Φράξος με τις κουδούνες μου γυρνώ
σε υπόγεια κοπάδια
Κομποραχιά της νύχτας το χρυσό σου δόντι
λάμπα τσιτσιρίζοντας
χνουδάτους κύκλους κάνει και πεντάλ
το δυναμό να κρατηθεί σαν αστραπή
γυαλίζοντας όπως του Κώστα τα μαλλιά
τη μαύρη σιγαλιά.
Χρόνοι δερβίσηδες στριφογυρίζουν
στου Μέρους μικρό παραθυράκι
εκεί όπου ασβεστωμένος εσύ κι η αλογόμυγα
μεγάφωνο με το μισό κουτάλι
αντίστροφα μετρώντας του ουρανού πίνετε
το σιρόπι.
ΠολυΜεθώ! Σα να μαλάκωσε ο λαιμός
Κράτα γερά μαντήλι σε καρδιά, συκώτι, σπλήνα
Βάρα! Τ’ αμπάρια είναι γεμάτα
‘’…Στο δρόμο που πηγαίνουν κι όπου πήγαιναν
βρίσκουν ένα πηγάδι ξεροπήγαδο
Σαράντα οργιές το πλάτος κι εκατό βαθύ’’
Μέσα στο στόμα του γλεντιού
το κεραμίδι στάζει
σε μια λεκάνη ορφανή ξεπλένοντας
εκφράσεις
πότε αυτές της άμπωτης πότε
της πλημμυρίδας
προτού χυθούν παράφορα
σε μαντζουράνας χώμα.
Κίτρινα μεσημέρια Φλάμπουρα!
μ’ όλα τα χαρχαγγέλια σας
του Μορφέα πώς να επιβληθεί αγκαλιά
πώς βιβλίου το πάχος
όταν η φλέβα τις φυλλωσιές χτυπώντας
φωτεινά σε απόδραση καλεί
π’ αξίζει κάθε τιμωρία.
Δώστου- δώστου- δώστου πέρα!
Στην καυτή του σέλα
ο έλατος κοχλάζει και τη μυτερή του
γλώσσα βγάζει.
Σώμα- ψυχή σε τεντωμένο βλέφαρο
κωπηλατεί σιαμαίο σκαρί
και πάει..
‘’Σκουρτίζουν ξεσκουρτίζουν ρίχνουν το λαχνό
κι όλο του Κώστα πέφτει του μικρότερου
Κρεμάστε με βρ’ αδέρφια για να βρω νερό’’
Νύχτα που βάραθρα ξεκουμπώνεις
κι ομόγλωσσους τους βροντερούς
αφήνεις έξω τους μαστούς
Όχι.
Δεν είν’ αυτά βροντεία.
Βροντές είναι από μπουντόξυλα
στου κεφαλιού το γάλα.
Πηγμένα είναι αίματα στους ώμους
για ριχτάρια.
Λιθάρια είναι στη σειρά
και πείσμα λιθοξόου.
‘’Και ως τη μέση πήγε και φοβήθηκε
Τραβάτε με βρ’ αδέρφια δεν ήβρα νερό
Εμείς τραβούμε Κώστα ‘συ δε φαίνεσαι
Βάλτε και τ’ άλογό μου να τραβήξ(ει) κι αυτό’’
Σπάνε των μύθων γεννημέν΄αυγά
Χιλιάδες κο-ματάκια εβένινα
τρυπούν το μαύρο κύκλο
ΠολυΜεθώ τα μάτια μου!
Πού με πας ξυπόλητη στα μάτια..
Γόνατα και ζυγωματικά
λόφοι δεμένοι αποσπασματικά
σ΄αγκίδι από σανίδι βυθισμένοι
στα γυαλισμένα του ξύλου τα νερά.
‘’Κι αυτό τραβά βρε Κώστα ΄συ δε φαίνεσαι
Βάλτε και τ΄άρματά μου να τραβήξ(ου)ν κι αυτά
Κι αυτά τραβούν βρε Κώστα ΄συ δε φαίνεσαι’’
Μορφές ζωής
Μινωταυρίσιες τροφές ζωής
Καρφιά ζωής
σε καρέκλες, τραπέζια, εσταυρωμένα ξύλα
Πες μας για πού συντάζεσαι..
‘’Αφήστε με βρ΄αδέρφια κι άντε στο καλό’’
Χνώτο το χνώτο πατιούνται
στρόφυλα
Αιώνων μοίρες ρέουν.
Φράξος με τις κουδούνες μου ξυπνώ
σαν ψάρι μεγαλόσωμο
σε γυάλινη οθόνη.
ΠολυΜεθώ!
Σπάσαν του κεφαλιού μου τα νερά!
Έξω τα πέταλα του ανέμου
ξαναχαρίζουν Άγιες μέρες
Τα μισοφέγγαρα
χλιμιντράνε στις γιρλάντες
Το βαμβάκι ακόμα στο τζάμι αντέχει
από φωτιά και πάγο σαλιωμένο.
Πάμε!