Νομίζω πως ο –δηλωτικός του περιεχομένου– τίτλος αυτός δεν αποτελεί απλώς μία χαριτωμένη αναλογία μεταξύ της συγγραφικής και της φωτογραφικής πράξης (ως καλλιτέχνης, ο Ευριπίδης Κλεόπας υπηρετεί πιστά και τις δύο), αλλά είναι ένα γενικότερο σχόλιο, σχετικό με τους τρόπους της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της βαθύτερης σχέσης μεταξύ των τεχνών. Ο μεν συγγραφέας είναι μάλλον εύκολο να υποθέσουμε πως έχει στην διάθεσή του τα ίσως πεπερασμένα αλλά και σίγουρα ιλιγγιωδώς πολυδύναμα φαντασιακά αποθέματα της γλώσσας· ο δε φωτογράφος φαντάζει να έχει ένα πιο αυστηρό πεπρωμένο, αφού έχει ως υλικό του την εικόνα, η οποία οσοδήποτε αφηρημένη και αν είναι, έχει την ιδιότητα τουλάχιστον να ανακαλεί στον νου μας μορφές πιο συγκεκριμένες –αν όχι και πιο απτές– σε σχέση με εκείνες που μπορούν να ανακαλούν οι λέξεις. Μιλάμε δηλαδή εδώ για μια διελκυστίνδα η οποία στο ένα της άκρο έχει την φαντασία και στο άλλο την πραγματικότητα. Όμως βασιζόμενοι μόνο και μόνο στο γεγονός της ύπαρξης αυτής της διελκυστίνδας, δικαιούμαστε να παρατηρήσουμε και να αναγνωρίσουμε την σύνδεση μεταξύ της λογοτεχνίας και της φωτογραφίας. Δικαιούμαστε να θεωρήσουμε πως δεν υπάρχει χάσμα, αλλά και πως ακόμα και αν υπάρχει, δεν είναι αγεφύρωτο.
Γιατί φωτογραφίζουμε; Γιατί γράφουμε; Γιατί δινόμαστε στην τέχνη; Για να ξεγελάσουμε τον θάνατο. Επειδή δεν μπορούμε παρά να προσπαθούμε να κρατήσουμε στα χέρια μας εκείνο που αναπόφευκτα κυλάει. Είμαστε μόνοι –μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε– και αναζητούμε τον έναν, δηλαδή τον εαυτό μας. Και όπως ξέρουν τόσο ο συγγραφέας όσο και ο φωτογράφος, αυτός που αναζητά τον εαυτό του, μπορεί και να τον βρει οπουδήποτε – μιλάω εδώ κυρίως για το απροσδόκητο και όχι για το τυχαίο, για το συγκυριακό που συχνά συνορεύει με το απίθανο, αν μπορεί κανείς να αποδεχτεί κάτι τέτοιο. Αυτός που αναζητά τον εαυτό του, μπορεί και να τον βρει στους χρόνους που συνεχίζει ο χρόνος του ή και στους χρόνους που τον συνεχίζουν – αν βέβαια και ο χρόνος είναι συνέχεια. Μπορεί και να τον βρει στα πρόσωπα των άλλων. Έτσι κι ο συγγραφέας φορά το προσωπείο του άλλου ή ακόμα και το προσωπείο του εαυτού του, όταν γράφει – κι αυτό δίχως να καθίσταται ψεύτης· έτσι κι ο φωτογράφος φωτογραφίζει πάντοτε έναν άλλον, ακόμα κι αν φωτογραφίζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να συναντάμε και περιπτώσεις καλλιτεχνών οι οποίοι ευχαρίστως κόβουν το σκοινί της διελκυστίνδας κι έπειτα γελάνε σαν μικρά παιδιά, σαν εκείνα τα μικρά παιδιά στα οποία ο Ηράκλειτος χαρίζει τα σκήπτρα της ζωής, δηλαδή του παραδόξως ανεξάντλητου. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Ευριπίδη Κλεόπα, ο οποίος στα «36 κλικ του φωτοφράχτη» βλέπει με μία φιλοπαίγμονα διάθεση τα πραγματικά περιστατικά, για να δει στο αρνητικό τους μίαν άλλην όψη της ζωής.
Από την Αθήνα ώς την Αβάνα, στο τόξο που ενώνει τον ελληνικό χώρο από το Ιόνιο μέχρι την Κύπρο, από την Γερμανία στο Θιβέτ, με παιδικά βιώματα, νεανικούς έρωτες, φιλίες, οικογενειακές αναμνήσεις, πικρές και όνειρα, με ανέκδοτα ποιήματα του Γεωργίου Δροσίνη (sic) αλλά και με όψεις του κερκυραϊκού βίου από τον 17ο ώς τον 21ο αιώνα, συναντήσεις με τον Γιώργο Ιωάννου και τον Μάνο Λοΐζο, με ιστορίες για την πολυθρόνα του Μακάριου και την κηδεία του Μενέλαου Λουντέμη. Οι τόποι, τα πρόσωπα, οι χρόνοι συμπλέκονται άτακτα, με έναν τρόπο αυθόρμητο, τεθλασμένο αλλά και φυσικό, υποχωρούν και επιστρέφουν, όπως τα κύματα της θάλασσας που είναι η μνήμη, βυθίζονται και ανασύρονται, χάνονται κι επανέρχονται μέσα στην δίδυμη δοκιμασία του κωμικού και του τραγικού, με την ποιότητα αυτής της ειρωνείας που όσο δηκτική και να είναι, δεν καταδέχεται να ξεπέσει ακολουθώντας τον συρμό του γκροτέσκου, αλλά ακολουθεί τις κινήσεις που επιβάλλει η ίδια η άλλοτε γαλήνια και άλλοτε τρικυμισμένη αυτή θάλασσα. Με τα λόγια του Πέτερ Χάντκε: «υπάρχουν όλα μαζί εκεί στην στιγμή, στην στιγμή μου».
Σε μία εποχή όπου το φωτογραφικό κλικ είναι πλέον τόσο αστόχαστα εύκολο και φαίνεται συχνά ως άλλο ένα σύμπτωμα του καταναλωτικού φετιχισμού, της υλοφροσύνης η οποία έχει αντικαταστήσει και αυτόν εκείνον τον υλισμό, όπως στην ζωή, έτσι και στην τέχνη, με την ακαριαία οικονομία του λόγου του, ο Ευριπίδης Κλεόπας μάς καλεί όχι απλώς να κοιτάξουμε το θραύσμα του χρόνου που είναι η φωτογραφία, αλλά εντός της να δούμε τον ίδιο τον χρόνο.