Ο Λι ανέβαινε αργά στην Έκτη Λεωφόρο από την 42η οδό, κοιτάζοντας μέσα από τα παράθυρα των ενεχειροδανειστηρίων.
«Πρέπει να το κάνω», επανέλαβε στον εαυτό του.
Και να το. Ένα κατάστημα που πουλούσε μαχαίρια. Στάθηκε εκεί ριγώντας, με το γιακά του κουρελιασμένου του παλτού σηκωμένο. Είχε πέσει ένα κουμπί από το παλτό του, και οι χαλαρωμένες κλωστές στριφογύριζαν στον κρύο αέρα. Τριγύρισε αργά γύρω απ’ το παράθυρο του μαγαζιού και την είσοδο, κοιτάζοντας τα μαχαίρια και τα ψαλίδια και τα μικροσκόπια τσέπης και τα αεροβόλα και τα κουτιά με τα εργαλεία αποσυναρμολόγησης, τα εργαλεία που σφίγγουν ή που βιδώνουν σε κάποια μεταλλική λαβή, με ολόκληρο το κουτί να χωράει σ’ ένα μικρό δερμάτινο πακέτο. Ο Λι θυμήθηκε πως είχε λάβει ένα τέτοιο κουτί ως δώρο Χριστουγέννων, όταν ήταν παιδί.
Τελικά είδε αυτό που έψαχνε – ένα ψαλίδι πουλερικών σαν εκείνο με το οποίο ο πατέρας του συνήθιζε να κόβει τις αρθρώσεις, όταν έκοβε τη γαλοπούλα στα δείπνα των Ευχαριστιών στης Γιαγιάς. Και ιδού, απαστράπτον, πεντακάθαρο, από τη μία πλευρά να έχει μια λεπίδα λεία και κοφτερή, και από την άλλη οδοντωτό σαν πριόνι για να κρατάει το κρέας σταθερό, για να κοπεί.
Ο Λι μπήκε μέσα και ζήτησε να δει το ψαλίδι. Ανοιγόκλεισε τις λεπίδες, δοκίμασε την αιχμή με τον αντίχειρά του.
«Είναι ανοξείδωτο ατσάλι, κύριε. Ούτε σκουριάζει ούτε μαυρίζει.»
«Πόσο;»
«Δύο δολάρια κι εβδομήντα εννιά σεντς συν ΦΠΑ.»
«Εντάξει.»
Ο ταμίας τύλιξε το ψαλίδι σ’ ένα καφέ χαρτί και πίεσε το πακέτο προσεκτικά. Ο Λι ένιωσε εκκωφαντικό τον θόρυβο του τσαλακωμένου χαρτιού μέσα στο άδειο μαγαζί. Πλήρωσε με το τελευταίο του τάλιρο και βγήκε με το ψαλίδι βαρύ στην τσέπη του παλτού του.
Ανέβηκε την Έκτη Λεωφόρο, επαναλαμβάνοντας: «Πρέπει να το κάνω. Πρέπει να το κάνω, τώρα που πήρα το ψαλίδι.» Είδε μιαν επιγραφή: «Ξενοδοχείο Αρίστο».
Δεν υπήρχε υποδοχή. Ανέβηκε μια σκάλα. Ένας γέρος, λιγδιάρης κι απροσδιόριστος, λες και είχε βγει από κάποια ξεθωριασμένη φωτογραφία, στεκόταν πίσω από έναν πάγκο. Ο Λι υπέγραψε, πλήρωσε ένα δολάριο προκαταβολή και πήρε ένα κλειδί με ένα βαρύ μπρούτζινο καρτελάκι.
Το δωμάτιο τού φανέρωσε το σκοτεινό του σώμα. Άναψε το φως. Μαύρα λεκιασμένα έπιπλα, ένα διπλό κρεβάτι με λεπτό στρώμα και χαλαρωμένους σομιέδες. Ο Λι ξετύλιξε το ψαλίδι και το κράτησε στο χέρι του, ώσπου το άφησε στον κομό, μπροστά σ’ έναν οβάλ καθρέφτη.
Ο Λι τριγύρισε το δωμάτιο. Έπιασε το ψαλίδι ξανά και τοποθέτησε την τελευταία άρθρωση του μικρού δαχτύλου του αριστερού του χεριού στην από κάτω λεπίδα, την οδοντωτή. Κατέβασε αργά την κοφτερή λεπίδα ώσπου αυτή ακούμπησε στη σάρκα του δαχτύλου του. Κοίταξε στον καθρέφτη, μορφάζοντας, σχηματίζοντας με το πρόσωπό του το υπεροπτικό προσωπείο ενός δανδή του δεκάτου ογδόου αιώνα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και πίεσε τη λαβή γοργά και δυνατά. Δεν ένιωσε πόνο. Η άρθρωση του δαχτύλου έπεσε στον κομό. Ο Λι γύρισε το χέρι του και κοίταξε το κομμένο δάχτυλο. Μια ριπή αίματος ανάβλυσε και τον βρήκε στο πρόσωπο. Ένιωσε ξαφνικά έναν βαθύ οίκτο για την κομμένη άρθρωση που κειτόταν εκεί στον κομό, με λίγες σταγόνες αίματος συγκεντρωμένες γύρω από το λευκό κόκαλο. Τον πήραν τα δάκρυα.
«Δεν συνέβη τίποτα», είπε με μια σπασμένη, παιδική φωνή. Συμμόρφωσε ξανά το πρόσωπό του, καθάρισε το αίμα από πάνω του με μια πετσέτα και επέδεσε το δάχτυλό του όπως όπως, προσθέτοντας όλο και περισσότερες γάζες, όσο το αίμα πότιζε. Σε λίγα λεπτά η αιμορραγία είχε σταματήσει. Ο Λι σήκωσε την άρθρωση του δαχτύλου του και την τοποθέτησε στην τσέπη του γιλέκου του. Βγήκε απ’ το ξενοδοχείο, παρατώντας το κλειδί στον πάγκο.
«Τα κατάφερα», είπε μιλώντας μόνος του. Κύματα ευφορίας των κατέκλυζαν, καθώς κατέβαινε το δρόμο. Σταμάτησε σ’ ένα μπαρ και παρήγγειλε ένα διπλό μπράντι, κοιτώντας τους όλους στα μάτια, φιλικά. Ρέουσα ήταν η καλή του προαίρεση για όποιον έβλεπε τριγύρω. Είχε αφήσει πίσω του μιαν ολόκληρη ζωή αμυντικής επιθετικότητας.
Μισή ώρα αργότερα καθόταν με τον ψυχαναλυτή του σ’ ένα παγκάκι στο Σέντραλ Παρκ. Ο ψυχαναλυτής προσπαθούσε να τον πείσει να πάει στο Μπελβιού και είχε προτείνει «να βγουν έξω, για να το κουβεντιάσουν».
«Πραγματικά, Μπιλ, κάνεις μεγάλη ζημιά στον εαυτό σου. Όταν θα καταλάβεις πια τι έκανες θα χρειαστείς ψυχιατρική φροντίδα. Το εγώ σου θα συντριβεί.»
«Το μόνο που χρειάζομαι είναι ράμματα σε αυτό το δάχτυλο. Έχω ραντεβού απόψε.»
«Πραγματικά, Μπιλ, δεν καταλαβαίνω πώς μπορώ να συνεχίσω να είμαι ο γιατρός σου, αν δεν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου σε αυτό το θέμα.» Η φωνή του ψυχαναλυτή είχε γίνει τσιριχτή, στριγκή, σχεδόν υστερική. Ο Λι δεν άκουγε· ένιωθε μια βαθιά εμπιστοσύνη στο γιατρό. Ο γιατρός θα τον φρόντιζε. Γύρισε στην πλευρά του γιατρού μ’ ένα παιδικό χαμόγελο.
«Γιατί δεν το ράβεις εσύ;»
«Δεν έχω ξεκινήσει ακόμα την πρακτική μου, και ούτως ή άλλως δεν έχω τα απαραίτητα εργαλεία. Πρέπει να ραφτεί σωστά, αλλιώς κάποια μόλυνση θα μπορούσε να φτάσει μέχρι ψηλά στο χέρι.»
Ο Λι εν τέλει συμφώνησε να πάει στο Μπελβιού, μόνο για ιατρική φροντίδα.
Στο Μπελβιού, έκατσε σ’ ένα παγκάκι περιμένοντας, όσο ο γιατρός μιλούσε με κάποιον άλλον. Ο γιατρός γύρισε και οδήγησε τον Λι σ’ ένα άλλο δωμάτιο, όπου ένας ειδικευόμενος τού έκανε ράμματα στο δάχτυλο και το έδεσε με μια γάζα. Ο γιατρός εξακολούθησε να τον πιέζει να νοσηλευτεί και ο Λι καταβλήθηκε από μιαν αιφνίδια ατονία. Μια νοσοκόμα τού είπε να ξαπλώσει και να αφήσει το κεφάλι του πίσω. Ο Λι ένιωσε ότι πρέπει να αφεθεί ολότελα στις φροντίδες του γιατρού.
«Εντάξει», είπε. «Θα κάνω ό,τι μου πεις.»
Ο γιατρός τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο. «Αχ, κάνεις το σωστό, Μπιλ.» Ο γιατρός τον οδήγησε, περνώντας από διάφορα γραφεία, εκεί όπου υπέγραψε τα χαρτιά.
«Προσπερνάω τη γραφειοκρατία δίχως φλας», είπε ο γιατρός.
Στο τέλος ο Λι βρέθηκε να φοράει μια ρόμπα ασθενούς σ’ έναν άδειο θάλαμο.
«Πού είναι το δωμάτιό μου;» ρώτησε μια νοσοκόμα.
«Το δωμάτιό σου! Δεν ξέρω σε ποιο κρεβάτι θα σε στείλουν. Αλλά όπως και να ‘χει δεν μπορείς να πας εκεί πριν τις οχτώ, εκτός και αν έχεις ειδική οδηγία από τον γιατρό.»
«Πού είναι ο γιατρός μου;»
«Ο Δόκτωρ Μπρόμφιλντ; Δεν είναι εδώ τώρα. Θα έρθει αύριο το πρωί, γύρω στις δέκα.»
«Εννοώ τον Δόκτωρ Χόροουιτζ.»
«Τον Δόκτωρ Χόροουιτζ; Δε νομίζω να εργάζεται εδώ.»
Με τα απαθή μάτια του απλού επισκέπτη κοίταξε τριγύρω τους γυμνούς διαδρόμους, τους ανθρώπους να περιφέρονται ντυμένοι με ρόμπες, μουρμουρίζοντας μες στο κρύο.
Τι; Αυτή είναι η ψυχιατρική πτέρυγα, σκέφτηκε. Με έχωσε εδώ μέσα και την έκανε!
Χρόνια μετά, ο Λι αφηγούνταν την ιστορία: «Σου έχω πει για τότε που μ’ έπιασε η τρέλα του Βαν Γκογκ κι έκοψα την άκρη του μικρού μου δαχτύλου;» Και σ’ αυτό το σημείο σήκωνε το αριστερό του χέρι. «Είναι αυτή η κοπέλα, με πιάνεις; Μένει στο διπλανό δωμάτιο από το δικό μου σ’ ένα ενοικιαζόμενο στην Τζέιν Στριτ, στο Βίλατζ. Είμαι ερωτευμένος μαζί της κι εκείνη είναι τόσο ηλίθια, που δεν μπορώ να της κάνω καμία εντύπωση. Και κάθε βράδυ όπως ξαπλώνω, να την ακούω να φέρνει κάποιον άλλο δίπλα. Με ισοπεδώνει… Οπότε κάνω κι εγώ το κόλπο με το δάχτυλο. Και πρόκειται να της το παρουσιάσω ως εξής: “Ένα ασήμαντο ενθύμιο της παντοτινής μου αγάπης. Προτείνω να το φορέσεις στο λαιμό σου σ’ ένα περιδέραιο γεμισμένο με φορμαλδεΰδη.”
» Αλλά ο ψυχαναλυτής μου, εκείνος ο άχρηστος μπάσταρδος, με έχωσε στο τρελάδικο και το κομμένο δάχτυλο στάλθηκε στο Πότερς Φιλντ μ’ ένα πιστοποιητικό θανάτου, επειδή κάποιος μπορεί να το έβρισκε και η αστυνομία μετά να έψαχνε και το υπόλοιπο σώμα.
» Αν ποτέ βρεθείς να θες να κόψεις ένα δάχτυλο, αγαπητέ, μη λογαριάσεις κανένα άλλο εργαλείο παρά το ψαλίδι πουλερικών. Έτσι θα είσαι σίγουρος πως θα διαπεραστεί η άρθρωση.»
«Και με την κοπέλα τι έγινε;»
«Ω, μέχρι να βγω απ’ το τρελάδικο είχε φύγει για το Σικάγο. Δεν την ξαναείδα ποτέ.»
*