————-
Αυτό που αγαπούσε πριν απ’ όλα στο μητρικό οικοδόμημα, αυτό που ξυπνούσε την ψυχή του και την έκανε ν’ ανοίγει τις φτωχές φτερούγες της που τις κρατούσε τόσο αξιοθρήνητα διπλωμένες μέσα στο κρησφύγετό της, αυτό που τον έκανε ευτυχισμένο, ήτανε οι καμπάνες. Τις αγαπούσε, τις χάιδευε, τους μιλούσε, τις καταλάβαινε. Από το πιο μικρό καμπανάκι της αψίδας του παραθύρου, μέχρι την μεγάλη καμπάνα του προπυλαίου, ένιωθε για όλες τους τρυφερότητα. Το καμπαναριό της αψίδας και οι δύο πύργοι του ήταν γι’ αυτόν σαν τρία μεγάλα κλουβιά με πουλιά, που μεγαλωμένα από τον ίδιον, τραγουδούσαν μόνον γι’ αυτόν. Κι όμως αυτές οι καμπάνες ήταν εκείνες που τον είχαν κάνει κουφό, αλλά οι μητέρες αγαπούν συχνά πιο πολύ το παιδί που τις έχει κάνει να υποφέρουν περισσότερο.
Είναι αλήθεια πως η φωνή τους ήταν η μόνη που μπορούσε ν’ ακούει ακόμη. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η πολύ μεγάλη καμπάνα ήταν η αγαπημένη του. Αυτήν προτιμούσε μεσ’ απ’ όλη αυτήν την οικογένεια από θορυβώδικα κορίτσια που χορεύανε γύρω του τρελά τις μέρες γιορτής. Αυτή η μεγάλη καμπάνα λεγόταν Μαρί. Ήτανε μόνη της στον μεσημβρινό πύργο, με την αδελφή της την Ζακλίν, καμπάνα μικρότερων διαστάσεων η οποία ήτανε κλεισμένη σ’ ένα κλουβί μικρότερο, δίπλα στο δικό της. Αυτή η Ζακλίν είχε πάρει το όνομά της από το όνομα της γυναίκας του Ζαν ντε Μονταγκύ1 ο οποίος την είχε δωρίσει στην εκκλησία πράγμα που δεν τον εμπόδισε να καταλήξει δίχως κεφάλι στο Μονφωκόν2. Στον δεύτερο πύργο υπήρχαν άλλες έξι καμπάνες και τέλος οι έξη πιο μικρές που κατοικούσανε στο καμπαναριό που ήταν πάνω από το αψιδωτό παράθυρο, μαζί με την ξύλινη καμπάνα που δεν την χτυπούσαν παρά μόνον από το απόδειπνο της μεγάλης3 πέμπτης μέχρι το πρωί της αγρύπνιας του Πάσχα. Ο Κουασιμόδος4 είχε λοιπόν δεκαπέντε καμπάνες στο σεράι του αλλά η χοντρή Μαρί ήταν αυτή που προτιμούσε.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τη χαρά του τις μέρες της μεγάλης κωδωνοκρουσίας. Την στιγμή που ο αρχιδιάκονος τον άφηνε λυτό και του έλεγε: Αρχίστε! ανέβαινε την ελικοειδή σκάλα του καμπαναριού πιο γρήγορα από ότι ένας άλλος θα την κατέβαινε. Έμπαινε λαχανιασμένος στο αερικό δωμάτιο5 της μεγάλης καμπάνας, την κοίταζε για μια στιγμή με ιερή προσήλωση και έρωτα. μετά άρχιζε να της μιλάει σιγαλά, την χάιδευε με την παλάμη του όπως χαϊδεύει κανείς ένα καλό άλογο που έχει να τρέξει πολύ δρόμο. Της έλεγε πόσο την λυπάται για τον κόπο που θα χρειαστεί να κάνει. Μετά από τα πρώτα αυτά χάδια, φώναζε στους βοηθούς του που βρισκόντουσαν στο χαμηλότερο πάτωμα του πύργου ν’ αρχίσουν. Εκείνοι κρεμόντουσαν στα σκοινιά, το βαρούλκο άρχιζε να φωνάζει και η τεράστια μεταλλική κάψουλα άρχιζε να τραντάζεται. Ο Κουασιμόδος, παλλόμενος ο ίδιος, την ακολουθούσε με το βλέμμα. Ο πρώτος χτύπος που έκανε το γλωσσίδι πάνω στο πλευρό από χαλκό της καμπάνας έκανε την σανίδα πάνω στην οποία ήτανε ανεβασμένος να φρικιά. Άει! φώναζε μ’ ένα τρελό ξέσπασμα γέλιου. Στο μεταξύ η κίνηση της τεράστιας καμπάνας επιταχυνόταν και στον βαθμό που διέτρεχε μια γωνία πιο ανοιχτή, το μάτι του Κουασιμόδου, άνοιγε κι εκείνο όλο και πιο πολύ, με μια φωσφορική λάμψη. Τέλος άρχιζε η μεγάλη καμπανοκρουσία, ο πύργος ολόκληρος έτρεμε σύγκορμος, δοκάρια, μολύβδινα βαρίδια, λαξευτές πέτρες, όλα μουγκρίζανε ταυτόχρονα, από τους πασσάλους των θεμελίων μέχρι τα τριφύλλια6 στα αετώματα. Ο Κουασιμόδος τότε έβραζε κι έβγαζε κύματα ατμού. πήγαινε, ερχότανε. έτρεμε κι εκείνος μαζί με τον πύργο απ’ το κεφάλι ως τα πόδια. Η καμπάνα, ξέφρενη και οργισμένη έδειχνε στους δύο τοίχους του πύργου, πρώτα στον έναν και μετά στον άλλον, το τεράστιο χάλκινο στόμα της απ’ όπου ξέφευγε εκείνη η πνοή της θύελλας που ακούγεται τέσσερις λεύγες μακριά. Ο Κουασιμόδος πήγαινε και στεκότανε μπροστά σ’ αυτό το τεράστιο ανοιχτό στόμα. καθότανε στα πίσω του πόδια και μετά ανασηκωνότανε καθώς πήγαινε κι ερχότανε η καμπάνα, εισέπνεε αυτήν την μεθυστική πνοή που τον αναποδογύριζε και κοίταγε ένα γύρο την αβυθομέτρητη πλατεία που μυρμήγκιαζε, διακόσια πόδια κάτω από κείνον και την τεράστια γλώσσα από χαλκό που το ένα λεπτό μετά το άλλο ερχότανε να ουρλιάξει στο αυτί του. Αυτή ήτανε η μόνη ομιλία που άκουγε, ο μόνος ήχος που γι’ αυτόν τάρασσε την αιώνια σιγή. Ευφραινόταν σαν ένα πουλί στον ήλιο. Ξάφνου η φρενίτιδα της καμπάνας τον κέρδιζε. το βλέμμα του γινότανε αφύσικο. περίμενε να’ρθει προς το μέρος του η μεγάλη καμπάνα, όπως περιμένει η αράχνη την μύγα και ριχνότανε επάνω της απότομα χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο. Τότε, κρεμασμένος στο κενό, παραδομένος στον τρομακτικό μετεωρισμό της καμπάνας, άρπαζε το χάλκινο τέρας από τις δύο πλαγινές λαβές του, το αγκάλιαζε με τα δυο του γόνατα, το σπιρούνιαζε με τις φτέρνες του και αύξαινε στο πολλαπλάσιο με όλο το τράνταγμα και το βάρος του κορμιού του το μένος της καμπανοκρουσίας. Στο μεταξύ ο πύργος ταλαντευόταν. εκείνος έβγαζε φωνές κι έτριζε τα δόντια του, τα κόκκινα μαλλιά του σηκωνόντουσαν όρθια, το στήθος του αγκομαχούσε σαν αμόνι που βαριανασαίνει, τα μάτια του βγάζανε φλόγες, η τερατώδης καμπάνα χλιμίντριζε λαχανιασμένη από κάτω του, και τότε δεν υπήρχε πια ούτε η μεγάλη καμπάνα της Νοτρ-Νταμ, ούτε ο Κουασιμόδος, ήταν ένα όνειρο, ένας ανεμοστρόβιλος, μια θύελλα. ο ίδιος ο ίλιγγος καθώς καλπάζει πάνω στον άνεμο με το άλογό του. ένα πνεύμα αγκιστρωμένο σε καπούλια που πετάνε. ένας κένταυρος παράξενος, μισός άνθρωπος, μισός καμπάνα. ένα είδος φριχτού Αστόλφου7 καβάλα σ’ έναν υπερφυσικό ζωντανό, χάλκινο ιππόγριφο8.
Η παρουσία αυτού του υπερφυσικού και εξωφρενικού όντος, έκανε να κυκλοφορεί σε όλον τον καθεδρικό ναό κι εγώ δεν ξέρω ποιά πνοή ζωής. Έμοιαζε να ξεφεύγει από πάνω του, τουλάχιστον όπως έλεγαν οι συνεχώς ογκούμενες ιδεοληψίες του πλήθους, μία μυστηριακή απόπνοια που έδινε ζωή σε όλες τις πέτρες της Νοτρ-Νταμ και έκανε να πάλλονται τα βαθειά σπλάχνα της παλιάς εκκλησίας. Ήταν αρκετό να ξέρει το πλήθος ότι ο Κουασιμόδος είναι εκεί για να νομίζει ότι ζουν κι αποκτούν κίνηση τα χιλιάδες αγάλματα των στοών και των πυλώνων. Και δεν είναι ψέμα, ο καθεδρικός ναός γινότανε σαν μια γυναίκα ήμερη και υπάκουη κάτω από τα χέρια του. περίμενε την θέλησή του για να υψώσει τη χοντρή φωνή της. την είχε κατακτήσει μέχρι τρέλας, κι αυτή ήτανε γεμάτη από τον Κουασιμόδο σαν αυτός να ήταν ένα πνεύμα που γνώριζε καλά. Θα ‘λεγε κανείς ότι έκανε το απέραντο οικοδόμημα ν’ αναπνέει. Και είναι αλήθεια πως ήτανε παντού, πολλαπλασιαζόταν σε όλα τα σημεία του κτιρίου. Μερικές φορές βλέπανε, με τρόμο που άγγιζε τη φρίκη στην πιο υψηλή κορυφή ενός πύργου έναν παράξενο νάνο, που σκαρφάλωνε, σερνόταν, μπουσουλούσε στα τέσσερα, κατέβαινε στα εξωτερικά τοιχώματα πρόσωπο με πρόσωπο με την άβυσσο, πηδολογούσε από προεξοχή σε προεξοχή, μετά πήγαινε να ψαχουλέψει μέσα στην κοιλιά μιας γλυπτής γοργόνας. ήτανε ο Κουασιμόδος που προσπαθούσε να ξετρυπώσει κοράκια. Μερικές φορές σκόνταφτε κανείς σε μια σκοτεινή γωνιά της εκκλησίας σε κάτι που έμοιαζε με ζωντανή χίμαιρα, καθισμένο στις φτέρνες του, συνοφρυωμένο. ήτανε ο Κουασιμόδος που σκεφτόταν. Μερικές φορές ερχότανε κανείς αντιμέτωπος κάτω από ένα καμπαναριό, μ’ ένα κεφάλι τεράστιο κι ένα δεμάτι ξεχαρβαλωμένα κόκκαλα που τραμπαλιζόντουσαν με λυσσασμένη φόρα στην άκρη ενός σκοινιού. ήτανε ο Κουασιμόδος που χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό και τον Ανζελύς9. Συχνά την νύχτα βλέπανε να περιπλανιέται ένα ον με ειδεχθές σχήμα πάνω στο λεπτοδουλεμένο δαντελωτό κιγκλίδωμα που στεφανώνει τους πύργους και το περίγραμμα των αψίδων. ήτανε πάλι ο καμπούρης της Νοτρ-Νταμ. Και τότε, λέγανε οι γειτόνισσες όλη η εκκλησία έπαιρνε μια φυσιογνωμία φανταστική, υπερφυσική, αποτρόπαια. μάτια και στόματα ανοίγανε μέσα της εδώ κι εκεί. ακουγόντουσαν τα σκυλιά να γαυγίζουν, φίδια-δράκοντες10, πέτρινοι ταράσκοι11 που μένουν άγρυπνοι μέρα και νύχτα, με τεντωμένο τον λαιμό κι ανοιχτό το στόμα τους γύρω από τον γεμάτο τέρατα καθεδρικό ναό. κι αν ήταν βράδυ Χριστουγέννων κι ενώ η χοντρή καμπάνα με μια φωνή σαν ρόγχο απ’ τα κατάβαθά της, καλούσε τους πιστούς στη φλογερή λειτουργία του μεσονυκτίου, ήτανε τέτοιο το ύφος, ο αέρας που απλωνόταν πάνω στην σκοτεινή πρόσοψη, που θα ‘λεγε κανείς ότι ο μεγάλος πυλώνας καταβρόχθιζε το πλήθος, μπροστά στα μάτια των απαθών ροδάκων12. Και όλα αυτά ήτανε από τον Κουασιμόδο. Στην Αίγυπτο θα τον θεωρούσαν θεό του ναού. ο μεσαίωνας τον θεωρούσε δαίμονά του. τελικά, ήτανε η ψυχή του.
Σε τέτοιο σημείο που, γι’ αυτούς που ξέρουν ότι ο Κουασιμόδος υπήρξε κάποτε, η Νοτρ-Νταμ είναι σήμερα έρημη, άψυχη, νεκρή. Αισθάνεται κανείς ότι κάτι έχει χαθεί. Αυτό το απέραντο σώμα είναι άδειο. ένας σκελετός. το πνεύμα του χάθηκε, βλέπει κανείς τη θέση όπου ήτανε αυτό το πνεύμα και αυτό είναι όλο. είναι σαν ένα κρανίο όπου υπάρχουν ακόμη τρύπες για τα μάτια, αλλά όχι πια βλέμμα.
Ιούλιος 2022
Βιογραφικό σημείωμα
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1802 γεννιέται στην Μπεζανσόν, ο Βίκτωρ-Μαρί Ουγκώ, ο γίγαντας της πένας, που σφράγισε με την δημιουργία του τον 19ο αιώνα στην Γαλλία και στην Ευρώπη, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας όλων των αιώνων και υπ’ αυτήν την έννοιαν πάντα κλασικός. Πεθαίνει στις 22 Μαΐου 1865 στο Παρίσι, η κηδεία του γίνεται δημοσία δαπάνη και το φέρετρο εκτίθεται στην Αψίδα του Θριάμβου. Έζησε 83 χρόνια. Μέσα στον ίλιγγο των πολιτικών αναμοχλεύσεων της Γαλλίας του 19ου αιώνα, που έδωσε στην ανθρωπότητα μορφές σαν τον Μπαλζάκ, τον Σατωβριάνδο, τον Μεριμέ, τον Φλωμπέρ, τον Λαμαρτίνο, τον Αλφρέντ νε Βινύ, τον Ζολά και αμέτρητους άλλους. Ανάμεσα στον κλασικισμό και τον ρομαντισμό και ρίζες στον λαμπρό 18ο αιώνα, προεικάζει τον 20ο. Το έργο του, όπως το θέλησε, ανήκει σε όλους, από τον πλέον λόγιο έως τον πιο ανίδεο. Απορροφά και απευθύνεται σε όλες τις χώρες, τις ηπείρους, τις εποχές.
Στην πρώτη του μικρή εισαγωγή στην «Παναγία των Παρισίων», το αριστούργημά του, μιλάει για την λέξη ΑΝΑΓΚΗ που την βρήκε σκαλισμένη στον μυχό ενός πύργου της Νοτρ-Νταμ. Αργότερα η λέξη εξαφανίστηκε. Λέει, «Επάνω σ’ αυτή τη λέξη έγινε το βιβλίο», αποκαλύπτοντας έτσι τον βαθύτατα φιλοσοφικό, σε τελική ανάλυση, χαρακτήρα, όχι μόνον της «Παναγίας των Παρισίων», αλλά και ολόκληρου του έργου του, που μπορεί να θεωρηθεί ένας κατ’ εξοχήν στοχασμός επάνω στην Ιστορία του Ανθρώπου και του Κόσμου, την Ζωή και τον θάνατο.
Η Νοτρ-Νταμ γράφεται το 1831. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο τέλος του 15ου αιώνα, στην Μεσαιωνική Γαλλία, στην Μεσαιωνική Ευρώπη. Και η πραγματική, πίσω από όλα τα πρόσωπα του έργου, κωμικά και τραγικά, σπουδαία και μη, αιώνια ηρωίδα, είναι η Νοτρ-Νταμ, η Notre-Dame de Paris.
Μαρία Τσάτσου
Σημειώσεις
-
Jean de Montagy: 1363-1409, εξέχων ευγενής, γραμματέας του Καρόλου Ε’ της Γαλλίας και σύμβουλος του Καρόλου ΣΤ’. Αποκεφαλίστηκε από τον Jean sans Peur κατόπιν συνωμοσίας, δήθεν για εσχάτη προδοσία.
-
Montfaucon (gibets de): τόπος εκτελέσεως δι’ απαγχονισμού κυρίως, έξω από το Παρίσι.
-
Jeudi Absolu: το αντίστοιχο της Μεγάλης Πέμπτης.
-
Astolphe: μυθική μορφή στον επικό-ρομαντικό κύκλο της Καρολινγιανής παράδοσης. Το άλογό του είναι από στρόβιλο και φωτιά.
-
hippogriffe: μυθικό ζώο, μισό αετός, μισό άλογο.
-
angelus: προσευχή των Καθολικών, τρεις φορές την ημέρα.
-
tarasque: θηλυκό τέρας το οποίο σκότωσε η Αγία Μάρθα. Ανήκει στο φολκλόρ της Προβηγκίας, ειδικώς στην περιοχή της Ταρασκόνης.