«Πριν πολύ καιρό, πάνε χρόνια, διάβασα ένα βιβλίο με τίτλο Το Σύννεφο της Αμφιβολίας. Γραμμένο από έναν ανώνυμο μυστικιστή – πότε ακριβώς δεν ξέρω – ίσως τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ή δεν ξέρω πότε ήταν ο Μαύρος Θάνατος. Είναι γραμμένο την εποχή του Μαύρου Θανάτου. Μου το είχε δώσει ένας ιερέας σε μια περίοδο της ζωής μου που ασχολιόμουν με τη θρησκεία. Κατά κάποιον τρόπο μου το επέβαλλε. Έχω ξεχάσει τι λέει ύστερα από τόσο καιρό, ξέρω ότι μ’ έκανε να σκεφτώ τον Θεό σαν μια δύναμη που κρύβεται από ‘μας, γιατί εκεί βασίζεται η δύναμή του. Θυμάμαι μια πρόταση.
«Πιασάρικος τίτλος».
«Θυμάμαι τον τίτλο και θυμάμαι μια πρόταση».
Σταματάω σε αυτό το σημείο, αφήνοντας τις λέξεις να πάρουν σχήμα και σειρά. Το χέρι μου τυλιγμένο ακόμα στον αστράγαλο της Ντόνα πιάνει μια δεκτικότητα. Αυτό χρειάζομαι για να νικήσω τους δισταγμούς μου. Ας το πάρει το ποτάμι, σκέφτομαι. Θα το διακινδυνεύσω.
«Η πρόταση εμφανίζεται στην αρχή σχεδόν του βιβλίου και με έκανε να αισθανθώ ότι ο συγγραφέας – ή δεν ξέρω τι ήταν, ποιητής ίσως, ποιητή-ιερέα μ’ αρέσει να τον σκέφτομαι – μιλάει απευθείας σε μένα. «Σταμάτα μια στιγμή άθλιο πλάσμα και κοίταξε μέσα σου». Αυτός είμαι εγώ βλέπεις, με έχει καυστικά επιλέξει. Είμαι είκοσι χρονών και ζω σε μια κατάσταση αμφιβολίας και ομφαλοσκόπησης και, πιο ηλίθιος από τους συνομήλικους μου, ψάχνω απεγνωσμένα να βρω μια θέση στον κόσμο. Διαβάζω που λες αυτό το βιβλίο και αρχίζω να σκέφτομαι τον Θεό σαν ένα μυστικό, ένα μακρύ, αέναο, φωτεινό λαγούμι. Αυτή ήταν η αξιοθρήνητη προσπάθειά μου να καταλάβω την κενότητά μας απέναντι στη μεγαλοσύνη του Θεού. Αυτό σεβόμουν στον Θεό. Ότι κρατάει το μυστικό του. Προσπάθησα να πλησιάσω τον Θεό μέσα απ’ αυτό το μυστικό, μέσα από το ακατάληπτό του. Ίσως μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό μέσα από την αγάπη και την προσευχή, μέσα από οράματα και LSD, όχι όμως μέσα από τη νόηση. Το Σύννεφο αυτό μας λέει. Έμαθα λοιπόν να σέβομαι τη δύναμη των μυστικών. Προσεγγίζουμε τον Θεό μέσα από το αποίητό του. Εμείς έχουμε φτιαχτεί, έχουμε δημιουργηθεί. Ο Θεός είναι αποίητος. Πώς είναι δυνατόν να επιχειρήσουμε να το γνωρίσουμε αυτό; Δεν τον γνωρίζουμε. Δεν τον επιβεβαιώνουμε. Αντ’ αυτού λατρεύουμε την ανυπαρξία του. Είμαστε βλέπεις, άθλια, αδύναμα ανθρωπάκια. Και προσπαθούμε να διαμορφώσουμε ένα βασικό σκοπό που θα μας προσηλώσει στην ιδέα του Θεού. Το Σύννεφο προτείνει να διαμορφώσουμε αυτό το σκοπό γύρω από μία και μόνο λέξη. Ή ακόμα καλύτερα, γύρω από μία και μόνο συλλαβή. Αυτό μου άρεσε πολύ. Ρίχτηκα στο ψάξιμο για τη μία και μόνο λέξη, για τη μία και μοναδική συλλαβή. Πολύ ρομαντικό. Το μυστήριο του Θεού είναι ρομαντικό. Μ’ αυτή τη λέξη θα παραμέριζα κάθε περισπασμό και θα πλησίαζα το ακατάληπτο του Θεού».
«Τι είδους λέξη;»
«Έψαξα. Το σκέφτηκα. Το πήρα πολύ στα σοβαρά. Ήμουν νέος».
«Μια λέξη θα ήταν αγάπη. Αλλά δεν σου ταιριάζει. Πολύ γλυκανάλατη», λέει εκείνη.
«Μια άλλη λέξη θα ήταν η βοήθεια. Αλλά φαντάζει αξιολύπητο, ακόμα και για έναν άνθρωπο αδύναμο. Σκέφτηκα ότι ίσως το πρόβλημα είναι η γλώσσα. Πρέπει ν’ αλλάξω γλώσσα, να βρω τη λέξη ανόθευτη δίχως τους συσχετισμούς, τα συνακόλουθα και τις αποχρώσεις μιας ζωής. Και σκέφτηκα την ιταλική λέξη για τη βοήθεια, γιατί έτσι έλεγε ο πατέρας μου όταν τον ενοχλούσαμε ο αδελφός μου και εγώ. Ένωνε τα χέρια, τα σήκωνε και, κουνώντας τα ψηλά, έστρεφε τα μάτια στους ουρανούς κι έλεγε, Aiuto. Έτσι φαίνεται ότι έκανε ο πατέρας του και ο παππούς του πριν απ’ αυτόν. Μια λέξη που διαπερνά το σκοτάδι. Aiuto».
«Πολλές συλλαβές»
«Πολλές συλλαβές και πολύ κωμικό. Γιατί εκείνος το έκανε κυρίως για να γελάσουμε, για να μας τραβήξει αλλού την προσοχή με το γέλιο. Ο πατέρας μου μπορεί να ήξερε είκοσι ιταλικές λέξεις. Δεν ξέρω – εδώ γεννήθηκε. Ίσως πάλι να μιλούσε καλά τα ιταλικά – πραγματικά δεν ξέρω. Έλεγε όμως αυτή τη λέξη. Αυτή η λέξη από εκείνον ήταν μια παράσταση σε τρεις πράξεις, έτσι όπως την τραβούσε έξω σκούζοντας σαν φαρμακωμένος δούκας. Άι-γιού-τοο. Και εμείς γελούσαμε γιατί ως ένα σημείο κορόιδευε την παλιά πατρίδα και τους τρόπους της. Σπουδαία και βαθιά λέξη, αλλά δεν μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω».
Τότε εκείνη κάνει κάτι παράξενο. Πιάνει το χέρι μου και, φέρνοντάς το στον εσωτερικό του μηρού της, το βολεύει τρυφερά στον καβάλο της. Ύστερα μετακινείται για να είναι πιο άνετα, σαν παιδί που ακούει παραμύθι.
Η Ντόνα περιμένει να συνεχίσω.
«Καταλάβαινα όμως ότι καλά έκανα και εγκατέλειψα τα αγγλικά. Τελικά συνάντησα μια φράση που έμοιαζε πέρα για πέρα ολοζώντανη. Παλλόταν με κάτι που ήξερα κι ένιωθα από τη δική μου εμπειρία. Μια ωραία, αυθόρμητη προσευχή. Πέντε συλλαβές, αλλά γιατί όχι; Τρεις λέξεις και πέντε συλλαβές. Όμως ήξερα ότι την είχα βρει τη φράση. Ήταν ενός άλλου μυστικιστή, ενός Ισπανού, του Ιωάννη του Σταυρού και για έναν ολόκληρο χειμώνα η φράση αυτή ήταν το γυμνό μου δόρυ που μου άνοιξε τον δρόμο μες στο σκοτάδι προς το μυστικό του Θεού. Και την έλεγα και την ξανάλεγα. Todo y nada .
«Todo y nada».
«Ναι. Τι σου φέρνει στο νου αυτή η φράση; Πού σε παραπέμπει στη δικιά σου ζωή; Τι περιγράφει;»
«Το σεξ», λέει εκείνη αμέσως. «Το καλύτερο σεξ. Todo y nada».
«Ναι, ακριβώς»
«Δηλαδή τι εννοείς;»
«Δεν λέω ότι το σεξ είναι ο Θεός. Αλίμονο. Λέω μόνο ότι είναι το μοναδικό μυστικό που μας πλησιάζει σε μια κατάσταση έκστασης και ότι το μοιραζόμαστε, ότι το μοιράζονται δύο άνθρωποι λίγο-πολύ χωρίς λόγια, λίγο-πολύ ισότιμα. Και αυτό το κάνει δυνατό και μυστηριακό και άξιο να το προστατεύσουμε».
«Και τώρα εσύ λες να μην το κάνουμε ανοιχτά. Αλλά το λες γιατί είσαι μάλλον το ίδιο ρομαντικό άτομο που ήσουν στα είκοσί σου χρόνια. Το σεξ δεν είναι πια μυστικό. Το μυστικό κοινοποιήθηκε. Ξέρεις τι σημαίνει το σεξ για τον περισσότερο κόσμο;»
Φέρνει το χέρι της πάνω στο δικό μου και μετακινεί ελαφρά τη λεκάνη της, κάνοντας μια σύσπαση πάνω στην παλάμη μου.
«Το σεξ είναι αυτό που μπορείς να έχεις. Για μερικούς ανθρώπους είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορούν να έχουν, χωρίς να είναι πλούσιοι, έξυπνοι ή κλέφτες. Αυτό που σου προσφέρει η ζωή ισότιμα ή καλύτερα από τους άλλους, χωρίς να χρειάζεσαι εξάχρονες σπουδές. Και μόλο που δεν είναι ούτε θρησκεία, ούτε επιστήμη, μπορείς εξερευνώντας το να μάθεις τον εαυτό σου».