Κόρες χωρίς πατέρα
Γνωρίσαμε τη Lucy Fricke αυτό τον Απρίλη στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Γεννημένη στο Αμβούργο το 1974, ευθυτενής, όμορφη Γερμανίδα λίγο πριν τα πενήντα, ζεστή, παρατηρητική, με μόνιμο μειδίαμα και βλέμμα περισκόπιο, ήρθε να μιλήσει για το βιβλίο της “Κόρες” που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ο τίτλος συζητήθηκε αρκετά στη συνέχεια. Κόρες ή θυγατέρες; Μιας και ο τίτλος μέσω απουσίας-παρουσίας παραπέμπει στον πατέρα. Κόρες, όμορφες ψηλές, κορασίδες, φίλες όπως είπε η συγγραφέας που συζητούν και αντιμετωπίζουν τη ζωή και την καθημερινότητα, μοιράζονται προβλήματα και χαρές αλλά και την αγωνία του μέλλοντος στην σύγχρονη Γερμανία. Ο τίτλος – με την μεταφραστική επιλογή στα ελληνικά-αναδεικνύει το διττό στοιχείο. Γυναίκες φίλες, με την φιλία κεντρικό νήμα και ιστό που συνδέει και στηρίζει και κόρες πατεράδων που απουσιάζουν. Για πρώτη φορά ίσως έχουμε ένα βιβλίο που αναφέρεται στις γυναίκες διυποκειμενικά και όχι στη γυναίκα ως μητέρα, θηλυκό, κόρη μητέρας κλπ. Ο τίτλος δημιουργεί δίκτυο και αναφορά στον πατέρα. Αναπόφευκτα μας παραπέμπει στο δοκίμιο του Ιταλού ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου,Γονείς και παιδιά μετά την δύση του πατέρα». Δεν ζούμε πλέον την εποχή της σύγκρουσης με τον πατέρα, όπου το οιδιπόδειο σύμπλεγμα λύνεται με την αποταύτιση γιου- πατέρα.Ζούμε την εποχή της “έκλειψης” του πατέρα και της πατρικής λειτουργίας. Κατά τον Ρεκαλκάτι είναι ο Τηλέμαχος πλέον ως γιος που αναμένει έναν πατέρα μακρινό.
Αυτό είναι και το κεντρικό νήμα της αφήγησης της Lucy. Κόρες χωρίς πατέρα. Οι οποίες ταλαντεύονται μέσα σε μια μεταμοντέρνα εποχή όπου όλα δείχνουν να έχουν χάσει το νόημά τους. Κόρες πατεράδων χωρισμένων, απόμακρων, αδύναμων, απόντων και ανύπαρκτων αναζητούν με αγωνία αλλά και χιούμορ έναν πατέρα σε ένα roadtrip όπου τα τοπία, τα μέρη, οι γενέτειρες και οι ετερότητες αναμιγνύονται παραπέμποντας σε ένα μίγμα τόπων ψυχικών και πραγματικών που συνιστούν τον εαυτό με την πολυπλοκότητά του,την εκκεντρότητά του. Εκκεντρότητα είναι το ταξίδι τόσο στην Ρώμη όσο και στην Αμοργό, όπου η Μπέτυ αναζητά ως πατέρα έναν σύντροφο της μητέρας της ο οποίος έχει προ πολλού φύγει από τη ζωή τους. Εκκεντρότητα όμως και το γεγονός, πολύ συχνό πλέον, ένα παιδί να θεωρεί πατέρα τον πατριό ή τον σύντροφο της μητέρας. Η Μπέτυ μεγάλωσε με πρότυπο τον μουσικό που την πήγαινε στο σχολείο, σ’εκείνον είδε τον πρώτο άνδρα, μετάθεση του οιδιπόδειου, απαραίτητη κατά την γαλλίδα ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό και περιδιαβαίνει τον κόσμο για να επιλύσει το οιδιπόδειο..Η Μάρτα από την άλλη πλευρά, η οποία προσπαθεί αγωνιωδώς να γίνει μητέρα με εξωσωματικές, αναζητά την πατρική στήριξη που όμως αντιστρέφεται. Είναι εκείνη που συνοδεύει τον σχεδόν ετοιμοθάνατο πατέρα της σε μια κλινική όπου επιθυμεί να πεθάνει με ευθανασία, μακριά κι αυτός από την χώρα του, στην Ελβετία.’Οσον αφορά τον υποτιθέμενο «πατριό» της Μπέτυ, είναι θαμμένος κάπου στην Ιταλία σε ένα σημείο που βρίσκει τελικά. Το βιβλίο έχει τις ανατροπές του, ενδιαφέρουσες συγγραφικά αλλά και ψυχικά. Ενώ η ενόρμηση θανάτου κυριαρχεί σε ένα τοπίο με πεθαμένους ή ετοιμοθάνατους πατεράδες, η ενόρμηση ζωής παίρνει το πάνω χέρι. Όλοι ζούνε, επιμένουν, αναζητούν τον έρωτα μέχρι τέλους. Ο πατέρας λοιπόν δεν έχει πεθάνει. Είναι ζωντανός αλλά αδύναμος. Απομυθοποίηση της εξιδανίκευσης η οποία ίσως εμποδίζει τουλάχιστον τη Μπέτυ, να στεριώσει, να ρίξει την άγκυρα σε έναν άντρα, σε μία σχέση. Ίσως αυτό επέλθει μετά την πτώση της φαντασίωσης. Στα σαγηνευτικά άγρια τοπία της Αμοργού. Η Αμοργός αν και περιγράφεται ορισμένες στιγμές λίγο φολκορικά, παίζει ένα ρόλο άγνωστου, έτερου, άγονου και όμορφου σαν εκείνο το κομμάτι του εαυτού, το ασυνείδητο που κουβαλά επιθυμίες αλλά και μοναχικότητα. Το roadtrip στην καρδιά της Ευρώπης, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία αντιστοιχεί σε έναν εαυτό συνειδητοποιημένο αλλά και αλλοτριωμένο σε έναν δυτικό ανούσιο τρόπο ζωής. Μπαρ και ξενύχτια, σχέσεις περαστικές, εκδηλώσεις χωρίς λόγο ύπαρξης, όλα τα σχολιάζει διεισδυτικά, κοφτερά αλλά και χαριτωμένα η συγγραφέας. Το μεγάλου ατού του βιβλίου είναι η κοφτή, ελλειπτική γραφή που ρέει δίχως να κουράζει. Απλές αλλά όχι μακροσκελείς περιγραφές τόπων και τοπίων εσωτερικών και εξωτερικών, ανάλαφρα, αλλά έρχεται μια φράση που κάνει τομή και κριτική,πολύ μεστή. Όπως η αλήθεια: «Σε σχέση με τις μητέρες μας μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε αλλά γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θέλουμε;». Η ελευθεριότητα της εποχής δεν οδηγεί κατ’ανάγκην σε ευχαρίστηση. Αλλά στο κενό. Καθώς είναι τα όρια που δημιουργούν τον ζωτικό χώρο της ελευθερίας. Κάτι δεν έχω και κάτι αποκτώ. Διαφορετικά το υποκείμενο κυμαίνεται σε έναν χώρο όπου όλα είναι πιθανά και τίποτε δυνατό…Εκεί είναι και η λειτουργία του πατέρα. Δίνει πνοή, νόημα, κάνει δυνατό αυτό που δεν έχει ακόμη φανεί, κατά τον Ρεκαλκάτι.
Εν τέλει το γλυκόπικρο αφήγημα φέρει μια απάντηση. Αν κατά τον φιλόσοφο Αλαίν Μπαντιού, έχουμε σήμερα «γιους χωρίς πατέρα» που αδυνατούν να ταυτιστούν και να αποταυτιστούν, κατά την Lucy Fricke έχουμε «κόρες χωρίς πατέρα» που αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν αλλά δημιουργούν δίκτυα στήριξης και αλληλεγγύης. Κόρες που δεν αναφαίνονται παντοδύναμες όπως συνηθίζεται να παρουσιάζονται οι γυναίκες μέσα στη φεμινιστική υπερβολή. Κόρες επίσης που αναζητούν τον άνδρα μέσα από τον πατέρα και όχι την γυναίκα μέσα από την μητέρα. Αφήγηση που δεν βρίθει ομόφυλων σχέσεων, κάτι που έχει καταλήξει να γίνει στυλ και μόδα. Εν κατακλείδι η λειτουργία του πατέρα αναδεικνύεται ως κεντρική έστω και συμβολικά, μέσα από το λόγο που φέρουν τα παιδιά, οι μητέρες, οι γυναίκες, οι κόρες, για να ανατείλει ξανά το νόημα στις απόκρημνες νησιωτικές ακτές.
Βέρα Παύλου