Σ’ ένα ορεινό χωριό, κατακαλόκαιρο, άκουσα μια συνέντευξη του Τιμοφέι Κουλιάμπιν. Σεπτεμβριάτικη Τρίτη και η παράσταση παίζεται στο Ηρώδειο. Περίμενα να περάσει η καταιγίδα. Δεν έβγαλα εισιτήριο. Έφτασα 9.Στο βάθος ασταπόβροντα…Έτρεξα, ανέβαιναν οι τελευταίοι, στο ταμείο ουρά, ακούω μια φωνή πίσω μου, κάποιος έδινε εισιτήριο και νάμαι. Άνω διάζωμα, στη μέση. Τα σκηνικά, πρωτότυπα, τα πηγαινόφερναν, ανάλογα με τη σκηνή, μια ομάδα παιδιών μαζί με τους άντρες του χορού. Χορικό το όλον. Οι ηθοποιοί ήταν όλοι καλοί. Οι φωτισμοί, υπό γωνία με ένταση, καθώς και η μουσική, έδιναν από την αρχή το πνεύμα. Πολεμικό κλίμα με τον Μενέλαο στρατοκράτη και τον Αγαμέμνονα να αγωνιά για την απόφασή του να θυσιάσει την κόρη του. Η Κλυταιμνήστρα ντυμένη με λευκό κοστούμι και τακούνι, σύγχρονη αρχοντική κυρία. Η Ιφιγένεια, αθώο κοριτσάκι. Οι σωματικές κινήσεις των ηθοποιών, ανά στιγμές παρέπεμπαν σε σπασμένες κούκλες. Τα ασπρόμαυρα, λιτά, κομματιασμένα σκηνικά, της άφιξης των ανυποψίαστων για το τραγικό τους πεπρωμένο πολιτών, παίρνουν σταδιακά άλλη μορφή με την αποκάλυψη της αλήθειας. Παρέμβαση του σκηνοθέτη στο αρχικό κείμενο. Μια πλούσια δεξίωση γάμου, αναδύεται στη σκηνή, παραπέμποντας σε μια σύγχρονη χαρωπή καταναλωτική συνθήκη. Τα γέλια όμως και οι χαρές, διακοπτόταν, σκηνοθετικά, από την αγωνία της προετοιμασίας του θανάτου.. Η Κλυταιμνήστρα, με τη μέθη και το ξερατό, με την σταδιακή κατάρρευση, αποδίδει την κατάσταση μιας κοινότητας που «δεν θέλει να ξέρει», συνεχίζει να διασκεδάζει, απολαμβάνει, ενώ καραδοκούν πόλεμος και θάνατος. Ο θάνατος στην εκδοχή του Κουλιάμπιν έρχεται από δύο κομάντος μασκοφόρους που γαζώνουν τη σκηνή, σχόλιο για τον πόλεμο αλλά και για τρομοκρατικές επιθέσεις.
Αναζήτησα την ανάγνωση της Ιφιγένειας από την Claude Casanova στο: “Η είσοδος στην ανάλυση και το πέρασμα” από τον Freud στον Lacan, Εκδόσεις Ίων -2012 επιμέλεια Β. Κανελλοπούλου. Με βάση τη φράση της Ιφιγένειας “Άκου μάνα μου, ποια ιδέα μου ήρθε ως το σκεφτόμουνα. Να πεθάνω απόφαση είναι. Θέλω, κάθε ταπεινή σκέψη αφήνοντας, με δόξα να το κάμω η ίδια αυτό”, που αποτελεί τομή στην έκβαση, δίνει τη δική της εκδοχή του δράματος που δεν έχει αναπόδραστο τέλος. Αντλεί από την ψυχαναλυτική της σκευή.
Οι τρεις χρόνοι: Η στιγμή του βλέμματος (θα τη σκοτώσουν), ο χρόνος της κατανόησης και ο χρόνος του συμπεράσματος (πράξη).Η αναλύτρια παρομοιάζει το πέρασμα της Ιφιγένειας από την Αυλίδα στην Ταυρίδα και την επιστροφή τελικά στις Μυκήνες, ως το “πέρασμα” στην ψυχανάλυση- με την συγκατάθεση πλέον του υποκειμένου, να υποταχθεί στο φόβο και στην αδυναμία του, να αφεθεί αλλά και να πάρει την δική του απόφαση, να πάψει να είναι αντικείμενο απόλαυσης του Άλλου. Η Ιφιγένεια μετατρέπει τη σκοτεινή θέληση του πατέρα σε δική της απόφαση και έτσι γράφει τη δική της προσωπική ιστορία. Δεν είναι οι άλλοι που πάντα απολαμβάνουν την καταστροφή μας. Είμαστε κι εμείς εδώ ως υποκείμενα που αποφασίζουμε και χαράσσουμε την πορεία, τη δική μας και της ανθρωπότητας. Κάπως έτσι στο τέλος επιστρέφει η Ιφιγένεια, αλλαγμένη πια, έχοντας αρνηθεί να θυσιάσει κι εκείνη τους άντρες, στο βωμό της Αρτέμιδος στην Ταυρίδα.”Εσύ που από το θάνατο με έσωσες, σώσε με από τη ζωή που ζω εδώ και θάνατος μου μοιάζει”. Είναι η έξοδος από την απόλαυση της επανάληψης. Από τη ζωή που διαπερνάται διαρκώς από την ενόρμηση θανάτου. Η απόφαση της Ιφιγένειας αποτελεί ανατρεπτική θέση…Είναι η τοποθέτηση του υποκειμένου που αναλαμβάνει την ιστορία του και έτσι η έκβαση είναι ανοιχτή. Έξοδος από την οικογενειακή και κοινωνική κατάρα.
Το μυθικό αυτό στοιχείο που μας συνέχει και δίνει στη ζωή τη μαγεία και την επιθυμία, απουσίαζε. Το τέλος πολεμικό, με φόντο την τηλεοπτική οθόνη και την εξάρτηση από αυτή, διαδέχεται μια απλή φράση με αναφορά στο ελάφι που εμφανίστηκε στη θέση της Ιφιγένειας. Η ίδια, στο μύθο, ζητά από τη μητέρα να μην την κλάψει. Ο θάνατος είναι συμβολικός. Γίνεται άλλος άνθρωπος. Αυτή την έκβαση των πραγμάτων, με την ανάληψη της δικής μας ευθύνης, με τη επεξεργασία και την αποτίναξη του τραγικού πεπρωμένου έχουμε ανάγκη σήμερα. Η παράσταση με ένταση, ταρακουνά, επιδρά στο σώμα. Κάνει να αναδυθεί το άρρητο, το απίστευτο, το τραγικό .Υπάρχει στη συνέχεια όμως το επέκεινα, ο «θάνατος» αυτού που γνωρίζαμε, αλλά δεν θέλαμε να ξέρουμε, για να επέλθει το νέο.
Βέρα Παύλου