You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου. Εκδ. Νίκας

Ζωή Κατσιαμπούρα: Ανθούλα Δανιήλ, Οι αξέχαστοι φίλοι μου. Εκδ. Νίκας

Ένας νεαρός της δεκαετίας 1955-1965 (νομίζω) έχει σταθμεύσει με τη μηχανή του κάθετα σε έναν έρημο ασφαλτόδρομο που χάνεται στο βάθος, όχι, λάθος, που χάνεται στα σύννεφα, άσπρα σύννεφα, χαμηλά, μπορεί να είναι και καπνός πυρκαγιάς. Ο νεαρός, mutatis mutandis κάτι σε Τζέημς Ντην στο σεμνότερο, χαμογελάει αχνά, μέσα από την παλαιά φωτογραφία του. Πάνω του, στα σύννεφα όπου καταλήγει ο ανηφορικός δρόμος, Οι αξέχαστοι φίλοι μου, ο τίτλος του βιβλίου της Ανθούλας Δανιήλ, το εξώφυλλο του οποίου κοιτάζω.

Οι αξέχαστοι φίλοι είναι αυτοί που έφυγαν στον δρόμο της μνήμης. Μπορεί να μας μένει αξέχαστο αυτό που πλέον δεν υπάρχει. Ένα φίλος ή μια φίλη από τα παλιά είναι αγαπημένος/η, είναι γκαρδιακός/η, είναι κολλητός/ή, αλλά αξέχαστος δεν είναι, αφού δεν τίθεται θέμα να τον/την ξεχάσουμε (κι ας ξεχνάμε καμιά φορά τα γενέθλια…), υπάρχει στη γειτονιά, στη λίστα τηλεφώνων, στα εβδομαδιαία ραντεβού για καφέ κτλ. Αξέχαστος είναι εκείνος που δεν υπάρχει πια και μάλλον πονάμε για αυτό.

Τον πόνο και τη λήθη ξορκίζει η Ανθούλα Δανιήλ σε αυτό το επιτύμβιο, λυρικό της βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2023 από τις εκδόσεις Νίκας.

Το βιβλίο έχει 150 σελίδες, χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και περιλαμβάνει, όπως λέει η ίδια στον πρόλογό της, «μικρά αφιερώματα σε ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μου και άφησαν το στίγμα τους έντονο». Μνημονεύονται 24 τέτοιοι άνθρωποι, αξέχαστοι φίλοι της καθημερινής της ζωής, αλλά και άλλοι, της επαγγελματικής της καριέρας  συναπαντήματα και συνταξιδιώτες. Και τους τραγουδάει, τους ζωντανεύει με συναισθηματική ένταση, κυρίως με αγάπη.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει την ιστορία ενός φονικού, του «καημένου Αθανασόπουλου» που έγινε τραγούδι στη δεκαετία του 1930, γιατί τον τεμάχισαν και τον πέταξαν στον Ιλισσό η γυναίκα του και η πεθερά του! Η Ανθούλα Δανιήλ δεν είχε φίλο τον Αθανασόπουλο καθώς η ίδια ήρθε στη ζωή δεκαετίες μετά, αλλά ο Αθανασόπουλος ήταν ο εργολάβος που έκτισε το Ζ  Γυμνάσιο Αρρένων στο Παγκράτι, το σχολείο όπου η συγγραφέας υπηρέτησε ως φιλόλογος και όπου γνώρισε μερικούς από τους αξέχαστους φίλους της.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται σε αυτούς τους παραπάνω, τους συναδέλφους του σχολείου. Τους περιγράφει, καθεμία και καθέναν, με στοργή, με τη στοργή που εξασφαλίζει η χρονική απόσταση, όταν από τους ανθρώπους που αγαπήσαμε στρογγυλεύουν οι γωνίες του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς τους και ξεχνιούνται τα κοινά και τα συνήθη, για να αναδυθούν στη μνήμη τα σημαντικά, αυτά που τους έκαναν αξιαγάπητους, αυτά που τους έκαναν φίλες και φίλους.

Πολύ συχνά διαβάζουμε συγγραφείς να θυμούνται κάποιους και να περιγράφουν συνήθως αυτά που πέρασαν μαζί τους. Κυρίως αυτού του είδους οι αναμνήσεις περιλαμβάνουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον αφηγητή. «Με αγαπούσε πολύ», «’Εγραψε για το έργο μου», «Μου έδωσε τραγούδια του» και τέτοια. Η Ανθούλα Δανιήλ δεν το κάνει αυτό. Η Ανθούλα Δανιήλ θυμάται τους νεκρούς της φίλους, «κλαίει» σε πρώτο πρόσωπο βέβαια, πώς αλλιώς, αρκετές φορές γελάει κιόλας, καθώς η μνήμη φέρνει στον νου ευτράπελα, σημασία όμως στην αφήγησή της δεν έχει τόσο η ιστορία, στην οποία και η αφηγήτρια συμμετέχει, αλλά το ιστορούμενο πρόσωπο, τα ωραία που άφησε πίσω στη μνήμη των φίλων. Και ειδικώς στη μνήμη της Α.Δ.

Ωστόσο, δεν είναι νεκρολογίες τα κείμενά της. Είναι στοχαστικά αφηγήματα, όπου η σκέψη αφήνεται να περιπλανιέται στην παρελθούσα, κοινή με τους αξέχαστους, ζωή και παράλληλα στα ποιητικά έργα που της ταιριάζουν της συγγραφέως για να εκφράσει με αγαπημένα ξένα λόγια τα αισθήματά της. Και δεν είναι μόνο η ποίηση: πολύ συχνά περνάει στον ονειρικό κόσμο για να συναντήσει, εκεί μπορεί, βεβαίως, τους αγαπημένους της.

«Εσύ γράφε εμείς καλά είμαστε εδώ», της λένε. Και γράφει, λοιπόν, κάτι που κατά κάποιο τρόπο της ζητούν!

Το τρίτο μέρος παρουσιάζονται οι φίλοι, λογοτέχνες και καλλιτέχνες, προσωπικές της γνωριμίες όμως, που γνώρισε το έργο τους, συγκινήθηκε και πόνεσε και έγραψε για αυτούς, όπως καταθέτει  στο εισαγωγικό σημείωμα του συγκεκριμένου μέρους. Είναι ο Γιάννης Δάλλας, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Κώστας Μπαλάσκας, ο Κώστας Παπαγεωργίου, ο Αντώνης Ζέρβας… Εδώ τα κείμενα είναι πιο πολύ κριτικές (και ερμηνευτικές…) παρουσιάσεις αγαπημένων έργων. Εδώ είναι η γνωστή Ανθούλα Δανιήλ που περιδιαβάζει με λυρισμό στους αγαπημένους της καλλιτεχνικούς χώρους, συνδυάζοντας τα κείμενα που αποτελούν το θέμα της με τους στίχους του Σεφέρη, του Ελύτη, του Παπαδιαμάντη, του Καζαντζάκη κτλ., παρουσιάζοντας σε ένα οιονεί καλειδοσκόπιο ό,τι την έχει συγκινήσει, ό,τι της είναι ούτως ή άλλως αξέχαστο!

Το τέταρτο, σύντομο όπως και το πρώτο, μέρος του βιβλίου, σαν να αποτελεί τον επίλογό του, αφιερώνεται στους αγαπημένους θείους της, με συγκινητικές αναμνήσεις από τη ζωή των συγγενών που πάντα παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση κάθε προσωπικότητας. Και το τελευταίο, σύντομο, κείμενο αυτού του μέρους και του βιβλίου ολόκληρου δεν αναφέρεται σε νεκρούς. Παρουσιάζει δυο κοριτσάκια, κόρες των ανιψιών της, που παίζουν ξένοιαστα  στην αυλή της κάνοντας «ρόδες», για να καταλήξει:

«…με τα λιγνά και τρυφερά χεράκια, ποδαράκια ροδαλά, ερήμην του Χρόνου, έκαναν προσομοίωση της ρόδας που γυρίζει σαν να ξετυλίγει ένα ατελείωτο σπιράλ, τη σερπαντίνα του Χρόνου».

Ρόδα, λοιπόν, ο Χρόνος και η ζωή και μάλιστα με κάτι από γιορτή καρναβαλιού. Από γιορτή που ας πούμε, αψηφά τον θάνατο!

Δεν τον αψηφά τον θάνατο η Α.Δ. στο βιβλίο της, φαίνεται συχνά να πονάει συγκινημένη από την ανάμνηση των αξέχαστών της. Τον ακυρώνει όμως, με τη μνήμη και τον στοχασμό, με την αποδοχή του πεπερασμένου της ύπαρξης που «ξεπερνιέται» μέσω της δημιουργικότητας, είτε είναι ποιήματα και βιβλία τα γεννήματα αυτής της δημιουργικότητας, είτε οργάνωση λουκούλειων εορταστικών γευμάτων, είτε ψυχική και υλική χουβαρντοσύνη που μένουν στη μνήμη.

Με τις λυρικές της αφηγήσεις, με τους στοχασμούς της, με τη συνεχή περιδιάβαση στα κείμενα και τους δημιουργούς που την έχουν διαμορφώσει η Α.Δ. έκανε ένα ακατάτακτο βιβλίο, είδος μικτό, (αλλά νόμιμο, όπως στοχαζόταν ο Μέγας…), όπως και οι Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα και το Ψηφιδωτό, προπάντων, τα προηγούμενα βιβλία της αυτού του είδους. Ένα βιβλίο που αναδημιουργεί μια εποχή, σαν μυθιστόρημα, πληροφορεί, προβληματίζει και διαβάζεται, μια και δυο και τρεις φορές με πολύ ενδιαφέρον!

2023-06-27

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.