Ενάτη ποιητική συλλογή την τελευταία 15ετία με τον χρόνο ως διαρκή και αέναη κίνηση ανά τους αιώνες να σηματοδοτεί το αλφαβητάρι της φθαρτής ύπαρξής μας: [ ] Δεν προλαβαίνω να μάθω/ το αλφαβητάρι της ύπαρξης/ πύλη στο άβατο η περιπλανώμενη στιγμή/ πληρωμή της μοίρας/ εκεί που δεν υπάρχει τίποτα.// Υπάρχω;// Στην άκρη του δρόμου/ μια αναλαμπή και ο χρόνος [«Στο μαιευτήριο ης ουτοπίας»].
Με ωριμότητα, σύνεση, μεστή ποιητική φόρμα ο Βασίλης Φαϊτάς διατυπώνει τα δίχως απάντηση ερωτήματά του. Μια σπονδή λες στο εφήμερο [χρόνος και ζωή εν εξελίξει που προσπερνούμε και μας προσπερνά]. Παρά τη φθορά των πεπερασμένων όντων το άπειρο ελλοχεύει στη συγγραφή: Εφήμερα όντα εφήμερα έργα/ τίποτα δεν διαρκεί όσο το άπειρο/ στο αναπόδραστο ξέφωτο βαδίζοντας/ οι γέρικοι άνεμοι τον προσπερνούσαν/ μακριά ένα ακορντεόν έπαιζε/ για όσους είχαν πεθάνει/ μπορείς να ζήσεις και έξω από τις μέρες σου/ όταν έχεις ένα φως στην καρδιά σου [«Ο ποιητής μέσα στο ποίημα[1]»]. Διαπιστώνοντας με την πάροδο των ετών την μοναχική και εν πολλοίς ατελέσφορη(;) πορεία του (ενδεικτικός ο τίτλος της συλλογής Ήρθα και δεν ήταν κανείς) ο Φαϊτάς αποδελτιώνει εμφατικά, μέσω των στίχων του, μια έκδηλη πικρία κι ένα αίσθημα ματαιότητας. Κι όμως η ποίησή του είναι ορατή, παρούσα, υπαρκτή έτοιμος ν’ ανασύρει μια ψυχή καλύτερης της δικής του, πρόθυμος –παρά τα φαινόμενα για διάλογο– έστω κι αν αισθάνεται πως απευθύνεται εις «ώτα μη ακουόντων»: ασυναρμολόγητα ποιήματα οι θνησιγενείς αιωνιότητες/ στο βαθύφωνο τίποτα. της αγάπης.
Μια περιδιάβαση από το ξεκίνημα της ύπαρξης στο αναπόφευκτο τέλος με τις καταγραφές της τρυφερής ηλικίας να βρίσκουν τη θέση τους με γραφή όλο συγκίνηση: [ ] λάμποντας στο νερό/ το ρίγος των λέξεων/ κι η άγκυρα ψάχνει πυθμένα/ να πιαστεί/ όπως ένα παιδί στην αγκαλιά/ της μάνας του ονειρεύεται/ αγγίζοντας το ανείπωτο/ βαθύτερο από τον κόσμο [«Το χάραγμα του λίκνου»).
Παρά τον ζόφο στη συλλογή υπάρχει έκδηλος ο έρωτας (βλ. «Η φλαμουριά και το αηδόνι»), η ομορφιά, η υπεροχή του φωτός έναντι του σκότους: «Μόνο το φως ο θάνατος δεν υποτάσσει.»
Να σημειώσουμε πως τα δυο τελευταία ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα από το 1964 και αναφέρονται στην κρίσιμη περίοδο του Κυπριακού όπου ο Φαϊτάς υπηρέτησε στο νησί στο 21ο Σύνταγμα πεζικού. Ενδεικτικά των δεινών που ακολούθησαν: Ταξιδεύαμε με τον «Πήγασο» στο μέλλον/ πλέαμε σε θάλασσες πέραν του Αιγαίου/ για το νησί της Αφροδίτης/ με ρούχα τουριστών διαβατήρια/ με άλλα ονόματα και πατρίδες/ οι καρδιές μας έδειχναν κατακεί που μας περίμεναν/ φλόγες πολέμου λόφοι του αίματος/ προσωπεία θανάτου.// [ ] πάνω σε ένα κλεμμένο land-rover των Βρετανών/ στις βορεινές ακτές κάποιος έδειχνε/ το σκαρί ενός πολεμικού που φλεγόταν.// Αυτά συνέβησαν χρόνια πριν/ περαστική στιγμή μες στη ροή/ ο πλους του «Πήγασου» οι χαμένες ζωές της νιότης/ το κορίτσι με τα γράμματα/ δεν υπάρχουν πια/ άλλους τους βρήκε ο θάνατος εκεί/ άλλους αργότερα ο χρόνος. («Κύπρος: Φλόγες στη νιότη»)
Βαθειά υπαρξιακή, βιωμένη και βίωμα η ποίηση του Βασίλη Φαϊτά έρχεται να εκστομίσει τα δύσκολα όπως τραυματικά ενσκήπτουν. Δίχως ωστόσο να απορρίπτεται η ελπίδα, η προσμονή, ένα φως (που άλλωστε κυριαρχεί στους στίχους του).
Ωραίες παρηχήσεις: «Αγγελική Αλεξάνδρα Μαρία Λενού/ αγαπημένη Άγνωστη των αιώνων/ πατημασιές στην άμμο/ ανταύγεια δασών και μακρινή σιγή/ βήματα στο άπειρο/ η κλεψύδρα αδειάζει και το γνωρίζετε/ σύντομη ηδονή φωτός/ ανάμεσα στην έγερση και στο γέρμα.» («Ψυχές ιδιοφυείς δωρεές του χρόνου»)
Εναγώνια ποίηση πορείας, περισυλλογής, λύτρωσης: [ ] Ζωή πήγαινέ με εκεί που/ τα όνειρα διαχέονται στο αχανές/ εφήμερες πατρίδες και σύνορα/ αναθρώσκουν χωρίς τέλος/ και η μορφή της σβήνει και γράφει/ μες στο ανώνυμο φως.
***