Το πάθος της γραφής
Μια ποιητική συλλογή που δεν παραδίδεται αμαχητί στις ευκολίες του νοητικού μας, όπως η ποιητική συλλογή της Χρύσας Βλάχου Της Σκουριάς και της Ανέμης, μας δίνει την ευκαιρία να αφυπνίσουμε τη φαντασία μας, να τη βγάλουμε από την αδράνεια, να ενεργοποιήσουμε τη σκέψη και να διευρύνουμε τη συνειδητότητά μας. Η ποίηση, όπως και κάθε τέχνη δεν ορίζεται, δεν περιχαρακώνεται, γι’ αυτό και δεν πεθαίνει. Την ανταμώνουμε μέσα από διαδρομές και περιπέτειες απροσδόκητες κι όσο περισσότερο πλησιάζουμε, τόσο το πεδίο ανοίγει.
Η Χρύσα Βλάχου, γνωστή πλέον συγγραφέας, έχει διαμορφώσει το δικό της ύφος και η συγγραφική της δράση αποδεικνύει ότι διανύει μία δημιουργικά παραγωγική φάση ζωής, δοκιμάζεται σε διάφορα είδη λόγου με αφοσίωση και αστείρευτο πάθος. Ποιήματα, δοκίμια, θεατρικοί μονόλογοι, η γραφή γίνεται κίνητρο και κινητήριος υπαρξιακή δύναμη. Οι λέξεις γεννούν άλλες λέξεις, το ένα κείμενο φέρνει το άλλο, χωρίς αναβολή, μια συνεχής ροή λόγου που δεν γίνεται να σταματήσει, μπορεί μόνο να αλλάξει ταχύτητα και μορφή εκδήλωσης. Η φιλολογική παιδεία, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και η εμφανής σχέση με τις εικαστικές τέχνες είναι στοιχεία θεμελιώδη της ποιητικής της. Μια ζωγράφος που ζωγραφίζει με λέξεις ή κατασκευάζει ως γλύπτρια τον μικρόκοσμο του ποιήματος. Ο ποιητικός λόγος της αξιοποιεί τον πλούτο της δημοτικής παράδοσης, λεκτικά, συμβολικά και μετρικά, μπολιάζεται με την υπερρεαλιστική τεχνική, με την εικαστική ονειρική αναδημιουργία της εξωτερικής και εσωτερικής πραγματικότητας, καθώς ρευστοποιούνται τα αυστηρά περιγράμματα και όλα κυλούν και μετασχηματίζονται στον παρόντα της γραφής χρόνο. Οι Έλληνες Υπερρεαλιστές που συνέδεσαν την παράδοση με τη νεωτερικότητα μοιάζει να είναι μακρινοί πρόγονοι της γραφής της Χρύσας Βλάχου, όχι μόνο υφολογικά αλλά και ιδεολογικά. Η αποδοχή του φαινομένου της ζωής σε όλο το εύρος του, με τον έρωτα, τη σκληρότητα, τα πάθη και την οδύνη είναι ο κεντρικός άξονας στο ποιητικό σύμπαν της Βλάχου, όπως και η έννοια της μοίρας, αυτή η δύναμη του αναπότρεπτου και του άτεγκτου που ελλοχεύει και καθιστά το πάθος για τη ζωή πιο έντονο και το ένστικτο της επιβίωσης πιο διεκδικητικό. Ο έλεγχος της πορείας μας στο γήινο χρόνο είναι εγχείρημα ανέφικτο, πάντα παραμονεύουν οι εκπλήξεις και οι ανατροπές της τύχης. Το ρίσκο, η ανάγκη να ποντάρεις στην κόψη του ξυραφιού με θάρρος επανέρχονται στην ποίησή της. Πολλά ποιήματα είναι παράδοξες ιστορίες, ονειρικές εκδοχές, εσωτερικές δημιουργικές ανταποκρίσεις στους περιορισμούς και τα δεινά του παρόντος χρόνου ή συμβολικές διαδρομές, πειραματισμοί, πολλαπλές εκδοχές που επιχειρούν να φωτίσουν το μείζον αίνιγμα της ύπαρξης, ενώ η λύση του στη λήθη είναι κρυμμένη.
Της σκουριάς και της ανέμης: μια πλούσια ποιητική συλλογή, αισίως η έβδομη συλλογή της, με εξήντα στην πλειοψηφία τους πεζόμορφα ποιήματα μας χάρισε το 2023 η Χρύσα Βλάχου. Μια συλλογή γεμάτη λέξεις από όλη την ιστορία της γλώσσας μας, λέξεις που έρχονται να μας εκπλήξουν, να μας θυμίσουν ότι είναι ακόμη ζωντανές και λειτουργικές, αισθητικά και νοηματικά. Ποιήματα της σκουριάς και της ανέμης; Πώς θα χαρακτηρίζαμε αυτή τη γενική; Ποιήματα που παράγουν η σκουριά και η ανέμη, ποιήματα που αντλούν τη θεματική τους από τη σκουριά και την ανέμη. Κείμενα που εστιάζουν σ’ αυτό που αντιστέκεται στο χρόνο, που δεν αλλάζει, δεν κάμπτεται, αναπαλαιώνεται όμως και κρύβει τις ρωγμές του;
Η σκουριά, αυτή η οξείδωση πάνω στα μέταλλα από τον αέρα ή το νερό μας πηγαίνει στην έννοια της φθοράς, της δοκιμασίας και του χρόνου. Μας παραπέμπει στο παρελθόν, στην ακαμψία μεν αλλά και στην αντοχή και την επιβίωση. Κλειδιά, πόρτες που τρίζουν, σκουριασμένα έπιπλα, αλυσίδες ποδηλάτου, εργαλεία του κήπου που μιλούν μόλις τ’ αγγίξεις με ρυθμικούς ήχους, σε γυρίζουν αναπόφευκτα σε κάτι που έχει περάσει, αγγίζουν ίσως κάποια μακρινά βιώματα από προηγούμενες ηλικιακές φάσεις της ζωής σου, πυροδοτούν αναμνήσεις, ζωντανεύουν τις αισθήσεις και αφυπνίζουν με λίγα λόγια τη μνήμη. Η ανέμη, πέρα από την ηχητική συγγένεια με τον άνεμο, μας παραπέμπει σε χρωματιστές κλωστές σε νήματα που θα υφάνουν ιστορίες κυριολεκτικά ή μεταφορικά μέσω της γλώσσας. Υπόσχεται ν’ ανασύρει από τη συλλογική μνήμη πρόσωπα, ρόλους, μορφές φαντασιακές, εύπλαστες, που πρωταγωνιστούν στα παραμύθια ή να εμπνεύσει νέες αφηγήσεις που καθρεφτίζουν τις αγωνίες μας μέσα από διαφορετικές οπτικές, με τη χρήση του υπερβατικού και μαγικού στοιχείου. Ακόμη η ανέμη και τα παραμύθια αναπόφευκτα ανακαλούν από τη λήθη στιγμές από το μαγικό κόσμο των παιδικών μας χρόνων, ζωντανεύουν πάλι κάποια από τα τέρατα που συναντήσαμε και τις τυχόν περιπέτειες μαζί τους, αλλά και κάποια ονειρεμένα παιχνίδια που υπόσχονταν στην παιδική μας φαντασία τη θραύση των ορίων, την άρση των φυσικών περιορισμών, όλα αυτά που τρέφουν και τροφοδοτούν τους ιπτάμενους πόθους.
Και τώρα η αμφιταλάντευση: Δέχεσαι για σύντροφο στη ζωή, στα καλά και στα κακά τον κόκκινο δράκο σου; Δέχομαι. Δέχεσαι να είναι ο ένας και μοναδικός που θα σου κρατεί το χέρι; Δέχομαι. Κι εσύ δράκε, θα είσαι σύντροφος πιστός; Ο δράκος ξέρασε την πολτοποιημένη τροφή από τα πολυσέλιδα γραπτά της και είπε: Δέχομαι. Και την κατάπιε μονομιάς. Και. Αιφνιδίως.
Μετά το πέρας της πρώτης ανάγνωσης του βιβλίου, η αίσθηση είναι ότι υπάρχει ένα ασίγαστο πάθος ζωής που καίει, καίγεται, μεταστοιχειώνεται και ξαναγεννιέται. Μια φωνή που με τη γλώσσα της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης συνθέτει τον έρρυθμο λόγο της. Γλωσσική δύναμη, παιχνίδι με τις λέξεις και τις αντιθέσεις, ιδιότυπη στίξη. Η αναζήτηση του χαμένου ρυθμού στη ζωή, η αναζήτηση του ρυθμού στο λόγο αίτημα της γραφής της Βλάχου. Στα κείμενά της οι ήχοι της φύσης ζωντανοί και ευδιάκριτοι, οι παρηχήσεις, τα ηχητικά παιχνίδια και η μετρική, ο δεκαπεντασύλλαβος ανασύρονται από της παράδοσης τον πλούτο, από τις μνήμες της ρίζας και ανανεώνονται Παίρνω σαπούνι και φθορά, στράτες και κομπολόγια, εύοσμα σανταλόξυλα, πηγή δροσιάς ο μύστης.
Ο γενέθλιος τόπος σηματοδοτείται διακριτικά και υπαινικτικά. Διάσπαρτες σκηνές της καθημερινότητας, ανθρώπινες μορφές, πλάσματα της φύσης χωρίς να διακρίνονται σε σημαντικά και ασήμαντα, όλα αυτά μεταποιούνται κατά περίσταση, μέσα από αιφνίδιες συναντήσεις με λέξεις από πραγματολογικά ανοίκεια περιβάλλοντα. Ο τόπος γίνεται αίφνης ένα είδωλο στον καθρέφτη της συνείδησης, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως το βασίλειο του φαντασιακού. Ήχοι, εικόνες, ερεθίσματα αισθήσεων, εκεί είναι εγγεγραμμένο το ψυχικό τοπίο, εκεί βρίσκει τις συντεταγμένες του, εκεί επιστρέφει, όταν ο πραγματικός κόσμος γίνεται ανυπόφορος. Το παρελθόν, ένας κόσμος που αφανίζεται, σκουριάζει και αργοσαλεύει στους διαδρόμους της μνήμης, όμως με τα αποστάγματα της εμπειρίας γίνεται ένας εσωτερικός μίτος για τη συνέχεια. Ρίχνει στο παρελθόν της ψίχουλα, για να’ βρει πιο πλατύ το μέλλον. Το ίδιο και η συλλαβή. Κι η συντριβή. Ο Μάρτης. Το ποιητικό υποκείμενο αφαιρεί τα προσδιοριστικά και πραγματολογικά στοιχεία του εγώ από τα γεγονότα που έζησε, για να ανασύρει το απόσταγμά τους μέσα από εικόνες του ασυνειδήτου. Το υλικό των αναμνήσεων δίνεται υπαινικτικά, η προσωπική εικόνα δεν αποκαλύπτεται φωτογραφικά, μένει να συντεθεί εκ νέου από την ανάγνωση. Η ποιήτρια δεν ερμηνεύει τα δεδομένα των αισθήσεων, τα ζωγραφίζει με τα χρώματα των φθόγγων και των λέξεων και τα αφήνει ν’ απλωθούν στη λευκή σελίδα. Μέσα από αυτή τη ρευστότητα σκιαγραφούνται επιθυμίες, διαρκώς αναβαλλόμενες, που δεν ευδοκιμούν στο κλίμα της πραγματικότητας και παραμένουν ανομολόγητες. Έτσι φαίνονται οι απουσίες, τα κενά και οι απώλειες αντικειμένων και ανθρώπων, οι φθορές στο σώμα. Ο πίνακας του ποιήματος δεν τρέμει στη θέα του αίματος, αλλά τολμά θαρρετά ν’ αντικρίσει τη ροή του. Κοιτάζει κατάματα Την τρύπα στο χέρι που βγάζει στο σώμα μας. Ο στίχος γίνεται συχνά αποφθεγματικός, μαγνητίζει την προσοχή του αναγνώστη, του δίνει μικρές νοηματικές ανάσες για να τροφοδοτήσει το νοητικό του Για μια όμορφη μέρα πάντα μια πρωινή χρειάζεται θυσία ή Γιατί η εκδίκηση είναι μια αιώνια παρηγοριά. Το πάσχον ανθρώπινο σώμα, χάρτης που σχεδιάζονται οι δοκιμές, οι πειραματισμοί και οι τραυματισμοί της ύπαρξης. Το πώς και το γιατί μπορεί να έχει πολλαπλές απαντήσεις, που επί της ουσίας δεν αναιρούν το όποιο συμβάν και τις επώδυνες συνέπειές του. Μπορούμε να παρατηρήσουμε το υφαντό-οικογένεια, τα νήματα που λευτερώνονται, ταξιδεύουν, χωρίς να αγνοούν το εσωτερικό στοίχημα του νόστου. Άλλωστε: Αν μελετήσεις καλά το τρίξιμο της εξώπορτας, θα ανασάνεις κάθυγρες εκμυστηρεύσεις. Δεν θέλει η παχουλή ωριμότης νεανικά δρώμενα αυθύπαρκτης υφής. Το στοίχημα είναι: να γλυκαθούν τα όνειρα, να ξαρμυρίσει η θλίψη.
Φορές ξυπνώ με ματωμένο γόνατο
Δεν νοιάζομαι για την επούλωσή του
Κάθε τραύμα απαιτεί μια βαθιά εξομολόγηση.
Ποιος ασχολείται πια με διαιρέσεις.
Η ποίηση έρχεται να πριμοδοτήσει το φως και όχι να ανακυκλώσει αδιέξοδα .
Τις νύχτες έρχεται η σιδερένια βέργα που σκουντά
Τ’ ανήλιαγά σου ποιήματα
Εάν βρεθούνε στο σκοτάδι αρνητικά
Τους δίνει εξιτήριο
Ή
Όταν τελειώνεις ένα ποίημα, άσε το να λιαστεί σαράντα ημέρες με κονιάκ και ζάχαρη. Αν πικρό είναι, κράτησέ το Ή τίποτα.
Στίχοι ενδεικτικοί για τη στάση της Χ. Β απέναντι στην ποιητική τέχνη. Δεν απουσιάζουν από τη γραφή της και οι ρητές και υπόρρητες συνομιλίες με γνωστούς ζωγράφους, όπως είναι ο Σεζάν, ο Μοντιλιάνι, ο Ντε Κίρικο, ο Μαγκρίτ. ο Πικάσο. Από τα πλέον χαρακτηριστικά κείμενα της συλλογής: H Αμφιβολία του Σεζάν. Μια συνομιλία με το ζωγράφο, ένα σχόλιο για το εμμονικό πάθος της τέχνης και της δημιουργίας. Θα έλεγα ότι η λέξη κλειδί γι’ αυτή τη συλλογή της Χρύσας Βλάχου, όπου όλες οι τάσεις της γραφής της φτάνουν σε μια κορύφωση, είναι το πάθος ως έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης για ζωή, τέχνη και δημιουργία.