Η νύχτα του «Νυχτολογίου», της δέκατης πέμπτης ποιητικής συλλογής της Παυλίνας Παμπούδη, είναι γεμάτη ερωτήματα. Ο κόσμος μοιάζει ερμητικά κλεισμένος μέσα στο ορθάνοιχτο μυστικό του. Ταυτόσημος με το αρχέτυπό του, ο ποιητής υπογράφεται από την ύπαρξή του, δηλαδή την ύπαρξη του παντός: «ΝΥΧΤΑ ΔΙΑΣΠΑΡΤΗ από γαβγίσματα και άστρα / Σαν από χρόνια παιδικά και σαν στο ύπαιθρο / Πυκνοκατοικημένη όμως, σφύζοντας / Υβριδικά όντα από μελάνι, που / Με τη μουσική αλλάζουν σχήμα αδιάκοπα / Σαν κάποιος να τα ονειρεύεται / Όμως τον ονειρεύονται αυτά / Και άθελά τους μεγαλώνουν εκτοπίζοντας / Καταστροφή μεγάλη–» (σ. 9).
Όλα σφίγγονται τόσο μέσα στην ταυτότητά τους, την κυριολεξία τους, ώστε φτάνουν να προκαλούν την περιέργεια, την φαντασία, την επανανοηματοδότησή τους, εντέλει μίαν επιστροφή: «Έχουν παραγραφεί πλέον τα πάντα / Το πείσμα και η αρετή, η φρίκη– / Σβήστηκαν και οι αμαρτίες όλων, μένει το όνομα–» (σ. 43).
Όλα βαραθρώνονται στο κενό ανάμεσα στον έναν λογισμό και τον άλλον: «(Όταν σου δείχνω το φεγγάρι, άλλο σκέφτομαι / Άλλο και το φεγγάρι, πρόσεχε τι θα σκεφτείς)–» (σ. 43).
Όλα φαντάζουν νεκρά και γι’ αυτό όλα ζητούν να γεννηθούν: «Κάτι σαν να αγωνιζόταν να σχηματιστεί, δυσκολευόμουν / Ξέφευγε το αιθέριο έλαιο μιας σκέψης / Μια δεύτερη την πρώτη έστυβε, το μίγμα πύκνωνε // Δυσκολευόταν και ο τελευταίος επισκέπτης / Έσπρωχνε να μπει / Ήταν ακόμα πιο αλλόκοτος από τους άλλους / Ήταν πολλοί, ήταν ο ένας» (σ. 20).
Οι στιγμές και οι ώρες ακινητούν μέσα στον χρόνο που όλο τρέχει. Πρέπει και πάλι να διασταυρωθούν τα όνειρα: «Σα να ’χανε τα πάντα προς στιγμήν αποσυρθεί / Στο άβατο έμεναν μόνο ένα εσύ / Κι ένα εγώ, πιο τρομαγμένο» (σ. 61).
Η νύχτα ενυπάρχει σ’ έναν χρόνο αληθινό και πάλι η Παυλίνα Παμπούδη ψηλαφίζει τις ρωγμές του συμβατικού χρόνου, γυρεύει τις ήδη υπάρχουσες και γυρεύει να ανοίξει καινούργιες ρωγμές στο σκοτάδι, ένας έκθαμβος Θωμάς που επιμένει να αισθάνεται τις πληγές πάνω στο σώμα του χρόνου, γυρεύει να κοιτάξει εντός τους, να βρει ένα πέρασμα προς το πραγματικό: «Άνοιξα τον κυρτό ορίζοντα, ξημέρωνε στον ύπνο / Στο βάθος οι οροσειρές διάγραμμα του πένθους» (σ. 26).
Έτσι, καθώς στα στάδια μίας μύησης, ανόσιο και ιερατικό, το ποίημα καλύπτεται από το αινιγματικό και όμως προστατευτικό σκοτάδι, ενώ ζητάει τον πυρήνα του, το φως εκείνο που θα το σαρώσει: «Ξέρεις / Η ρώμη που χρειάζεται / Να γίνει το κουβάρι σφαιρικό / Το μήλο, η πανσέληνος και η αγάπη / Είναι ισοδύναμη ακριβώς με την ορμή / Που όλα τα ισοπεδώνει–» (σ. 12).
Το ποίημα προχωράει με στέρεο βήμα μέσα στους διαρκώς αιφνίδιους μετασχηματισμούς των εικόνων του, με την ιλιγγιώδη ταχύτητα που επιτάσσει ο συνειρμός, σαν όλα να μπαίνουν και ταυτοχρόνως να βγαίνουν από τον ύπνο, να εξακολουθούν από τον έναν ύπνο στον άλλον, από το όνειρο του ύπνου στο όνειρο του ξύπνιου και τανάπαλιν: «Τώρα κοιμάμαι πιο βαθιά, διχάζομαι σε δίδυμο όνειρο / Μαζί κι ο παρατηρητής κι ο άρρωστος σε λήθαργο» (σ. 28).
Υπάρχει η αγωνία μιας απειλής: «Αδειάζει το φεγγάρι / Θερίζει η ακονισμένη ημισέληνος / Αρχίζει πάλι η διεύρυνση της νύχτας / Σιωπηλά, να μας συμπεριλάβει» (σ. 32).
Υπάρχει η αποκάλυψη: «Τι αποκάλυψη: / Ήμουνα θηρευτής, ήμουν τροφή, δεν είχα φόβο» (σ. 39).
Υπάρχει η κάθαρση, η υπέρβαση, η διαδρομή από το ένα όνειρο στο άλλο: «Τότε, ομπρέλα συγχορδίας μαύρης άνοιξε / Πάνω απ’ τη βροχή των διαττόντων– / Ξυπνούσα πάλι, βρήκα πέρασμα–» (σ. 42).
Εδώ, όλα μοιάζουν όνειρα που ονειρεύονται τον ίδιο τον ύπνο τους. Πώς λοιπόν ο θάνατος να μην ταυτίζεται με την γέννηση; Πώς ο ποιητής να μην γίνεται ο παρατηρητής του ποιήματος που γράφει τριγύρω του ο ίδιος ο κόσμος, του ποιήματος που γράφει ο έξω κόσμος μέσα στην καρδιά του; Πώς ο ποιητής να μην παίρνει για σελίδα ολόκληρο το σκοτάδι της νύχτας;
«Στον ύπνο βούιζε ο άνεμος / άναρχες ιστορίες ιστορώντας / Έβρεχε η βροχή για να τις σβήσει / Χιόνιζε χιόνι για να λησμονήσω / Έμεναν κάποιες πέτρες να θυμούνται– Εγώ εσύ–» (σ. 25).
(Το κείμενο διαβάστηκε στην «Λογοτεχνική βραδιά προς τιμήν της Παυλίνας Παμπούδη», Κέρκυρα, 11/7/2023)