Η Αθηνά, από την πρώτη στιγμή, είχε εντυπωσιαστεί με τον καθρέφτη που είχε φέρει η θεία της από την Αυστραλία. Στα παιδικά της μάτια , φάνταζε μαγικός. Είχε μια περίτεχνη σκαλιστή κορνίζα με μικρά τριαντάφυλλα και ανάμεσά τους πετούσαν δύο μικρά πουλιά. Στο πάνω μέρος είχε μια σφραγίδα με ένα οικόσημα που τον έκανε ακόμα πιο επιβλητικό. Κάθε φορά που ήθελε να την επισκεφτεί, φρόντιζε με προσοχή την εμφάνισή της. Η θεία της τον είχε τοποθετήσει δίπλα στην είσοδο του σπιτιού της και μόλις η Αθηνά έμπαινε από την πόρτα, στεκόταν με τις ώρες μπροστά του. Πότε χόρευε λες και ήταν μια πρίμα μπαλαρίνα επί σκηνής, πότε απήγγελνε ποίηση κάνοντας διάφορες χειρονομίες. Άλλοτε πάλι έκανε γκριμάτσες κι έβαζε τα παιδικά της χείλη στην γυαλιστερή επιφάνειά του, αφήνοντας το αποτύπωμά τους. Στα δεκαοχτώ της, η θεία της χάρισε αυτόν τον καθρέφτη.
Η μάνα της τον έβαλε κι αυτή δίπλα στην είσοδο του σπιτιού τους. Της Αθηνάς, της είχε γίνει πια συνήθεια να στέκεται για λίγα λεπτά μπροστά του. Μια μέρα που κοιτούσε το είδωλό της, είδε μια μικρή ρυτίδα κάτω από τα μάτια της. Προσπάθησε να την σβήσει με τις άκρες των δαχτύλων της, μετά κούμπωσε το κουμπί στο ταγιέρ της, έριξε μια ματιά στο ρολόι και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το σπίτι. Είχε ήδη αργήσει στη δουλειά της. Πλησίαζε Πάσχα, οι δουλειές στο σπίτι ήταν ατελείωτες, κι εκείνο το ξεσκόνισμα του καθρέφτη τόσο κουραστικό. Έπρεπε να ξεσκονίσει την κάθε πτυχή σκαλίσματος που είχε η κορνίζα. Στάθηκε λίγο να ξαποστάσει μπροστά του, βλέποντας το είδωλό της. Μια άγνωστη γυναίκα στεκόταν απέναντί της. Είχε άσπρα μαλλιά που οι τούφες τους πετούσαν εδώ κι εκεί, το δέρμα της ήταν ρυτιδιασμένο και χλωμό, φορούσε μια ρόμπα με πελώρια κουμπιά και είχε γυρτούς τους ώμους, κάνοντάς την να καμπουριάζει. Ποια είσαι ? αναρωτήθηκε. Άφησε το καθάρισμα της κορνίζας του και άρχισε να καθαρίζει με μανία τον καθρέφτη. Μετά κοίταξε ξανά την άγνωστη. Έφτιαξε μηχανικά τα μαλλιά της και προσπάθησε να σβήσει με τα χέρια της, της σακούλες που υπήρχαν κάτω από τα μάτια που την κοιτούσαν επίμονα. Της φάνηκαν γνωστά αυτά τα μάτια και το χρώμα τους , παρόλο που ήταν θαμπό, είχαν το ίδιο χρώμα μ εκείνο, των παιδικών της χρόνων. Είχαν το ίδιο χρώμα με εκείνα της νεαρής κοπέλας που έβαζε το κόκκινο κραγιόν της. Πόσες φορές άραγε, μπροστά σ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της να φορά το νυφικό που δεν έβαλε ποτέ; Άρχισε να κάνει στροφές και να χορεύει, όπως τότε που ήταν παιδί. Κάποια στιγμή σταμάτησε να κοιτάζει τον καθρέφτη. Γύρισε και είδε έξω από την ανοιχτή πόρτα, κοίταξε τον ανθισμένο κήπο της, τον γείτονα να περνά. Είδε τη ζωή να της χαμογελάει. Άφησε το ξεσκονόπανο να πέσει από τα χέρια της και βγήκε έξω να απολαύσει την ανοιξιάτικη μέρα.
Μια μέρα, η ανιψιά της μικρής Αθηνάς , σκέπασε εκείνο τον καθρέφτη με ένα μαύρο πανί.