Τ’ ΑΣΦΟΔΙΛΙΑ
Καθώς το σύννεφο μονάχος περπατούσα,
Που επάνω από κοιλάδες και λόφους πετά,
Κι είδα τότε ─ θαυμάζοντας όλο κοιτούσα ─
Χιλιάδες ασφοδίλια, όμορφα, χρυσά.
Δίπλα στη λίμνη, από τα δέντρα κάτω, πέρα
Πώς λύγιζαν και χόρευαν μες στον αέρα.
Αδιάκοπα, σάμπως αστέρια φεγγοβόλα
Που του φωτός χαρίζουν τη μαρμαρυγή
Στο γαλαξία, κι αυτά στέκονταν έτσι όλα
Σ’ ατέλειωτη σειρά στης λίμνης την ακτή.
Μεμιάς δέκα χιλιάδες είδα μαζεμένα
Χαράς τρελό χορό να σέρνουν μεθυσμένα.
Κυμάτων πλάι τους φωτεινός χορός, μα πάλι
Κείνα πολύ τον ξεπερνούσαν σε χαρά.
Έτσι κι ο ποιητής στης ευθυμίας τη ζάλη
Δινόταν ─ πώς αλλιώς με τέτοια συντροφιά;
Κοιτούσα, τα κοιτούσα, ο λογισμός μικρός
Για να χωρέσει εντός του τέτοιος θησαυρός.
Γιατί συχνά, όταν μόνος βρίσκομαι στην κλίνη
Μ’ αδιάφορο το πνεύμα μου ή στοχαστικό
Η θύμησή τους λάμψη στης ψυχής μου δίνει
Το μάτι, μοναξιάς προνόμιο μυστικό.
Ικανοποίηση την καρδιά μου γαληνεύει,
Καθώς με τ’ ασφοδίλια τότε πια χορεύει.