροφή» λένε οι στίχοι. Ο ποιητής το αναγνωρίζει στην πιο ζεστή αγκαλιά του έρωτα και του θανάτου. Μόνον έτσι και μόνον τότε το χάος γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο, μέσα απ’ τον έρωτα, μέσα απ’ τον θάνατο. Το χάος είναι η ματαίωσή μας, όχι ο ίδιος ο θάνατος. Άλλωστε όπως υπογραμμίζουν οι ακόλουθοι στίχοι «το πνεύμα δεν φοβάται τον θάνατο / γιατί ο θάνατος έρχεται πάντα». Ο νους χρεώνεται πάντα το ρόλο της αναζήτησης της αλήθειας και της αμφισβήτησης, έτσι δεν ασχολείται με βεβαιότητες όπως αυτή του θανάτου.
Με απίστευτη ειρωνεία ο ποιητής αποδίδει σε μια από τις συλλογές του τον τίτλο Η ΤΑΞΙΘΕΤΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ και γράφει
[…]
Σαν ταξιθέτρια του χάους, έκανα τσεκάπ στα εισιτήρια μάτια των χαμένων και τους τοποθετούσα αναλόγως: στο απέραντο τίποτα, στο πυκνό σκοτάδι, στο πικρό μετατέλος, στο απόλυτο μηδέν και στις μπροστινές θέσεις της ματαιότητας.
( στίχοι από το ποίημα « Η Μεγάλη Αλλαγή »)
Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η λεκτική πρόκληση, η αθυροστομία είναι εργαλεία στην ποίηση του Ζαχαρία Στουφή. Η πρόκληση του ποιητή συνοδεύει τη διάθεσή του να απογυμνώσει το θέμα του από οτιδήποτε περιττό, από τα οποιαδήποτε φτιασιδώματα μια καλλωπιστικής συνείδησης.
Στην ποιητική του συλλογή με τίτλο ΜΥΣΤΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ δημιουργεί κάτι νέο. Συλλαμβάνει την ιδέα να αναλάβουν οι ίδιοι οι νεκροί να μιλήσουν για το θάνατό τους στους ζωντανούς. Έτσι οι επιτύμβιες πλάκες τους δεν είναι πιά γραμμένες από την ανάμνηση που διατηρούν οι ζωντανοί γι αυτούς, αλλά κυρίως από τους ίδιους τους αυτόχειρες, ναρκομανείς, πόρνες, κακοποιημένους, δολοφονημένους, μετανάστες γενικώς έκπτωτους που επιπλέον κανείς δεν θα έγραφε ποτέ κάτι πάνω στο μνήμα τους, γιατί κανείς δεν θέλει να τους θυμάται. Στα επιτύμβια αυτά άτιτλα ποιήματα, τυπωμένα με κεφαλαία γράμματα, η οργή, ο σαρκασμός, το μαύρο χιούμορ γίνονται όπλα για αιχμηρούς στίχους που στάζουν αλήθεια. Ο νεκρός βγάζει προκλητικά τη γλώσσα του στον ζωντανό και τον αποστομώνει.
-.-
Η νηπιαγωγός Μαρία είμαι.
Σε τέσσερα χρόνια εργασίας έφαγα δεκατρία παιδιά
χωρίς να με υποψιαστούν.
Τίποτα νοστιμότερο δεν συνάντησα
από το παιδικό κρέας.
Μα όταν μετατέθηκα στη Ζάκυνθο
έπιασα φιλίες με συναδέλφους
και με κατασπάραξαν την Άμοιρη.
Εξαίρεση ίσως ο τάφος του εμπρηστή που μνημονεύεται απ’ τους συγχωριανούς του ως σωτήρας τους, μιας και ο ίδιος κάηκε στον εμπρησμό του.
Αγαπημένε Αλέξανδρε,
Χάρη σε σένα που έκαψες τα δάση
Πήρε αξία η γη μας και τη μοσχοπουλήσαμε.
Χάρη σε σένα, Αλέξανδρε,
Χτίσαμε σπίτια, μαγαζιά, ξενοδοχεία,
Έγινε ο τόπος μας Ευρώπη
Στείλαμε τα παιδιά μας για σπουδές
Γίναμε σερβιτόροι και πυροσβέστες.
Αγαπημένε Αλέξανδρε, έδωσες τη ζωή σου
Όταν μια νύχτα σ’ έκαψε η φωτιά που είχες βάλει
Κι εμείς για μνημείο σου στήσαμε
Ένα καμένο δέντρο.
Θα σε θυμόμαστε πάντα
Οι συγχωριανοί σου
Η επιστροφή των νεκρών που δεν «βολεύονται» στον τάφο τους, πίσω στο χωρόχρονο των ζωντανών, ως φαντάσματα, είναι μια ακόμη προσφιλής διάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου που απασχολεί όχι μόνον τον ποιητή, αλλά και τον συγγραφέα Ζαχαρία Στουφή στα έργα του ο «Τάφος του Διαβόλου» και η «Μαρμαρού», όπως και στο ποίημα «Nosferatou» της συλλογής ΝΙΡΒΑΝΑ σ’ αυτό το βιβλίο.
[…]
Πριν χαράξει, επιστρέφω στο παγωμένο μου δωμάτιο,
Αγκαλιάζω την άβυσσο και κοιμάμαι.
Έχει κι ο θάνατος λοιπόν τον θάνατό του
Γι’ αυτό και οι νεκροί ξαναπεθαίνουν.
Είναι λοιπόν οι τάφοι ένα μνημείο θανάτου. H μνήμη όμως τι είναι;
Γράφει ο ποιητής:
[…] τόσα χρόνια που εργάστηκα σαν διακοσμητής μεταφυσικών χώρων, συμπέρανα ότι, αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα είχαμε μνήμη,
ούτε μεταφυσική.
(από το πεζό ποίημα «Διακοσμητής Μεταφυσικών Χώρων»
της συλλογής ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ)
Η μνήμη σχετίζεται με την ύπαρξη και τη ζωή κατά συνέπεια κουβαλάει όλη τη φθαρτότητα, τη σχετικότητα, την περατότητα της ύπαρξης. Αναγνωρίζοντας την αξία της μνήμης- μαρτυρίας, αφού «υπάρχουμε μονάχα όσο μας θυμούνται πέρα από τη ζωή και τον θάνατο», η παρομοίωσή της με έρημο αποκαλύπτει τη φθίνουσα πορεία της. Η μνήμη ερημώνει, χάνεται όσο πλησιάζουμε στον θάνατο.
Στα ποιήματα της συλλογής ο ποιητής αναδεικνύει πλευρές της μνήμης που αιτιολογούν την εγγενή της ασθένεια, την τάση της να απομακρύνεται από την αλήθεια. Μια φωτεινή εξαίρεση υπάρχει κι αυτή είναι η μνήμη της Φύσης. Αυτή μονάχα «στήνει τα μνημεία της εκεί που έχει νικηθεί».
«Η Μνήμη του Θεού»
Καθώς γερνάει ο άνθρωπος, αρχίζει να ξεχνάει,
Θαρρείς και δεν χρειάζεται να θυμάται τίποτα στον Άδη.
Διασχίζοντας το καψιαλιασμένο δάσος, κοντοστάθηκα μπροστά σε έναν καρβουνιασμένο κορμό, σχεδόν εντυπωσιασμένος. «κατάλαβες τώρα;», μου είπε, «ο κορμός του καμένου δέντρου, αυτομάτως, γίνεται μνημείο της προηγούμενης μορφής του, γι αυτό η μνήμη δεν είναι προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι βασική λειτουργία της φύσης να γράφει την ιστορία της και να στήνει μνημεία εκεί που έχει νικηθεί. Χωρίς κανένα ίχνος προπαγάνδας και το πιο βασικό είναι ότι μνημονεύει άσχετα από το αν υπάρχουμε ή όχι»
Και η μνήμη τι σχέση έχει με την ποίηση;
Σκύλα μνήμη, μόνον οι ποιητές
σου συμπεριφέρονται όπως πραγματικά σου αξίζει.
(οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος «Στη Μεγάλη Πλατεία»
από την συλλογή ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ)
Η ποίηση είναι άχρονη και ο ποιητής αμνήμων. «Ο ποιητής δεν έχει θέση σε τούτον τον κόσμο», «για τον ποιητή δεν υπάρχει θάνατος και η ζωή είναι ξένη», «είναι σαν τάφοι ζωντανοί οι ποιητές που, όταν πεθάνουν, χάνουν τη σιωπή τους», οι ποιητές που όταν πεθάνουν γίνονται τα αδέσποτα σκυλιά των πόλεων.
[…]
Και ζει μονάχος μ’ έναν Θεό πιο δικό του,
ρίχνοντας λίγο χώμα στην ταφή του,
Έχει ξεχάσει εντελώς το παρελθόν του
κι έχει τον θάνατο συνέχεια στην αφή του.
(στροφή από το ποίημα «Ψυχοπαθής ο ποιητής» από τη συλλογή ΝΙΡΒΑΝΑ)
Και πώς φτάνει κανείς στη σιωπή; Ο ποιητής δεν σταματά στο Τέλος, μια διάδοχη κατάσταση του Τέλους, το Μετατέλος, μια κατάσταση ολικής απάθειας, το πιο ακίνητο ταξίδι, εκεί προσεγγίζει κανείς τη σιωπή μέσα από το πένθος. Εκεί και τότε είναι που «μέσα από τις μαύρες τρύπες του μυαλού, .. αναβλύζουν τα ποιήματα».
Ιωνάς θα μείνω στο βυθό
στο προαιώνιο ραντεβού μου με το κήτος
ώσπου θα με καταπιεί
για το αναίσθητο ταξίδι των βυθών
χωρίς να υπάρχουν προφήτες
ούτε ψάρια τόσο φιλόξενα.
Θα με βγάλει σε κάποια ακτή αλλιώτικη’
όταν θα ‘χουν περάσει έτη σιωπής
σε μια ανερεύνητη εκδοχή του κόσμου
όπου προφήτες είναι οι ποιητές
και το κήτος είναι η σιωπή τους
(άτιτλο ποίημα από την συλλογή ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΕ ΝΕΚΡΟ ΠΟΙΗΤΗ (Ημερολόγια σιωπής))
-.-.-.-
Σε γλώσσα απλή, μέσα από μια ποικιλία μέτρων, με ρίμες, μουσικότητα και ολοένα πιο ελεύθερο στίχο από τα πρωτόλεια ποιήματα, μέχρι τα πεζά ποιήματα των τελευταίων ποιητικών συλλογών, η ποίηση του Ζαχαρία Στουφή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σκοτεινής ποίησης, με κεντρικό θέμα τον θάνατο, με μεγάλες δόσεις ματαιότητας, αυτοκαταστροφής, υπαρξιακού προβληματισμού, ειρωνείας, σαρκασμού και θυμού, με ανυπαρξία Θεού και άρα ελπίδα για έξωθεν λύτρωση ή εξαγορά παραδείσου.
Το απόφθευγμα του Ίψεν “ ο ισχυρότερος άνθρωπος είναι αυτός που στέκεται πιο μόνος” συνδυάζεται με την ακεραιότητα και την απομόνωση του ποιητή, ο οποίος αρνείται να ζει στην ευκολία των ψευδαισθήσεων. Η διαφορά του έγκειται στην σχεδόν εμμονική του επιμονή στην αλήθεια. που όμως οι άνθρωποι δύσκολα αντέχουν. Όλη του η ύπαρξη δεν είναι παρά ένας αγώνας ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις μέσα του, γι αυτό και η αναζήτηση νοήματος ζωής, ως νοητική κατασκευή και συναισθηματική καταφυγή, του είναι αδιάφορη.
Η ζωή στα ποιήματά του, λογίζεται σαν μια διαρκώς πτωτική κατάσταση γεμάτη από ανθρώπινα λάθη και έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας. Είναι μια πραγματικότητα σκληρή και ο άνθρωπος την βιώνει μόνος, χωρίς επικοινωνία με τον συνάνθρωπο. Θετικά συναισθήματα χαράς, ευγνωμοσύνης, αγάπης δεν συναντάει κανείς στην ποιήσή του. Μοναδική ομορφιά της ζωής ωστόσο παραμένουν η Φύση και ο Έρωτας, δύο στοιχεία υπό ανθρώπινη επιδίωξη και καταδίωξη ταυτόχρονα.
Απέναντι στη πραγματικότητα ο ποιητής δοκιμάζει έντονα συναισθήματα θυμού, αηδίας και λύπης. Γίνεται προκλητικός πετώντας από πάνω του κάθε καθωσπρεπισμό, κάθε συμβατικότητα. Δεν ωραιοποιεί, δεν νοσταλγεί, δεν αναλώνεται σε διδαχές και υψηλά υπερβατικά νοήματα. Ο ίδιος «πάσχει», μα απαιτεί το ίδιο κι από τον αναγνώστη του. Μοιάζει να τον γραπώνει ξαφνικά απ’ το σβέρκο, λέγοντάς του:
« Τι κοιτάς ρε;
Εδώ δεν έχει παρηγόριες
Τη δυστυχία σου εγώ δεν νανουρίζω
Με ξόρκια δεν νικάς τους εφιάλτες
Ακρωτηρίασέ τους απ’ το φόβο
Το δέρμα γδάρε, πέταξέ το στα σκουπίδια
Κι ύστερα κάτσε φάτους μοναχός σου.
Θα είναι ΑΥΤΟ, ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΟΥ ΔΕΙΠΝΟ!»
Νοέμβριος 2024