Χάος πάλι εσύ;[1]
Ιάσων Δεπούντης
Αν κάθε θάνατος είναι άδικος και αν κάθε δολοφονία είναι ακόμα πιο άδικη, πώς να αποκαλέσουμε την μεθοδευμένη ηθική εξόντωση, την δολοφονία χαρακτήρων, εδώ καθρεφτισμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων οι οποίοι αφιερώθηκαν στα ύψιστα αγαθά; Εδώ, στην παντοκρατορία της εικόνας –ή μάλλον: του θεάματος–, όπου η ισχύς επενδύει στο αρχέγονο –παναπεί: στον φόβο– για να καθυποτάξει το φυσικό, συχνά ο χρόνος συμπλέκει τα προσωπικά και τα συλλογικά τραύματα, δημιουργώντας μία κατάσταση ασφυκτική για τον άνθρωπο, ο οποίος έχει ανάγκη ένα πένθος που δεν προφταίνει πλέον να αφομοιώσει.
Έτσι, στο μυθιστόρημά της «Η Ύβρις είναι της νύχτας», η Κατερίνα Κουρή αποδύεται στην συνύφανση του σύγχρονου και του αρχετυπικού, καθώς μας παρουσιάζει την περιήγηση της ανθρώπινης ψυχής στον κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα τριγύρω, στο χάος που απειλεί να την σαρώσει, να την καταπιεί, να την αναλώσει, να την προσαρτήσει, και την αγωνιώδη προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου για την αντίσταση στον απάνθρωπο καιρό και την αναζήτηση ενός νοήματος στην ζωή[2]:
«Είναι κάποιες εποχές που θα τις θυμάσαι για πάντα.
»Έτσι κι εγώ θα θυμάμαι εκείνη την άνοιξη του ’15 στην Αθήνα. Όπως ασφαλώς και εκείνο το τρομερό, σκληρό καλοκαίρι του ιδίου χρόνου που ακολούθησε μετά και σημάδεψε τη ζωή μου. Ήταν συνυφασμένο με τον Θάνατο, τον οριστικό αποχωρισμό από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, τη δολοφονία μιας χώρας –της δικής μου χώρας–, μα και με τις πιο βαθιές μου συνειδητοποιήσεις που σήμαινε, απ’ την άλλη, και τις πιο βαθιές μου μεταμορφώσεις».[3]
Βεβαίως, να ζούμε θα πει να βρισκόμαστε σε εγρήγορση μέσα στον καιρό[4], και –αν μη τι άλλο– σκόπιμη αποβαίνει η ταύτιση με το είναι, καθώς και η ταύτιση του είναι με την αλήθεια και την αλήθεια του, όμως στο σκηνικό της ύβρεως που περιγράφει η Κατερίνα Κουρή, της ύβρεως που παρουσιάζεται ως μία στρεβλή μορφή της αντίστοιχης αρχαιοελληνικής έννοιας, της «σύγχρονη[ς] ύβρ[εως], που είναι η άρνηση της αποδοχής των ορίων»,[5] στο σκηνικό αυτής της «χορογραφία[ς] του τρόμου»,[6] ο κόσμος είναι συνώνυμος της παγίδας[7] και ο χρόνος συνώνυμος του «εφικτού εφιάλτη» που προκύπτει από την έπαρση της ανεξέλεγκτης εξουσίας·[8] ο κόσμος και ο χρόνος είναι ό,τι πάγωσε από το βλέμμα της Γοργούς-Ύβρεως[9] και ό,τι θρυμματίζεται από τον πόνο.[10]
Στο βαθιά πολιτικό αλλά και βαθιά προσωπικό αυτό μυθιστόρημα (πολιτικό, και όχι στρατευμένο· προσωπικό, και όχι σκανδαλοθηρικό), με μίαν αίσθηση αποστολής, η συγγραφέας κοιτάζει την πραγματικότητα μέσα από το συλλογικό τραύμα που ολοένα χαίνει, έχοντας την αρετή να προειδοποιεί για το μέλλον δίχως εκφράζεται με τους όρους ενός στεγνού διδακτισμού. Αντιθέτως: το βιβλίο αυτό μοιάζει γραμμένο στην προοπτική των ομόκεντρων κύκλων που αποτελούνται από τις μικρές και τις μεγάλες ιστορίες του ανθρώπινου βίου, και η σύνθετη σκέψη και η κάποτε σχεδόν σπαρακτική οπτική της Κουρή ανασυνθέτει απαράλλαχτα το παρόν –«το κινούμενο άπειρο»–[11] με τα υλικά του μόλις χθες. Κι αυτό ίσως να είναι μία άλλη πρακτική, παράλληλη προς την πλατωνική «εκ του μη όντος» δημιουργία, στην οποίαν παραπέμπει ο εις εκ των βασικών «σηματωρών» του βιβλίου, ο Οδυσσέας Ελύτης· μία πρακτική που ταιριάζει τόσο στο σύγχρονο μυθιστόρημα.
Λοιπόν, η Κατερίνα Κουρή είναι μυθιστοριογράφος που ατενίζει τον κόσμο ποιητικά, έτσι ώστε η ευαισθησία και ο λογισμός της μπορούν να συγκεράσουν στην συγγραφική της εργασία στοιχεία τής εν τω γίγνεσθαι πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας με στοιχεία τής προσωκρατικής αλλά και της σύγχρονής μας φιλοσοφίας, του ψυχαναλυτικού στοχασμού και του ποιητικού λόγου, αφού έχει την ικανότητα να επισημάνει την συνάφεια, την συγγένειά όλων αυτών μέσα στην αλήθεια τους, και ας σημειώσουμε ότι καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως το βιβλίο αφιερώνεται στην μνήμη του ιδιοφυούς, του δαιμονιακού Γιώργου Χειμωνά.
Είπαμε, βρισκόμαστε στο σκοτάδι της υβριστικής νύχτας και δρόμο δεν βλέπουμε για να βγούμε και πάλι στο φως. Ο «πληγωμένος θεραπευτής»,[12] ο συγγραφέας, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί πώς να περισώσουμε το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα σε αυτό το χάος που τείνει να επιστρέψει στο τίποτα. Και δίχως να πρωτοτυπούμε, θα λέγαμε ότι αυτό είναι το «πρόβλημα» με τα ερωτήματα: πάντοτε ζητάνε μίαν απάντηση –ακόμα και αν δεν φαίνεται να μπορούν να την πάρουν– όπως και η ύβρις ζητάει την νέμεση. Μα ασφαλώς ο συγγραφέας δεν μπορεί να παραδοθεί σε μίαν εύκολη απάντηση – άλλωστε δεν είναι αυτή η αποστολή του.
Κι απ’ την άλλη πλευρά, «ίσως γιατί δεν υπάρχει Χρόνος», όπως γράφει η Κουρή,[13] ο συγγραφέας βλέπει πως όταν όλες οι άλλες δίοδοι έχουν κλείσει ερμητικά, απομένει μονάχα η δίοδος του θανάτου, και μας καλεί να μπορέσουμε να τον αισθανθούμε ως πέρασμα καθαρτήριο, να μπορέσουμε να τον αισθανθούμε και εκείνον ως στάδιο της –κυριολεκτικά νοούμενης– μύησης, αυτού του κλεισίματος των ματιών που θα μας επιτρέψει να δούμε.[14]
Ας το θυμόμαστε: άλλο πράγμα είναι η μετάλλαξη και άλλο η μεταμόρφωση. Άλλο πράγμα είναι ο σαρκασμός και άλλο η ζωντανή σάρκα που καταβροχθίζεται από τον χαοτικό Χρόνο-Κρόνο. Ας ξαναδούμε τον κόσμο. Ας επιτρέψουμε την αποκάλυψη. Ας συμφιλιωθούμε με το μέλλον.