Χριστουγεννιάτικο ερωτικό ειδύλλιο
HOMMAGE ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ.
Καθόταν απέναντί μου … Ξαφνικά τα ματιά μας συναντήθηκαν κι άρχισε ένα βουβό παιχνίδι που κάποια στιγμή το διέκοπτε ένα φευγαλέο χαμόγελο αποδοχής ή συγκατάβασης.
Ήταν η φιλαρέσκεια μιας γυναίκας που γνωρίζει την ομορφιά της και θέλει να παίξει με τον θαυμαστή της. Δεν ερχόταν τακτικά ή τουλάχιστον εγώ δεν την είχα ξαναδεί. Την περίμενα όμως σαν να την περίμενα χρόνια πολλά πριν τη γνωρίσω.
Μια μέρα ξανάρθε. Την είδα να ανεβαίνει τη σκάλα, με αργά και σίγουρα βήματα γυναίκας, που ξέρει να κάνει γνωστή την παρουσία της, χωρίς βιαστικές κινήσεις και να κάθεται πάλι απέναντί μου, σ’ ένα τραπεζάκι, που κι αυτό την περίμενε. Καθόταν λοξά, με τα μάτια γυρισμένα στον δρόμο που περνούσε μπροστά από το βιβλιοπωλείο.
Πάλι οι ματιές μας, πιο έντονες τούτη τη φορά, συναντήθηκαν κι άρχισε, ένα μυστικό ερωτικό παιχνίδι, που είναι η πεμπτουσία του έρωτα….
Στην ηλικία μου, τέτοιες στιγμές σπανίζουν γι’ αυτό θέλεις να τις αρπάξεις και τούτο γιατί μέσα σου ενυπάρχει ένας βουβός αποχαιρετισμός από την ερωτική σου ζωή κι ας μην το παραδέχεσαι!
Ωστόσο, είναι η αυτοσυγκράτηση του νοήμονος ανθρώπου που υποτάσσεται στη λογική των πραγμάτων και που δεν θα ήθελε, ποτέ του, να γελοιοποιηθεί που τον εμποδίζει να προχωρήσει. Όμως, όταν κάποτε φτάσει η εξαιρετική στιγμή, τότε θέλει να αφεθεί και να ενδώσει στο ερωτικό του ένστικτο και στον βίαιο πόθο του.
Και τότε, σαν για πρώτη φορά, ένιωσα την αμηχανία του εφήβου που η τόλμη και η αυθάδεια της ηλικίας του, δεν έχει κάνει την εμφάνιση της ακόμη. Και, σαν μαγεμένος, εξακολουθούσα να την κοιτάζω. Κοίταζα τα μάτια της που μου θύμιζαν γαλάζια κύματα και ένιωσα να ζηλεύω τον τυχερό, που βυθιζόταν μέσα στην τρικυμισμένη της θάλασσα! Που τα χέρια του μπλέκονταν με τα δικά της και με τα χρυσαφένια της μαλλιά!
Δεν ξέρω αν περίμενε κάποιον. Εγώ είχα μείνει με την εντύπωση της πρώτης συνάντησης και έτσι την ήθελα να είναι. Μόνη! Σαν να περίμενε εμένα! Μόνο εμένα. Και έφτασε μια στιγμή και εμφανίστηκε ένας φίλος μου που, μαζί μ’ αυτόν και κάποιους άλλους, βρισκόμασταν σχεδόν καθημερινά, τις μεσημεριανές πάντα ώρες, στο πατάρι του βιβλιοπωλείου.
Και κάθησε στο τραπέζι της. Κι αμέσως γύρισε και με φώναξε να καθήσω κι εγώ μαζί τους και μου την σύστησε. Και το τότε ο κόσμος μου χάθηκε. Απογοήτευση!
Τα χρόνια πέρασαν ….
Και να που ξαναβρεθήκαμε, μέσα απ’ αυτό το πολύτιμο διαδίκτυο, που όσο κι αν θες να το παραμερίσεις, σε φέρνει σε επαφή με τους ανθρώπους που κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν και που πάλι ξαφνικά, ξανάρχονται στη ζωή σου!
Και θυμήθηκα τους στίχους του Κώστα Ουράνη, από το ποίημά του «Γυναίκες»
“Γυναίκες, που επεράσατε μιαν ώρα,
απ’ τη ζωή μου μέσα και που τώρα,
κρατάτε μου στα χέρια τη ζωή μου”!
Και κάποια στιγμή βρεθήκαμε, στην πλατεία της Μητρόπολης… Ήταν η Άρτεμις. Και τη γνώρισα, αμέσως, από τα μάτια της και το χαμόγελό της. Το αισθησιακό περπάτημά της, τα ξέπλεκα μαλλιά της, λουσμένη στο φως λες και μια ηλιοκαταιγίδα την έφερνε ξανά κοντά μου…
Και αγκαλιαστήκαμε… Ήταν η πρώτη φορά, που αγκάλιαζα το θείο κορμί της και μια περίεργη ανατριχίλα με συνεπήρε… Τι περίεργη που είναι στ’ αλήθεια η ζωή!
“Χαρά μου οι ώρες, που τύλιξαν γυμνά τα κορμιά μας”… θα πει ο ποιητής. Και ήταν σαν όνειρο· ήταν όνειρο… όταν οι δυο μας σε ένα κοντινό ξενοδοχείο, χαθήκαμε μες στα σεντόνια της ηδονής… μέχρι να ακουστεί ο παιάνας
Ωσανά, Δόξα εν Υψίστοις, Gloria in exelsis,
Ήταν η ώρα δώδεκα νταν, που ο έρωτας κατεβαίνει σαν αρχάγγελος να κόψει τον καιρό στα δυο και να σημάνουν οι καμπάνες των Χριστουγέννων τη γέννηση του θείου βρέφους, επισφραγίζοντας χωρίς να ξέρει την ερωτική κραυγή του νεογέννητου ερωτά μας.
Πλάι μου όταν ξύπνησα βρήκα πεσμένα Τα Άνθη του Κακού και ανέπεμψα ευχή στον Μπωντλαίρ που μου χάρισε μια τέτοια στιγμή ευτυχίας.
Χαίρε, γλυκιά μου, Άρτεμις, όνειρο των ονείρων, καμιά πραγματικότητα δεν συγκρίνεται μαζί σου ! Την πιο μεγάλη έκσταση την είδα στ’ όνειρό μου, απόψε.
Χαίρε, γλυκιά μου, Άρτεμις!
Β. Β.