Δεν υπάρχει ποίηση, λέει ό Λουί Αραγκόν, όσο απομακρυσμένη κι αν διατείνεται πως είναι από τις περιστάσεις, που να μη χρωστάει στις περιστάσεις τη δύναμή της, τη γέννηση και τη διάρκειά της.
Για να φθάσουμε, όμως, στις περιστάσεις, είναι απαραίτητο να βρούμε πρώτα τη χρονολογία του ποιήματος και τις πηγές που το εμπνεύσανε ή που υποβάλανε την ιδέα του. Το σύνολο των ιδιαίτερων συνθηκών της εποχής, είναι η πύλη εισόδου στους φυσικούς κύκλους της καθημερινότητας τού Γιώργου Σεφέρη· συνδέουν τον μίτο της έρευνας του Χρήστου Αντωνίου με το φως της ερμηνείας των ποιημάτων του μεγάλου ποιητή.
Ποιητής και δόκτωρ φιλολογίας, ο Αντωνίου, διατηρεί δια βίου άσβηστη αγάπη για το έργο και τη ζωή του Γιώργου Σεφέρη, προσπαθεί να κατακτήσει τον πνευματικό του κόσμο και να τον χρωματίσει ψυχολογικά. Ένας ειδικός, λοιπόν ο συγγραφέας, αλλά υπέρ το δέον ταπεινός, μας προσφέρει τα δοκίμιά του με «την πρόθεση να φωτίσουν, έστω και με ένα κερί, λίγο περισσότερο τη σεφερική ποίηση…»
Γνωρίζει, όπως αναφέρει σχετικά και ο ίδιος ο Σεφέρης στο δοκίμιό του ‘’η τέχνη και η εποχή’’πως κανένας ποιητής δεν μπορεί να ζει σαν ‘’ιερό τέρας’’ κλεισμένος σε μια γυάλα, ξεκομμένος από κάθε πραγματικότητα του καιρού του.
Σκοπός της έρευνας, είναι η είσοδος από παντού στην περιοχή των κινήσεων, των πράξεων, των ιδεών και των συναισθημάτων, όλων δηλαδή των εξακριβωμένων στοιχείων που αποτελούν τη συναρτημένη και πεπερασμένη ιστορία ενός ανθρώπου πάνω στη γη. Ένας έγκριτος, δηλαδή, αναλυτής, χρειάζεται μια μετάσταση, μια μεταστροφή στις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις και ο Αντωνίου φαίνεται να τον αποκρυπτογραφεί με ενσυναίσθηση και την ίδια τακτική που χρησιμοποίησε παλαιότερα ο Τσίρκας για τον Καβάφη: το σάρωμα κάθε εγγράφου και τη λεπτομερειακή παρακολούθηση των γεγονότων.
Ο συγγραφέας ακολουθεί το βλέμμα ενός μαγεμένου παιδιού που ζει την άνοιξη της ζωής σ’ ένα ψαροχώρι, μέσα στο διάφανο φως του αυθεντικού, ελληνικού καλοκαιριού κι αρμολογεί τα ίχνη του:
Σμύρνη και Σκάλα του Βουρλά, Αθήνα, Παρίσι, Σορβόνη, Κρήτη, Κάϊρο, Ιεροσόλυμα και Νεκρά Θάλασσα, Κύπρος, Παλμύρα…Φθάνει μέχρι το μοναστήρι των Γάτων στην Κύπρο με όλες τις αισθήσεις τεταμένες και προσπαθεί ν’ αφουγκραστεί στο άνυδρο τοπίο, στους μπερδεμένους ψιθύρους του ανέμου, την οιμωγή, το ουρλιαχτό, την αγωνία του. Για όλα τα μύχια μυστικά, ό τι νέο και μαγευτικό συντάραζε τη καθημερινότητα του ποιητή, αλλά κυρίως ό τι απεριόριστα ελεύθερο πήγασε απ’ αυτό, αναπτύσσει έναν αντίστοιχο μηχανισμό με τολμηρούς συσχετισμούς και παρομοιώσεις.
Η απομάγευση, χωρίς την επενέργεια της ποίησης, δίνει συγκεκριμένη μορφή στον ψυχολογικό και πνευματικό χώρο. Θα’ λεγε κανείς πως η ανάλυση του Χρήστου Αντωνίου είναι, εν μέρει, αποκύημα μιας αυτοψυχανάλυσης με εικόνες, με αναδρομές στα μέρη που έζησε, στα όνειρα που είδε με ανοιχτά τα μάτια ο μεγάλος ποιητής. Γιατί πάντα η σκέψη και η συνείδηση του αναλυτή και βιογράφου, ταυτίζεται τουλάχιστον με κάποια συναισθήματα και περιστατικά της ζωής του ανθρώπου, που περιγράφει. Το εν εγρηγόρσει όνειρο του συγγραφέα για τον Σεφέρη, διαρθρώνει τον χάρτη σκέψης και κίνησης του ποιητή.
Με την ψυχογραφία, ο συγγραφέας χαράζει τη σκέψη του παράλληλα με του νομπελίστα κι επιδιώκει τη σύγκλιση με τον ενδόμυχο ρυθμό του ποιητή. Σταθμίζει τις αντοχές των συμβολισμών και των μηνυμάτων, βυθομετρεί την αγωνιακή του συναισθηματικότητα, πλαταίνοντας τον άμεσο υποκειμενισμό του ποιητή προς ένα συναίσθημα περισσότερο ανθρώπινο κι ελληνικό.
Αντιλαμβάνεται πως τα ποιήματα είναι αυτοτελή αποσπάσματα του ίδιου έργου που εμπεριέχουν περικοπές της γενικότερης θεώρησης του ποιητή. Έτσι ερμηνεύει πληρέστερα την ανήσυχη, μεταβλητή, πλούσια, διασπαρμένη κάποτε, όμως γύρω από πάγια παρορμητικά κίνητρα και σταθερές αισθητικές μορφές, περιστρεφόμενη ποιητική φύση του.
Ο εν πράξει, φαντασία και λόγω αισθησιασμός του Σεφέρη, επιστρέφεται από την έρευνα του συγγραφέα αθώος, καθαρός και εξαγνιστικός, όπως ακριβώς και η ‘’Σαλώμη’’ του. Ο Καβάφης αυτή την διαδικασία, είτε πρόκειται για δημιουργία, είτε για ανάλυση, την λέει‘’ κόπο και ευαισθησία, ατέλειωτη επεξεργασία στοιχείων’’.
Για να προσεγγίσει τον ηθικοδραματικό υποκειμενισμό του ποιητή, ο Αντωνίου, «δανείζεται τόσα, όσα μόνο χρειάζονται για να φανούν οι αντιστοιχίες εκείνου του καιρού με την σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτές οι αντιστοιχίες άλλωστε δίνουν στον ποιητή κυριολεκτική επικαιρότητα», κι αναδεικνύουν τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα.
Στο πρόσωπο του Σεφέρη, βλέπει τον ηγέτη της φυσικής, ντόπιας δύναμης που εισχώρησε στη λογοτεχνία μας λίγο μετά από το 1930 και ξαναζωντάνεψε τους νεκρωμένους πνεύμονες. Και όπως διατείνεται ο Αντρέας Καραντώνης, όταν αναστηθεί ένας νεκρός, δεν είναι δυνατόν να μας μιλήσει στην πρώτη γλώσσα, ούτε να μας πει τα λόγια που πρόφερνε πριν πεθάνει. Γιατί τότε δεν έχει νόημα η ανάσταση.
«Μετά τον Σεφέρη, κανείς δεν έγραψε όπως πριν τον Σεφέρη».
Η ολοζώντανη λαϊκή μας παράδοση, κάθε τοπικό έθιμο, λειτουργεί στον μεγάλο ποιητή σαν αντίδοτο στην πίκρα της μόνωσης και της απελπισίας για το προδομένο όνειρο της μεγάλης πατρίδας, γι’ αυτό θεωρεί επιβεβλημένη την σύμπραξη, τη σύζευξη της λαϊκής με τη λόγια παράδοση. Ήταν πεπεισμένος πως το ρήγμα αυτό μπορεί να γεφυρωθεί ή ακόμα και να γεμίσει από μια βαθύτερη συννενόηση, από μιαν απόλυτη εναρμόνιση· εναρμόνιση όμως αβίαστη, ελεύθερη και όχι προσταγμένη. Για τον Σεφέρη δεν αρκεί η απλή κατανόηση των παραδόσεων αλλά η βίωσή τους.
Ο συγγραφέας βλέπει τον μεγάλο ποιητή σαν τον πρώτο καλλιτεχνικό συναρμολογητή αυτών των συσχετίσεων και αναγνωρίζει τη μυθική, δίκλωνη γοργόνα, την τυπωμένη σε όλα τα εξώφυλλα των βιβλίων του, ως ποιητικό σύμβολο αυτής της σύζευξης.
Ο Σεφέρης με τον Εμπειρίκο κατάλαβαν πρώτοι την αξία της λαϊκής παράδοσης και την μετέδωσαν στον κατά δέκα, περίπου χρόνια μικρότερο Ελύτη. Οι δύο τελευταίοι, αναζητώντας τις πηγές της ελληνικότητας, βρέθηκαν το 1935 -σαν εξερευνητές του Άγιου Δισκοπότηρου- στη Μυτιλήνη, ψάχνοντας έργα του Θεόφιλου που το άφθονο, ήρεμο και νικητήριο φως του, είχε απαθανατίσει μύθους και ιστορίες της παράδοσής μας.
Ο Αντωνίου δεν λογοκοπά· με όχημα το νήμα της έρευνας και οδηγό την αισθητική του καλλιέργεια, το έργο αποκρυσταλλώνεται, αναβρύζοντας όλο το μυστήριο της Πυθίας, της θρονιασμένης μέσα στο ένστικτο του ποιητή· ο ηθικός και ο ορυκτός πλούτος βρίσκουν την αντιστοιχία τους. Έτσι διακρίνεται το καθολικότερο νόημα των ποιημάτων από την ατομικότητα του Σεφέρη· βάζοντας σε μια σειρά την κλίμακα των αξιών του, αναδεικνύεται το ηθικό του πορτραίτο. Σ’ έναν ρυτιδιασμένο κόσμο, λήκυθος η ψυχή του ποιητή που κρατάει ίχνη αρωματικού ελαίου, μέσα στη λάσπη του χρόνου: Μικρασιατική καταστροφή, παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, διάσκεψη Ζυρίχης, δικτατορία…
Ο συγγραφέας βυθίζεται στα ακατάλυτα σύμβολα του μεγάλου ποιητή, εκείνα που τον θαμπώνουν και τον βασανίζουν, αξιολογεί την πολυσημία και την δυναμική τους, μπαίνει στην τροχιά των μεταβλητών του ακατάπαυστου προσανατολισμού του απορρίπτοντας αυτομάτως σαν ανεπαρκείς, ανυπόστατες και επικίνδυνες τις ‘’τομές σε βάθος’’ των μεταφυσικών αναλυτών:
Η Νεκρά Θάλασσα γίνεται σύμβολο ερήμωσης της ανθρωπότητας, ο Ερωτόκριτος, του ελληνισμού και της αντίστασης, για την ελευθέρωση της Αρετούσας- Ελλάδας, το φεγγάρι, ξεπερνά τον εξωραϊστικό του ρόλο και μεταλλάσσεται σε πηγή φωτισμού των τεκμαινομένων, τα δύο διαλεγόμενα ζεύγη, το μεταφυσικό Balzak- Louis Lampert και το ρεαλιστικό Σεφέρης- Miller, φωτίζουν το ποίημα Les anges sont blancs [οι άγγελοι είναι λευκοί] με συνισταμένη τον εκφυλισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και τον εκ διαμέτρου αντίθετο συμβολισμό των αγγέλων, η Λυπημένη στην ‘’ανακλήθρα’’, συμβολίζει, τελικά, την Ελλάδα και την εγκαρτέρηση για έναν κόσμο που δεν θα ξαναγίνει στα ίδια χνάρια, που δεν μπορεί πλέον να τον νιώθει και να τον γεύεται ο ποιητής. Μια σεισμοχτυπημένη πολιτεία, που η αλλαγή του ρου, στράγγιξε το υδάτινο, ζωογόνο στοιχείο από τα σωθικά της, στην ανεξάντλητη πολυπροσωπία: Jacqueline, Λουκία, Λάλα, Μπίλιω, Σαλώμη και, στην υπέρτατη συμβολική αναγωγή, Γοργόνα, ο ποιητής βλέπει πολλές φορές το ίδιο πρόσωπο, τα ίδια μάτια· τα μάτια της γάτας του Τούτης, που το θώρι της απλοποιεί μαγικά τα πάντα, φωτίζει το μυστικό ρεύμα της ζωής που περνάει από τα στοιχεία και τον άνθρωπο.
Με μικροσκοπικές αναζητήσεις, με επιμονή και έμφαση, αποφεύγεται η μέθοδος των αόριστων και λοξών υπαινιγμών:
«Το ποτάμι αποτελεί ένα τεκμήριο για τη δυνατότητα συμφιλίωσης των παραταξιακών λογικών μεσούντος του Β παγκοσμίου πολέμου. Ο ποιητικός στοχασμός συναιρεί εδώ ηρακλείτια και παρμενιδικά στοιχεία κίνησης και ακινησίας, αναγορεύοντας το ποτάμι [Νείλο] σε σύμβολο συνοχής, οριζόντιας στο επίπεδο της κοινωνίας και κάθετης στον ιστορικό χρόνο. Κι επειδή το ποτάμι, τα νερά δηλαδή, σχετίζονται στη φυσική τους διάσταση με το φεγγάρι που τα επηρεάζει, τα κινεί, στην ποιητική του Σεφέρη αποτελούν και τα δύο σύμβολα συνοχής».
[Από την ανάλυση του ποιήματος ‘’Ένα γέροντας στην ακρογιαλιά’’]
Μία από τις γλυπτικές αισθητοποιήσεις της σκέψης του Σεφέρη, είναι η συνομιλία του Χρήστου Αντωνίου με την Ανθούλα Δανιήλ με αφορμή μία φωτογραφία του ποιητή στην αρχαία Παλμύρα, όταν ο νομπελίστας ποιητής εντοπίζει παντού, κάτι που κουβαλάει μέσα του: Τη νοσταλγία μιας Ελλάδας λαμπρής και ηρωίδας, μαραμένης τώρα και αδιάκοπα απομακρυνόμενης, στις σκουριασμένες ράγες μιας μεταβαλλόμενης, θλιβερής μονιμότητας. Οι συνειρμοί μεταφέρουν την κα Δανιήλ στην ‘’Ιερά Οδό’’ του Σικελιανού, στην βαριά και τραγική ατμόσφαιρα του ανέκκλητου, ‘’στην κώχη του καιρού’’. Καθώς ολόγυρα πληθαίνουν οι σκιές και τα μελανά χρώματα, την ηλιακή θαλπωρή του αρχαίου φωτός την αισθάνεται ο ποιητής να παγώνει σιγά σιγά μέσα του, οι ένδοξες πέτρες βυθίζονται στα σκοτάδια της ανυπαρξίας και ντύνονται με πέπλους νύχτας και θανάτου.
Μεγάλο ατού του βιβλίου είναι το ότι ο συγγραφέας, μάχιμος εκπαιδευτικός για πολλά χρόνια, επιλέγει την ευανάγνωστη, με καθαρή έκφραση γραφή, προκειμένου η εργασία αυτή να γίνει κατανοητή με ευκολία από τον αναγνώστη. Το πρώτο, όμως, και γενικότερο θέμα που τίθεται για όποιον διεξέρχεται με προσοχή τα κείμενα του Αντωνίου, είναι η τάση έγερσης της συνείδησης του αναγνώστη στα μεγάλα ανθρωπιστικά θέματα. Τα έργα του [ποιήματα, δοκίμια, κριτικές…] εμφορούνται από ανθρωπιστικές αξίες και ιδεώδη. Ο Αντωνίου ενωτίζεται τις σειρήνες του πολέμου, τον οδυρμό του κόσμου και πιστεύει στη δύναμη της ποίησης, στην επιρροή της στην ιστορία και στην πολιτική. Η λογοτεχνία γενικότερα, είναι γι’ αυτόν μια δαιμονική δεξιοτεχνία μαγικών εκφράσεων, ρυθμών και λόγων με αγγελικές, πάντα, προθέσεις και που πέρα απ’ τον φεγγοβόλο εξωραϊσμό της, αφήνει πολύτιμα ‘’χνούδια’’ κι άσβηστα σημάδια που οδηγούν στην Αλήθεια.
Για τον Χρήστο Αντωνίου, το ταξίδι αυτό δεν είναι μια ψυχολογική αναδρομή στο παρελθόν. Τα πάντα είναι ένα απέραντο παρόν. Κάθε εικόνα που σχηματίζει σ΄αυτές τις αέναες αναδρομές, είναι ανάβρυσμα παρόντος· μάχεται τη συννεφιά του κόσμου, ρίχνει άπλετο φως στα μπουντρούμια που είναι κλειδωμένες οι αλώβητες συνειδήσεις των ηγετών. Με τα δοκίμιά του καυτηριάζει «το μεγάλο έλλειμμα πολιτισμού και ανθρωπιάς, τον εξευτελισμό, την ισοπέδωση, την καταστροφή της ζωής, το γύμνωμα της ψυχής μέσα στη σύγχυση του πολέμου, τον πόνο, τα βάσανα και την πίκρα του ανθρώπου που κατάντησε «πραμάτεια» σ’ ένα κόσμο που βρίσκεται σε πανικό και βουλιάζει».
Ουκρανία, Λίβανος, Γάζα… Ο συγγραφέας βλέπει τις ζωές των ανθρώπων να δύουν και να κρύβονται στο σκοτάδι οι προθέσεις των πολιτικών και των καιροσκόπων. Το σβήσιμο του φεγγαριού πάνω απ’ αυτές τις χώρες, φωτίζει την αλληγορία κάποιων πικρών στίχων, για τα μάτια του λαμπρού κοσμοειδώλου:
‘’Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν
έτσι ήτανε γραμμένα, μέσα στ’ άστρα τα σβησμένα
που΄χα δει, που’ χα δει στα μάτια της’’.*
*Στίχοι Μανώλης Ρασούλης-Μουσική Βάσω Αλαγιάννη