Πάντα τη μνημόνευε στα χαρτάκια υπέρ αναπαύσεως. Με τον σταυρό πάνω. Για τους κεκοιμημένους. Όλα τα ψυχοσάββατα. Φιγούρα των παιδικών της χρόνων. Απέναντι από το πατρικό της έμενε σ’ ένα σπιτάκι, γκρίζο, μισοτελειωμένο. Ευτυχία το όνομά της αλλά τη φώναζαν Μπουμπού από παιδί. Με κόκκινο πάντα κραγιόν και σχηματισμένο φρύδι. Καλοχτενισμένο κεφάλι. Με μια ρόμπα λουλουδάτη. Κρατούσε κάτι από την ομορφιά, όπως φαίνεται, της νεότητας. Τα παιδιά θα τη θυμούνται για τις φωνές της. Ο χώρος γύρω από το σπίτι, καλοσκουπισμένος, ήταν απαγορευμένος. Δεν μπορούσε κανείς να πλησιάσει. Κι ας ήταν ένα κοινόχρηστο πεζοδρόμιο. Τη θυμάται πάντα με μια σκούπα , κείνες που ήταν σαν βεντάλιες, που αναγκαζόσουν να σκύψεις αρκετά για να σκουπίσεις. Περισσότερη ταπεινότητα συμπλήρωνε έτσι τη δουλειά του σκουπίσματος. Πολλά λέγονταν γι’ αυτήν. Τον καιρό της κατοχής έκανε στενή παρέα με Γερμανούς, αλλά είχε σώσει πολύ κόσμο. Έτσι έλεγαν κι αυτοί που είχαν δικούς τους ανθρώπους, που σώθηκαν. Το σπίτι άβατο. Δεν έμπαινε κανείς. Φήμες κυκλοφορούσαν ότι έκρυβε θησαυρό από τα χρόνια της κατοχής. Η μόνη επαφή με το σπίτι της, για τους γείτονες, ήταν η φωνή του ραδιοφώνου που ένωνε το εσωτερικό του σπιτιού της με τον έξω κόσμο. Η φωνή της Θείας Λένας: ‘’Καλημέρα παιδάκια’’… Τη θυμάται να έρχεται στο σπίτι της κάποιες φορές. Χτυπούσε το κουδούνι κι ανέβαινε αθόρυβα. Καθόταν πάντα στο σκαμπό, δίπλα στην πόρτα. Δεν έμπαινε πιο μέσα στο δωμάτιο. Στις παρυφές. Στ΄ αλήθεια παράξενο, σκεφτόταν… Η μητέρα της πάντα την περιποιόταν. Δεν έμαθε νέα της για καιρό, αφότου η ίδια μετακόμισε αρκετά μακριά. Ούτε την ξαναείδε. Αργότερα έμαθε πως πέθανε. Το σπίτι γκρεμίστηκε κι έγινε οικόπεδο, πάρκινγκ για τα αυτοκίνητα της γειτονιάς. Κληρονόμους δεν είχε. Ακούστηκε πως τη θάψαν γυμνή. Δε βρέθηκε κανείς να τη ντύσει; Κανείς να την κλάψει. Μόνη πέταξε, όπως ζούσε, μακριά από τα πέτρινα στήθη των ανθρώπων. Λίγες μέρες μετά τον θάνατό της παραβίασαν το σπίτι για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό.
Το μόνο πολύτιμο ήταν το ραδιόφωνο.
Πάντα τη μνημόνευε. Στα χαρτάκια με τον σταυρό πάνω, υπέρ αναπαύσεως. Έτσι, για να δροσίζεται η ψυχή, ότι κάποιος τη θυμάται.