Είχε δυο χρόνια να κατέβει για διακοπές στο νησί. Οι σπουδές του τον κρατούσαν στην Αθήνα. Δύσκολο πράμα να σπουδάζεις ιατρική και να δουλεύεις. Το χειμώνα σχολή, στις διακοπές ντελιβεράς σ΄ ένα σουβλατζίδικο στην Πατησίων. Εφέτος όμως θα ξεκουραστεί. Ορκίστηκε πως δεν θ΄ ανοίξει βιβλίο. Θα είναι όλη την ημέρα θάλασσα, μπάνια και ύπνο. «Από το Σεπτέμβρη πάλι» έλεγε. Κατέβηκε πριν καλά καλά τελειώσει η χρονιά. Τέσσερα τα χρωστούμενα μαθήματα. Πού να το πει της Γεωργίας .
Πάρε το καπέλο σου, του έλεγε και του ξανάλεγε η μάνα του. Το φόρεσε με το ζόρι και παίρνοντας την πετσέτα του, τράβηξε βιαστικός προς την θάλασσα από πολύ νωρίς. Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και μια φθινοπωρινή αύρα του χαϊδεύει το πρόσωπο. «Μωρέ καλοκαίρι» σκέφτηκε. «να δεις πως το νερό θα είναι μπούζι. Ομπρέλα έπρεπε να πάρω όχι πετσέτα» Τέλη Ιούνη και οι μέρες είναι ακόμα μουντές. Τα σύννεφα σ όλο τους το μεγαλείο. Ο ήλιος προσπαθεί να περάσει, έστω μια ηλιαχτίδα, ανάμεσά τους για να πει ότι υπάρχει.
Όταν έφτασε στην παραλία, άφησε τα πράγματά του κάτω από ένα αλμυρίκι. Βλέπει τη θάλασσα να έχει την ίδια μουντάδα της ημέρας. Δεν του κάνει αίσθηση να πέσει. Στέκεται όρθιος και σκέφτεται γιατί δεν έφερε ένα πεταχτάρι για να ψαρέψει. Άρχισε να περπατά κατά μήκος της παραλίας περιμένοντας μήπως και ζεστάνει λίγο ο καιρός. Κατά το μεσημέρι, τα σύννεφα διαλύθηκαν. Σε λίγο βγήκε ένας ήλιος γεμάτος ευγνωμοσύνη. Βγάζει τα ρούχα του και βουτά στα γαλανά νερά, όπως τον γέννησε η μάνα του. Η θάλασσα τύλιξε το κορμί του παγώνοντάς το στην κυριολεξία. Κάποια στιγμή σταματά να κολυμπά και κοιτάζει προς το μέρος που ήταν η στεριά. Ερημιά, μόνο ένας γάιδαρος στέκεται εκεί, δίπλα στη χαρουπιά.
Βγαίνει έξω και ξαπλώνει κάτω από το αρμυρίκι. Ένας γλυκός λήθαργος άρχισε να τον πιάνει. Η σκιά του δέντρου στην αρχή, του χάριζε λίγη δροσιά θυμίζοντάς του την πρωινή μουντάδα. Ο μεσημεριάτικος ήλιος όμως διαπερνά τα φύλλα του αρμυρικιού, που περισσότερο έμοιαζαν με λέπια παρά με φύλλα δέντρου. Άρχισε να ζεσταίνεται και να ιδρώνει. Βάζει το παντελόνι του και περπατά μέχρι την χαρουπιά. Απλώνει την πετσέτα και ξαπλώνει βάζοντας το καπέλο του στο πρόσωπο. Το πυκνό φύλλωμα της χαρουπιάς του δίνει μια σκιά που του δροσίζει ευχάριστα το δέρμα και το χαϊδεύει όπως τον χάιδευαν τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια της μάνας του. «Τι διαφορετικό άγγιγμα στο δέρμα σου έχει κάθε σκιά» σκέφτεται καθώς τον παίρνει ο ύπνος.
Περπατούσε ανάμεσα σε αμμολόφους. Σε κάθε του βήμα, τα πόδια του χωνόντουσαν μέσα στην καυτή άμμο, ενώ ο ήλιος, που βρισκόταν μεσούρανα, δεν τον έκαιγε καθόλου λες και κρατούσε ομπρέλα. Δίψασε και άρχισε να ψάχνει για νερό, μέχρι που τον βρήκε η νύχτα. Ήξερε πως κάπου εκεί γύρω βρισκόταν το σπίτι του, όμως τα κουράγια του τον είχαν εγκαταλείψει. Ήθελε, αν γινόταν, να έβρισκε κάποιο τρόπο να φύγει από εκείνη την έρημο και να πάει, κατευθείαν, στο κρεβάτι του.
Άρχισε να κρυώνει όμως δεν άνοιξε τα μάτια του. Ζούσε μέσα στο όνειρό του και αισθάνθηκε πως τον ζέσταινε παρηγορητικά η μυρωδιά του γαϊδάρου. Χωρίς να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, τον παρακάλεσε να τον κουβαλήσει στην ράχη του για να τον πάει στο σπίτι του. Είδε και μια σκιά να στέκεται απέναντί του, ενώ το σώμα του σηκώθηκε από εκεί που ήταν ξαπλωμένο και άρχισε να κατηφορίζει πάλι προς την παραλία κάτω από τον καυτό ήλιο.
– Που πας; Το ρώτησε.
– Προσπαθώ να βρω τη σκιά μου, του απάντησε.
Με τα μάτια του να είναι κλειστά , μες το λήθαργό του, κοίταξε ξανά τη σκιά και είδε πως του έμοιαζε . Τότε φώναξε στον εαυτό του. « Στάσου. Στάσου, γύρνα πίσω. Ξέρω μια σκιά που ψάχνει σώμα. Τη δική σου σκιά.» Όμως κανείς δεν τον άκουσε, πνίγηκε η φωνή του μέσα στο θρόισμα των φύλλων. Χάθηκε ο εαυτός του , χάθηκε και η σκιά κι έμεινε μόνος του, εκεί, ξαπλωμένος κάτω από τη χαρουπιά και πιο κει ο γάιδαρος που άρχισε να γκαρίζει. Σίγουρα αυτός ήταν, τον αναγνώρισε και από την μυρωδιά του. Ξύπνησε ψιθυρίζοντας το όνομα της μάνας του.
«Γεωργία, Γεωργία, έρχομαι». Καθώς σηκώθηκε, πονούσε όλο του το κορμί.
Νύχτωσε όταν έφτασε στο σπίτι του. Είδε το φορτηγάκι του πατριού του να είναι στην αυλή. Σκεφτόταν πως σίγουρα θα καβγάδιζαν. Από τότε που γύρισε, τις νύχτες κλειδωνόταν στο δωμάτιό του για να μη την βλέπει σ΄ αυτά τα χάλια. Τον άκουγε όμως την ώρα που ερχόταν από την δουλειά και της φώναζε όταν του γκρίνιαζε μόλις τον έβλεπε.
– Σκάσε Γεωργία, πάλι είσαι ντίρλα στο μεθύσι.
Κι εκείνη, με το ποτήρι γεμάτο κρασί , έκλαιγε ασταμάτητα. «Τι ήθελε και τον παντρεύτηκε;» Σκεφτόταν. Μπορεί να μην αγαπιόντουσαν αλλά περνούσαν καλά. Τον πρόσεχε ο Μαθιός, τον έβλεπε σαν γιο του. Μετά ήρθε η αδελφή του, η Μαρία που στα τρία της σκοτώθηκε σ ένα δυστύχημα. Τότε όλα άλλαξαν. Η μάνα ντύθηκε στα μαύρα και κάθε βράδυ χανόταν στο ποτό. Εκείνος εξαφανιζόταν από τα χαράματα και όταν γύριζε αργά στο σπίτι, είχαν πάντα το ίδιο τροπάριο.
Τους ήταν αδύνατον να επιβιώσουν χωρίς αγάπη, γι αυτό και τρέφονται από την κοινή τους θλίψη.