You are currently viewing ΖΑΝ ΖΟΖΕΦ ΡΑΜΠΕΑΡΙΒΕΛΟ: Πέντε ποιήματα. Μετάφραση: ΕΛΕΝΗ ΒΕΛΕΝΤΖΑ

ΖΑΝ ΖΟΖΕΦ ΡΑΜΠΕΑΡΙΒΕΛΟ: Πέντε ποιήματα. Μετάφραση: ΕΛΕΝΗ ΒΕΛΕΝΤΖΑ

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΧΕΔΟΝ ΟΝΕΙΡΑ (1934)

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΒΡΑΔΙΑ

 

 

Πόσο μ’ αρέσουνε τα βράδια εκείνα,

που αισθάνομαι πως η φωνή μου αβέβαιη είναι,

σαν του παιδιού και σαν της νεαρής γυναίκας τη φωνή

ή σαν των γυναικών

που μόνο με τη θύμηση πια ζούνε –

φόβος να ’ναι ή μετάνοια, οδύνη ή στοχασμός;

Πόσο μ’ αρέσουνε τα βράδια εκείνα,

όταν ο ήλιος λαχταράει τα τσαμπιά

τα φορτωμένα με σταφύλια:

η Νύχτα τα ’κοψε απ’ τα μέρη

απ’ όπου εκείνος πέρασε τη μέρα.

Ω, ναι! Τα προτιμώ τα βράδια εκείνα,

από τα πρωινά που τίποτα δεν βλέπω,

κι είν’ προς τη δύση τα παράθυρά μου ανοιγμένα.

Μα κι ένας τοίχος που οι γειτονικές σκιές

διπλάσιο τον κάνουν να φαντάζει

και σαν δυο λύκαινες, θε να τις δεις, πάνω του να χιμούνε,

τ’ ακρώμια, λες, από ’να ταύρο να ξεσκίσουν.

 

Τα χειμωνιάτικα τα βράδια, ψιλή βροχή σαν πέφτει

στης Ιαρίβης πάνω τα τοπία

που μου θυμίζουνε τους πίνακες του Ουτρίλο,

τα βράδια εκείνα με τ’ ατέρμονο ψιλόβροχο

όλα σαν τρέμουνε, όπως συμβαίνει τη στιγμή

εκείνης της μεγάλης ευτυχίας –

όταν μακάρια ένα παιδί

απ’ το βυζί της μάνας του θηλάζει

σαν μοσχαράκι μέσα σε καλοκαιριού τη νύχτα,

όπως συμβαίνει τη στιγμή μιας κάποιας θλίψης,

σαν ρίξει κείνη τη σκιά της

στα μάτια μίας ώριμης κοπέλας,

που ψάχνει μάταια με το βλέμμα της τριγύρω.

 

Ω, Ιαρίβη, Ιαρίβη,

ηδονικά απλωμένη στων ορυζώνων τ’ απαλό χορτάρι·

εκεί ο άνεμος, εκεί κι η καθαρότητα,

ν’ απομακρύνονται, να ξανασμίγουν,

κι απ’ την αρχή όλα πάλι.

Στους βράχους πάνω στέκεις μοναχή

όπως οι κάκτοι,

και σαν το βόδι που ξάπλωσε στη γη

και τρόμαξε απ’ τη νύχτας το σκοτάδι·

είναι σ’ εκείνο το κατώφλι από τα βράδια του χειμώνα,

που βρίσκεις έξαφνα τον εαυτό

που ’ναι δικός σου!

 

 

Είσαι φτιαγμένη απ’ όνειρα Ιαρίβη,

αλλά κι από μελαγχολία,

ω, τύμβε, εσύ,  κατάφυτε της φυτρωμένης πλάσης

στέκεις σαν σπίτι παγωμένο,

που το ’χουν ζώσει οι κισσοί,

ετούτους τους κισσούς

που οι πέντε ανέμοι θα νικήσουν

πίσω απ’ τους κάπρους καθώς βάλθηκαν να τρέχουν·

έξω απ’ την πόρτα μου είναι τώρα

και ουρλιάζουν.

 

 

ΚΑΚΤΟΣ

 

 

Tα τόσα χέρια τα λιωμένα

χέρια προτεταμένα

λουλούδια στο γαλάζιο που προσφέρουν,

τα τόσα χέρια δίχως δάχτυλα

που ο ήλιος να κεντρίσει δεν μπορεί,

θα έλεγε κανείς,

πως μια κρυφή πηγή, πηγή βουβή,

μες στις ανέγγιχτες παλάμες κατοικεί·

Λένε πως τούτη η εσώτερη πηγή,

μυριάδων μόσχων τη δίψα έχει σβήσει

κι αμέτρητων, περιπλανώμενων φυλών,

–φυλές στους πέντε ανέμους–

μέχρις εκεί που ο ορίζοντας του Νότου κλείνει.

 

Απ’ την πηγή εκείνη θα δεις να ξεπηδούν

χέρια χωρίς τα δάχτυλά τους

χέρια λιωμένα

που το γαλάζιο στεφανώνουν.

 

Εδώ,

όταν ακόμη της Πόλης οι πλαγιές δεν είχαν πρασινίσει

όσο οι αχτίδες αυτού του φεγγαρόφωτου

που μες στα δάση σαν ποτάμι ρέει,

κι όταν ο άνεμος φυσούσε ακόμη

πάνω στους λόφους της Ιαρίβης,

εκείνες οι λεπρές γυναίκες

οι μ’ άνθη στολισμένες

σαν ταύροι κάθονταν θρεμμένοι

τα γόνατα τους στη γη που ’χαν λυγίσει·

εκείνες, μόνες, πάνω σε βράχια κοφτερά έμεναν πάντα

π’ ούτε τ’ αγριοκάτσικα δεν τα ’χανε πατήσει.

Εκεί είχανε την σκήτη τους,

δικές τους τις πηγές κρατούσαν.

 

Έλα λοιπόν να εισδύσεις μέσα σ’ αυτό το σπήλαιο

απ’ όπου εκείνες ήρθαν

αν θες να μάθεις ποια κακόβουλη πηγή

τις έχει ξεκληρίσει,

–κι είναι πηγή πιο νεφελώδης κι απ’ την εσπέρα,

κι από την αύρα την πιο μακρυσμένη–

ακόμα κι έτσι όμως,

περσότερα από μένα, δεν θα μάθεις:

της γης το αίμα, κι ο ίδρωτας της πέτρας,

τ’ ανέμου σπέρμα,

όλα μαζί χιμήξανε

άγρια στις παλάμες τους να ρέουν,

τα δάχτυλά τους διέλυσαν,

κι άνθη εκεί αποθέσαν.

 

Γνωρίζω ένα παιδί,

στο θεϊκό βασίλειο πρίγκιπας που είν’ ακόμη,

και θα ’θελε σε όλα αυτά

ετούτο να προσθέσει:

«Κι η Μοίρα, έλεος δείχνοντας σ’ εκείνες τις λεπρές,

τους είπε να φυτέψουνε λουλούδια

τους είπε να κρατήσουνε δικές τους τις πηγές

μακρυά –πολύ μακρυά–

απ’ τους σκληρούς ανθρώπους».

 

 

 

ΖΕΜΠOY

 

 

Από τα χρόνια κυρτωμένος

όπως κι οι πόλεις της Ιμερίνα

πάνω στους λόφους που στέκουν μόνες

ή λαξευμένες μες στους βράχους·

και σαν αψίδα

που η σελήνη ύψωσε πάνω στο χώμα.

Να τον! Τον βλέπετε, τον δυνατό τον ταύρο,

κι είναι μαβής, όπως μαβί έχει αίμα.

 

Ήπιε στις όχθες απ’ τα ποτάμια,

βόσκησε κάκτους και πασχαλιά·

σκυμμένος τώρα πάνω απ’ τη μανιόκα

βαρύς ακόμα απ’ τ’ άρωμα της γης,

μπροστά στα στάχυα του ορυζώνα

απ’ όπου βίαια αναδύονται

τ’ αρώματα της σκιάς και του ήλιου.

 

To βράδυ έπεσε,

κι ορίζοντα δεν βλέπεις πια.

Ο ταύρος θωρεί την ερημιά που απλώνει

μέχρι τα πέρατα της νύχτας.

Τα κέρατα υψώνει.

 

Έρημος, έρημος,

έρημος μπρος στο ζώο το ισχυρό

που με το βράδυ στάλιασε

στο σιωπηλό βασίλειο,

τι άραγε να σκέφτεται μέσα στο μισοΰπνι;

Μην τους δικούς του σκέφτεται που ’ν’ όλοι πεινασμένοι,

που ’ν’ όλοι κατακόκκινοι όπως ετούτη η σκόνη

που σαν περνούν σηκώνουνε στο πέρασμά τους μέσα,

αυτοί, της γης οι κύριοι – γης που δεν κατοικείται.

Μην πάλι τους προγόνους του που θρέφανε οι αγρότες

να τους ξεσύρουνε μετά, βαθιά στην πόλη μέσα,

με πορτοκάλια ώριμα γύρω απ’ τις κεφαλές τους

και σφάγια να τους φέρουνε, τιμή στον Βασιλέα.

 

Αναπηδά και μουκανίζει,

πλάσμα που δίχως δόξα θάνατος του μέλλεται,

μετά, αποκοιμιέται αναμένοντας

και μοιάζει μ’ ένα εξόγκωμα στης γης το δέρας.

 

 

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1935)

 

 

5.

 

 

Κοιμάσαι, αγαπημένη μου·

κοιμάσαι μες στα χέρια της, γλυκό μου στερνοπούλι.

Και δεν μπορώ τα μάτια σου να ιδώ,

που τα βαραίνει η νύχτα

και που ιριδίζουν πάντοτε σαν τα μαργαριτάρια

ή σαν τις ρώγες από τ’ ώριμο σταφύλι.

 

Ριπή τ’ ανέμου ξάφνου, την πόρτα μας ανοίγει,

φουσκώνοντας τις αλαφρές μας φορεσιές

και κάνοντας να τρέμουν τα μαλλιά μας,

παίρνει μετά φύλλο χαρτί πάνω από το τραπέζι

που να τ’ αρπάξω πρόλαβα, λίγο πριν το κατώφλι.

 

Σηκώνω το κεφάλι μου,

το ποίημα αρχινισμένο

και το κρατώ μες στην παλάμη μου:

τα μάτια σας ανοιγοκλειούν μες στο γαλάζιο,

και τα ονομάζω: άστρα.

 

 

19.

 

 

Θα ’ρθει μια μέρα ένας νέος ποιητής

που τον αδύνατ’ όρκο σου θα καταλάβει,

έχοντας πρώτα τα βιβλία σου γνωρίσει,

σπάνια καθώς είν’ αυτά σαν τα υπόγεια λούλουδα,

γραμμένα για φίλους εκατό

‒ μήτε για έναν, μήτε για χίλιους γράφτηκαν.

 

Και μες σε κόλπο που σκιά θα τονέ κρύβει

εκεί θα σε διαβάσει,

με μόνο φως το θάλπος της καρδιάς του,

’κει που τον χτύπο κι η δική σου θα ξανάβρει,

και δεν θα σε πιστέψει

στου ωκεανού τα κύμματα που φούσκωσαν και σκάνε

που πάντα θα γεμίζουν τις ανήλιαγες αβύσσους·

κι ούτε στην άμμο, κι ούτε στη γη την ’κόκκινη,

ούτε κάτω απ’ τους βράχους που οι λειχήνες κατατρώνε,

και πίσω του θ’ απλώνονται

ως και των ζωντανών τη χώρα

που ’ναι τυφλοί, που ’ναι βουβοί

από την εποχή της Γένεσης.

Τότε θ’ ανασηκώσει το κεφάλι του

και θα ’ναι εκείνος σίγουρος πως μέσα στο γαλάζιο,

ανάμεσα σ’ ανέμους κι άστρα,

το μνήμα σου ανεγέρθη.

 

 

 

ΖΑΝ ΖΟΖΕΦ ΡΑΜΠΕΑΡΙΒΕΛΟ

Ο Ζαν Ζοζέφ Ραμπεαριβέλο (Jean Joseph Rabearivelo) γεννήθηκε στη Μαδαγασκάρη το 1903 και απεβίωσε το 1937. Ο Μαλγάσιος αυτός ποιητής έζησε και δημιούργησε κατά την περίοδο που η πατρίδα του ήταν αποικία της Γαλλίας. Έλαβε την παιδεία του εξ’ ολοκλήρου στη γαλλική γλώσσα. Γράφει στα γαλλικά τις ποιητικές συνθέσεις: Το Κύπελλο με τις Στάχτες (1924), Δάση (1927) και Τόμοι (1928). Μεταξύ 1931 και 1932 ολοκληρώνει, διαδοχικά, τις ποιητικές συλλογές: Σχεδόν Όνειρα και Μετάφραση της Νύχτας, τις οποίες θα εκδώσει μέσα στα επόμενα χρόνια (1934-1935). Τα δύο αυτά βιβλία τα οποία θεωρούνται τα πιο σημαντικά και καινοτόμα του έργα, θα τα εκδώσει μόνο στη γαλλική γλώσσα, παρόλο που είχε συγγράψει κάθε τους ποίημα ταυτόχρονα και στη μαλγασική.
Ο Ραμπεαριβέλο σε μια θεσπέσια γαλλική –προϊόν διάδρασης με τη μαλγασική γλώσσα– θα μιλήσει με τρόπο απαλό και συνάμα ακατάβλητο, εύθραυστο και περήφανο, ρόδινο μα και τόσο μελαγχολικό, για ένα τοπίο κι ένα τραγούδι εσωτερικό που αφορά μια πατρίδα, η οποία, ω, ναι! είναι πέρα από κάθε αμφιβολία η Μαδαγασκάρη! Είναι όμως –ταυτόχρονα– και «η πατρίδα» της ανθρώπινης ψυχής, του σώματος, των χρωμάτων της ίριδας των ονείρων, καθώς αυτά μ’ αγάπη ακουμπούν στο γαλάζιο τ’ ουρανού, στη θέρμη της ανάσας των ζωντανών πλασμάτων, αλλά και τη δροσιά, τη σκοτεινιά, πολλές φορές, των μωβ δειλινών.
Το 1948 ο Λ. Σ. Σενιόρ συμπεριέλαβε ποιήματά του στην Ανθολογία νέας νέγρικης και μαλγάσιας ποίησης, την οποία προλόγισε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ με το γνωστό του κείμενο Μαύρος Ορφέας, αναφερόμενος ρητά και στο έργο Ραμπεριβέλο, στο πλαίσιο της ανάδυσης του λογοτεχνικού και πολιτικού κινήματος της négritude. Τέσσερα ποιήματά του σε ελληνική μετάφραση βρίσκουμε στην Παγκόσμια Ανθολογία Νέγρικης Ποίησης της Ρίτας Μπούμη Παπά (εκδόσεις Τύμφη, 1973), μεταξύ των οποίων και το ποίημα «Κάκτος» που μεταφράζουμε εκ νέου εδώ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.