Πολυδαίδαλη εκφραστική σκέψη, μοιρασμένη σε καταιγιστικά εικονίδια- ψηφίδες [όχι ξεσηκωμένες από τοπιογραφίες προετοιμασμένες μέσα στη φαντασία, αλλά
εκτοξευμένες σαν ανεξάρτητες οπτικές οντότητες μέσω της αυτογέννητης έμπνευσης]
ενός παζλ που όσο συμπληρώνεται διεγείρει και αναμορφώνει το καλλιτεχικό αίσθημα.
Ο σάρκινος λόγος μιας ποιητικής συμφωνίας ξετυλίγεται σαν καταπληκτικό όραμα, σαν αποτέλεσμα μαγικής μέθης, σε αλλεπάλληλες ενότητες εναλλαγών και κινήσεων.
«Απ’ το ύψος του Έρωτα» βιγλίζει η Έφη Κατσουρού, ανερυθρίαστες και ρόδινες οι
ανατέλλουσες προθέσεις ορίζουν τα ιερά όπου ιμερόεσσες αντηχήσεις μεγεθύνουν την
εφηβική φαντασία και κατευθύνουν τις βιολογικές ορμές:
«Ήσουν η ανάγλυφη σκέψη μου
καθώς λιώναμε και απόγευμα
τα κορμιά μας κυλούσαν στις γλυφές.»
Η ΚΟΛΟΝΑ, λέξη σύμβολο, στηρίζει και φωτίζει τον ουρανό των ονείρων, είναι «η μνήμη ενός φάρου, η αναμονή μιας καπνοδόχου.» Τα υπόβαθρα τοπεία των σωμάτων γίνονται οι βωμοί και τα θεμέλια της νέας πόλης, ο υπέρτατος πόθος αναδυκνύει τα λατρευτικά αγάλματα και θεσπίζει μια νέα, ανερμήνευτη στους μη μυημένους ποιητική διάλεκτο όπου τα νοήματα κινούνται αυτόνομα στη σιωπή:
«Γι’ αυτό, πρώτα πρώτα θεσπίσαμε τη δική μας διάλεκτο. Γεμάτη από φθόγγους
επαναληπτικούς και λέξεις που θύμιζαν δοξασίες. Δίνοντας έμφαση στην ηχητική εκφορά του λόγου επέτρεπαν στα νοήματα να κινούνται αυτόνομα. Πρώτα πρώτα η ποίηση. Κι έπειτα η σιωπή. Η γλώσσα δεν πρέπει να αναλίσκεται, είναι κρυσταλλωμένο αίσθημα και αξία ανεκτίμητη για όσους εξουσιάσανε για χρόνια τη σιωπή…»
Σύμφωνη δεν δηλώνει ποτέ η ποιήτρια με τα βραχέα αισθήματα· σαν τις ηρωίδες του
ιάμβου ταυτίζεται με « το κύμα πάνω από συλλαβή μακρά που ήρθε τους ήχους να
μακρύνει, συμβάντα να τονίζει αισθήματα.» Περισπώμενη λοιπόν η ποιήτρια δίνει
διάρκεια στη στιγμούλα [όπως η στιγμή διαρκείας στη μουσική] αλλά και δασυνόμενη, με την απροκάλυπτη, την τραχιά εκφορά των ΑΝΕΛΕΗΤΩΝ, των παράφορων συναισθημάτων της.
«Περισπάσου» λέει στον σύντροφό της «κι εσύ να ενωθούμε, έλα να περιγράψεις την
καμπύλη με τη γλώσσα σου.»
Εμπνευσμένη από το θαλασσί και το λευκό που γέμιζε ανέκαθεν τις ίριδές της, αδράχνει διαρκώς την τύχη της να μεγαλώνει και να ζει στην υποβλητικότερη ίσως γειτονιά της χώρας, τα Αναφιώτικα. Μαγεμένη από Έρωτα, από φεγγάρια κι όλα τα φυσικά στοιχειά που την περιβάλλουν, τους στέλνει ασταμάτητα γράμματα -όπως εκείνα που στέλναμε περασμένα στο κορδονέτο του αετού της καθαροδευτέρας- κι εκείνα μαγεμένα συνενούνται, συμπλέκονται, δρουν αναμεταξύ τους σαν άνθρωποι και τα επιστρέφουν λευκά να τα ξαναγεμίσει με τη σαγηνευτική γραφή της. Δεν διστάζει σκίζοντας τη σάρκα, να εκθέσει το μεγάλο, κατακκόκινο ρόδο που δεσπόζει στο στήθος της.
Με τη ιδιότητα του δημιουργού που ξέρει να περπατά και στο νερό και στον αέρα
φαντάζεται εύκολα τα ξύλινα πατώματα του σπιτιού της σαν δάσος υπό το φως του
ήλιου της Αγάπης, τους διαδρόμους σαν άμμο χρυσή, ευπροσάρμοστη στα γυμνά της
πέλματα.
Η Έφη Κατσουρού συγκρίνει τα πάντα με την πρώτη της έξοδο από την κοιλιά της
μητέρας, την πρώτη φορά που στράγγιξε το δάκρυ στο μητρικό στήθος, έτσι παραδίδει τη μνήμη της λευκή τώρα, εμπρός σε μιαν άλλη ‘’πύλη’’ αυτή του αδιάφορου κι ατρόμητου Έρωτα «στην έννοια του χρόνου και το παλίμψηστο του καιρού» σαν δεύτερη γέννηση, σαν μια νέα, ανέφελη ηλικία. Χωροχρονικό συνεχές ενώνει τις κορυφαίες στιγμές, τα αθροιστικά γινόμενα υποτάσσονται στην αριθμητική της εξαίρεσης:
1+1=1…
Οι στίχοι καταυγάζουν τους πλατύτατους μεταφυσικούς ορίζοντες:
«Έβγαλε από την τσέπη του μια φούχτα πυγολαμπίδες και τις πέταξε στα μάτια μου. Τότε χάθηκε ο κόσμος γύρω μου, χάθηκαν τ’ άστρα κι ο ουρανός. Μα ήταν καλοκαίρι, από τότε ήταν πάντα καλοκαίρι και μόνη πηγή φωτός μας για τον κόσμο μας τα μάτια μου. Οι πυγολαμπίδες του δηλαδή, που είχαν φωλιάσει στα μάτια μου.»
Προσανατολίζεται η ποιήτρια ακατάπαυστα σ’ ένα σύνολο από διαρκώς μεταβλητές
κατευθύνσεις. Με λεπταίσθητη, λυρική εκλεκτικότητα επιλέγει τη λέξη-γρανάζι, την
επεξεργάζεται και την τοποθετεί στο ποίημα με λεπτές κι ασφαλείς κινήσεις
ωρολογοποιού. Επιστρατεύοντας τους πλούσιους πνευματικούς της πόρους, αφού
διαστείλλει τους σωματικούς εισπνέοντας όλα τα αρώματα που την περικλείουν,
αναδύει το άρωμα των γιασεμιών της ψυχής. Αναπτύσσει στον υπέρτατο βαθμό την
αποδοτικότητα του εφευρετικού της δαιμονίου, χωρίς να παραλείπει συχνά να
παραθέτει στον περιβάλλοντα χώρο αρχαία θραύσματα, βιομηχανικά κελύφη νεκρά και λησμονημένα, σαν υπενθύμιση, σαν αγνάντι στο μέλλον. Ο ψυχισμός της εμπνέεται από την ‘’απληστία’’ και τη δίψα της ζωής, από την ανάγκη της διονυσιακής απόλαυσης, έτοιμη να ανταποκριθεί ενθουσιαστικά στα καλέσματα της χαράς και των νέων συγκινήσεων που της προσφέρονται:
«Η κοιλιά μου υπήρξε για εκείνον χώρος τέλεσης αρχαίων μυστηρίων, οι εκβολές της
οποίας οδηγούσε στο βωμό, χώρο που μόνο εκείνος εδύνατο να προσεγγίζει και να
εισέρχεται προσφέροντας ως θυσία τον υπέρτατο πόθο του…»
Αναπτύσσεται έτσι μέσα σε μιαν αναμάρτητη, εξιδανικευμένη αισθησιακή
ευφροσύνη, μη παραλείποντας να μας δίνει πλούσιες εικόνες από το βασίλειο της
ύλης. Συναρθρώνεται δηλαδή η ποίηση σε μια θαυμαστή μηχανή, ευρισκόμενη σε
αδιάκοπη αισθητική και αισθησιακή συναλλαγή με το περιβάλλον:
«…Κάθε δύση και ανατολή, σε μια οργασμική ταλάντευση, σήμαινε την υποστολή και την έπαρση της σημαίας μας. Από το βράχο της Ακροπόλεως έφθανε σβησμένη η ηχώ [του ευτοπικού μας ύμνου.]»
και
«…τα φεγγάρια
όπως και νά’ χει
στάζουν κρυσταλλικές
μορφές της τραγωδίας
της κάθαρσης
της αμαρτίας
και παίζουν μουσικές
μεταπολεμικές
μελωδίες- φεγγάρια
ούτε χαρούμενες- ούτε λυπημένες…»
Ανερμήνευτοι όμως οι έρωτες ποτέ δεν προοικονομούνται…Κανείς δεν μπορεί να
προετοιμάσει κατάλληλα και φυσικά το αύριό τους. Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να
σταθούμε και στην υποβλητικότητα της λεπτής μελαγχολίας στα τελευταία ποιήματα του βιβλίου. Ο Έρωτας -λέει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ- είναι μία συνθήκη το ίδιο ριψοκίνδυνη και σταθερή όσο και μ’ ένα στοιχείο της φύσης, ενώ φιλία σημαίνει προπαντός σιγουριά και αυτό είναι που την διαχωρίζει από τον Έρωτα. Μια σεισμοχτυπημένη πολιτεία μας ζώνει -στις τελευταίες σελίδες- μέχρι που γίνεται ένα με το σκοτεινό κενό που ανοίγεται μέσα μας. Δοκιμάζουμε τότε την πίκρα της ποιητικής ματαιότητας, της στυγνής λειψιδρίας μιας Έρημης Χώρας. Το χάσμα που αφήνει ο θάνατος του Έρωτα είναι μεγαλύτερο από όλα τα κενά μαζί που κατοικήθηκαν από Εκείνον. Η σκέψη για τον άλλο αποδεικνύει την ύπαρξή του. Κι ας αποδομείται ο ρόλος του δεν μειώνεται η δύναμη που ασκεί επάνω μας, κι ας γερνούν οι έρωτες συνεχίζουν να πεινούν, να διψούν και να δέονται, εφόσον σκεφτόμαστε και γράφουμε γι’ αυτούς.
Η Έφη Κατσουρού συνθέτει ένα ποιητικό παραμύθι-ελιξήριο, σε δύο χρόνους και
τέσσερις στιγμές. Με τη διαφορά ότι σε αυτή την ιστορία ακούγονται μόνο αλήθειες
της ψυχής [ο Φρόιντ επισημαίνει πως οι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι είναι
διδάσκαλοι σε ότι αφορά τη γνώση της ψυχής, διότι αντλούν από πηγές οι οποίες δεν
είναι προσιτές στην επιστήμη] και το φαινομενικό πικρό της τέλος, αν μπορέσεις να
κρατηθείς μέχρι το τέλος επάνω στο μαγικό χαλί των λέξεων και των εικόνων, σε
μεταφέρει πάντα στην ροδόχρωμη Ανατολή. Η μεταλλική της ματιά συναπαντά στο
βάθος των οριζόντων τα πρώτα τριανταφυλλένια παιχνιδίσματα του νέου Φωτός, η
ποιήτρια το νοιώθει να τρέχει στις φλέβες της σαν την αδιάκοπη ροή ενός έσω ποταμού, το βλέπει να θεριεύει καινούργιο κάθε φορά και πάντα όμοιο στην ουσία του· το παρακολουθεί να συνεχίζεται, να ξαναγίνεται, όπως κάθε στιγμή ξαναγίνεται ο ρόχθος των καινούργιων πάντα κυμάτων ξεσπώντας στις ακρογιαλιές.