Ρωγμή
Ξύπνησα διαμελισμένη
γύρω μου πρόσωπα αγαπημένα ξεθώριαζε το θάλπος της καρδιάς
κιότεψαν τα όνειρα
και γείραν στα λευκά σεντόνια
ποιο τέλος ροκάνισε την ψυχή μου ούτε που κατάλαβα
να μη μπορεί η σκέψη να ξαποστάσει
ούτε στον ίσκιο της γέρικης ελιάς
εκεί που καθόταν ο πατέρας
για να ‘ρχεται ο μαίστρος και τα πεθαμένα του αδέρφια
να σιγοκουβεντιάζουν για τα χρόνια τους στο έλεος της καταιγίδας
και τι να ζητήσω πια
έτσι διαμελισμένη που κείμαι
ένας λυγμός που ταξιδεύει η νύχτα αμετανόητος
φέρε μου το γέλιο σου
να πνίξω τα φαντάσματα
που ροκανάνε την ανάσα μου
τάξε μου πάλι
ένα νησί στην αρμύρα του πελάγους
και το φως των ματιών σου αστερίας
εκεί που φέγγει ατόφια η ψυχή σου
να ξυπνήσω μιαν αυγή
στις Μικρές Κυκλάδες
με μάτια πυρετικά
στ’ ουρανού την απλωσιά
φορώντας τον αμέθυστο στο ύψος της καρδιάς
αντανάκλαση μιας ρωγμής
στροβιλιζόμενη πάνω από την ματαιότητα
ανάμεσα σε σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
στη μέση της σιωπής να αναπνέω ξανά το φως.
Η Βίκυ Κρούσκα είναι φιλόλογος.