You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Χρύσα Αλεξοπούλου, Της Γραφής. Εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2023

Ζωή Κατσιαμπούρα: Χρύσα Αλεξοπούλου, Της Γραφής. Εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2023

Η Χρύσα Ευσταθίου Αλεξοπούλου είναι ποιήτρια γνωστή και βραβευμένη (Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα 2021 για τη συλλογή Πορείες Κατάδυσης, εκδ. Περισπωμένη, 2020). Έχει εκδώσει και τις συλλογές  Βορείως του Νότου (εκδ. Γαβριηλίδης, 2005),  30 και μία νυχτερινές αντανακλάσεις,  Ηριδανός 2008, Τόπος ένδον, Ηριδανός 2012, Φάος φάος φάος φως, εκδ. Γαβριηλίδης  2015. Είναι επίσης φιλόλογος με ιστορία, συγγραφέας φιλολογικών και  σχολικών βιβλίων, σχολική σύμβουλος. Δηλαδή, γενικά, η γραφή την έχει απασχολήσει, ως επάγγελμα και ως επιλογή. Και τώρα, να! αφιερώνει στην ίδια την απασχόλησή της, τη Γραφή, το πρόσφατο βιβλίο της.

Είναι φαίνεται  ανάγκη για τους ποιητές να μιλήσουν για την τέχνη τους με την τέχνη τους. Μια πρόχειρη ματιά στο Διαδίκτυο γράφοντας στο Google «ποιήματα ποιητικής» αποδίδει περίπου 2.070.000! Βεβαίως αυτό σημαίνει απλώς ότι ο όρος αναφέρεται τόσες φορές και σίγουρα πολλές από αυτές τις φορές στα ίδια ποιήματα. Ωστόσο, η πλειονότητα των ποιητών, από τον πατέρα τους τον Όμηρο ήδη, αρέσκονται να παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο κάνουν τη δουλειά τους![1]  Για ποιον το κάνουν; Μαθήματα στους νεότερους ποιητές; Σημειώσεις «προς εαυτόν», να μην ξεχνιούνται; Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο αν απαντηθεί και το γενικότερο «γιατί γράφεται η ποίηση».

Μάλλον δεν έχει απαντηθεί επαρκώς, κάθε καινούργιο έργο όμως είναι μια μικρή, αποσπασματική  απάντηση.

Της γραφής, λοιπόν, το καινούργιο έργο της Χ.Α., περιγραφή και χάρισμα: 60 σελίδες το βιβλίο, με ένα χαρακτικό του Γιάννη Ευθυμιάδη στο εξώφυλλο, ένα μπουκέτο γραμματένια λουλούδια, και χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο, «της γραφής», περιλαμβάνει12 άτιτλα ποιήματα. Το δεύτερο, «λόγου σημεία», διαιρείται με τη σειρά του στα μικρότερα «σημεία στίξης», 13 ποιήματα, «τόνοι και πνεύματα» 4 και  «σχήματα λόγου» 7. Το δεύτερο αυτό μέρος ανοίγει με το ποίημα Α και κλείνει με το ποίημα Ω! Γενικά, ούτε του δευτέρου μέρους τα 26 ποιήματα έχουν τίτλους. Στο βιβλίο υπάρχουν δύο υποσημειώσεις, μία στο δέκατο ποίημα «της γραφής» που σχολιάζει την σύνθεσή του ως συνομιλία με τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ποίηση μες στην ποίηση  και μία ακόμη στο ποίημα Ω, για να το χαρακτηρίσει ως συνομιλία με το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Θα πάω στον Ασκληπιό μ’ ένα κοκόρι», από τη συλλογή Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013.

Δεν είναι οι μόνοι ποιητές με τους οποίους συνομιλεί εδώ η Χρύσα Αλεξοπούλου. Στο 5ο ποίημα της «γραφής» προστάζει αυστηρά στον πρώτο στίχο

«Μην τις καρφώνεις τις λέξεις»,

Για να συνεχίσει με τρυφερότητα

«Να συμμερίζεσαι τον πόνο της σταύρωσης.

Άφηνέ τες ελεύθερες να μετεωρίζονται,

Να παλινδρομούν ανάμεσα σε σημασία κι αίσθημα».

Άλλος ο στόχος του Μ. Αναγνωστάκη που θέλει τις λέξεις σαν πρόκες  να καρφώνονται, να μην τις παίρνει ο άνεμος, για να στηλιτεύσει την κατάσταση πραγμάτων γύρω του, άλλος της Χρύσας Αλεξοπούλου. Ποιος είναι όμως ο στόχος της Χρύσας Αλεξοπούλου; Ή, τουλάχιστον, ποιος μπορούμε να διαβάσουμε πως είναι; Συνεχίζει:

«Μπορεί να σε εκπλήξουν παλλόμενες, καθώς

Θα υπερβαίνουν τα μέτρα τους.

Θα μεγαλώνουν την απόσταση από σένα,

Θα κυκλοφορούν αυτόνομα ωραίες.

Συγκινητικό! Ετοιμάζει τις λέξεις για την ελευθερία τους, την αυτονομία τους, το νόημα που μπορούν να δώσουν στον αναγνώστη, ερήμην ενίοτε της διάθεσης της ίδιας που τις ποιεί!

Ας δούμε όμως, πώς περιγράφει από την αρχή η Χ.Α. τη γέννηση της γραφής, της δικής της γραφής και, μπορεί,  κάποιων ομοτέχνων της:

Η μνήμη [2] σε λευκά σεντόνια ξαπλώνει τα γεννήματά της

να λάβουν σάρκα άυλη, ανέγγιχτη από τις δίνες της λήθης,

να ζυγιστούν με αντίβαρο το «θέλω» της φθοράς της φθονερής.[3]

Γονιμοποιητής το φως, σμήνη σημάδια ξεσηκώνει. Τότε

 ενθύμια σε κυκλώνουν βακχικά –μνημοδότες του

τώρα–  ψάχνουν τη λέξη-ένδυμα, τη ρίζα σε λεπτό χαρτί,

της σιωπής το κρύσταλλο να θρυμματίσουν.

Ο Παλαιός των ημερών θα αποφασίσει πόσο μελάνι

οι αρμοί θα καταπιούν μέχρι αρμονικά να κλείσουν.

Η μνήμη στα λευκά σεντόνια, τα γεννήματα που ζυγίζονται με τη φθορά, ο γονιμοποιητής, τα σμήνη που ξεσηκώνονται, τα βακχικά ενθύμια σχεδιάζουν αμυδρά μια σκηνή γέννησης! Να λοιπόν, πώς γεννάται η γραφή. Από τη μνήμη, γονιμοποιημένη από τον φωτισμό της, την εστίαση σε αυτήν, και τα ξεσηκωμένα σμήνη σημάδια που σε κυκλώνουν σε έναν βακχικό χορό, να ραγίσουν τη σιωπή, να ριζώσουν στο χαρτί. Έκσταση η γραφή, εν πρώτοις. Κι ο  Θεός μόνο  ξέρει πώς θα εξελιχθεί (κάθε φορά…).

Η αρχή, λοιπόν, η μνήμη που φωτίζεται.

Για να γεννήσει, με ωδίνες, τις αναμνήσεις. Και εσύ, η ποιήτρια, ο ποιητής, ο δημιουργός, θα δοκιμάσεις να κεντήσεις (και μάλιστα χωρίς τη βοηθητική στάμπα!), θα παλέψεις, σαν Ιακώβ, με τον άγγελο της γλώσσας. Έτσι συνεχίζεται η γραφή, στο ποίημα 2, με επισήμανση, στο τέλος:

«Ένα το Χρέος, να νηστεύεις την εύκολη

χαρά που μόνο να προδίδει ξέρε».

 

Θέλει αγώνα κι ασκητισμό η δύσκολη χαρά, αυτή που μένει, που δεν προδίδει!

Μετά, στα ποιήματα 3 και 4, ο ποιητής-δημιουργός πιάνει το νόημα, κατεργάζεται τις λέξεις, Κι αφού έχει το υλικό, πρέπει να το δουλέψει. Η γέννα γίνεται εργαστήρι. Και σε αυτό το εργαστήρι παύει πια το δεύτερο πρόσωπο, δεν μιλά στον ποιητή η Χ.Α., ούτε στον καθρέφτη. Αρχίζει, από το ποίημα 6 να περιγράφει σε τρίτο πρόσωπο  τον κόπο και την αγωνία  της γραφής:

«Κεντάει εικόνες, πρόσωπα υποδέχεται.

Χαράζει το χαρτί με απληστία στοργική,

μύστης αυτός ανευλόγητος,

δρομέας αντοχής αστεφάνωτος,

αφού ποτέ δεν τερματίζει.

 

Ο ποιητής συναρμολογεί με υπομονή τη μοναξιά

του, μα όσο γράφει κι ιστορεί ποτέ δεν είναι μόνος». (ποίημα 6)

Πώς να είναι μόνος, έχοντας μαζί του, στη μοναξιά του,  τη δουλειά τόσων και τόσων, όσων επιβάλλουν με την ανάμνησή τους, ενστικτωδώς ίσως,  τον τελικό, γνωμικό δεκαπεντασύλλαβο;

Στο ποίημα 11 εγκαταλείπεται το τρίτο πρόσωπο της περιγραφής. Εδώ η ποιήτρια καταθέτει την δική της εμπειρία (όχι ότι και οι άλλες, στα προηγούμενα  ποιήματα, δεν ήταν δικές της, αλλά εδώ έχει να κάνει δήλωση κι ομολογία) σε πρώτο πρόσωπο:

Γράφω , όπως γράφουν πολλοί

όπως γράφουν όλοι

με δανεικά ή καλύτερα με

δανεισμένα από τα πάντα

στο τώρα, σύμβολα σταθερά

σε νόημα ασταθές

μεταβαλλόμενο γύρω μου

κι εντός μου,

απείθαρχο στη στιγμή,

πειθαρχημένο στην παραδοξότητα

μιας συνέχειας μόνιμα

διαφορετικά παρούσας.

‒ Κι αυτό που γράφω;

Αυτό που έγραψαν πολλοί

ή θα γράψουν άλλοι;

‒ Επινοήσεις σχέσεων, υπάρξεις

του κάθε φορά τώρα που

στροβιλίζονται στο άπειρο του

λόγου με ταυτότητα υπογραφής

τον Άνθρωπο.

 

Για αυτό γράφει, λέει η ποιήτρια.  Εξερευνώντας την ουσία του Ανθρώπου, μαζί με τους άλλους, στο παρελθόν και στο μέλλον, αφήνοντας την υπογραφή της ως Άνθρωπος, γεννήτωρ και δημιουργός.

Και,  τέλος, στο ποίημα 12, συνοψίζει, με τριτοπρόσωπη «αντικειμενικότητα» τα ανήκοντα στη γραφή,  αρχίζοντας τη στροφή με την καταγραφή των ιδιοτήτων, της «περιουσίας» της

«Της γραφής είναι»

Και τελειώνοντας, αφήνοντάς το μάλλον ατελές, το ποίημα με την ίδια αναγνώριση

«Της γραφής είναι…» εις άπειρον

Σε ένα δικό της «Άξιον εστί» αποδίδει στη γραφή τον χορό, το σώμα, όλα τα ανθρώπινα,

«Ό,τι μπορεί και απειλεί τη στασιμότητα,

όλες οι τεταμένες μας αναμονές».

Εμβληματικό ποίημα. Που συνάπτει τη γραφή με τη ζωή. Όπως την ταιριάζει ο ποιητής και μαζί κι ο αναγνώστης.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, τα «Σημεία στίξεως», έχουν θέμα κυριολεκτικά τα σημεία στίξεως, το σμήνος σημαδάκια της γραφής.[4]

Τα συμπαθεί η φιλόλογος ποιήτρια, δεν τα γεννά η μνήμη αυτά, είναι τα σύμβολα  που «χωρίς ρυθμούς, προσαρμογές, μοντέρνες αλλοιώσεις»

 

«Δίνουν φωνή στη σιωπή,

στον δισταγμό ελπίδα,

το πάθος το ανέκφραστο

ορίζουν».

Σπουδαίος ο ρόλος τους, λοιπόν! Και τα εγκωμιάζει η Χ.Α. Την τελεία, το κόμμα, τη διπλή τελεία, την άνω τελεία κτλ., αλλά και τους τόνους και τα σχήματα λόγου.  Περιγράφοντας τα αισθήματα που αυτά εκφράζουν στη γραφή, τα ανθρώπινα αισθήματα που παλεύουν να δηλωθούν! Έκπληξη!

Δεν φαντάζεται κανείς, πριν διαβάσει το βιβλίο, ότι θα μπορούσε να περιγραφεί λυρικά η αναποφασιστικότητα ή η δυσκολία στη γραφή όπως περιγράφεται:

«Κι όταν πιστέψεις

ότι κατάληξες

κι αρχίζεις να τακτοποιείς

τον στοχασμό

με λέξεις,

πάλι δεν ξέρεις

το σωστό πώς λέγεται,

το λάθος πού ξενοδοχείται.

 

Τότε συντρέχουν

τα αποσιωπητικά

πρόθυμα μες στη φαντασία

να στεγάσουν

τ’αφανέρωτα».

Τα αποσιωπητικά, λοιπόν, και το θαυμαστικό και η παρομοίωση και η υπερβολή, φεύγουν από το πληκτικό και αμήχανο κεφάλαιο της γραμματικής για να προσωποποιηθούν, να μπουν στον ρυθμό, να βοηθήσουν στη γραφή. Το συναίσθημα βρίσκει τις λέξεις να εκφραστεί, πιάνουν αυτές τον έρρυθμο χορό τους και νάτο! Το ποίημα, το μέχρι τώρα ανείπωτο …

Γιατί σε όλο το βιβλίο η Χ.Α. αυτό θηρεύει. Εντοπίζει τη μάννα μνήμη, ζωγραφίζει τα συστατικά της ποιητικής γραφής, υποκλίνεται στους ταπεινούς βοηθούς της που με χάρη τους ξεχωρίζει και τους στολίζει για να καταλήξει, στο Ω,

«Δεν ξέρω αν έχει και για μένα

θέση ο Ασκληπιός στης Επιδαύρου

το εγκοιμητήριο, να πάω να ζητήσω

τη χάρη, τις λέξεις στα ενύπνια

ολοζώντανες να στέλνει.

………………………….

…ας στέρξει στη μόνιμη

παράκλησή μου, να μου αρμόζει

γλώσσα γενναία με νόημα ανθηρό

σε πλήρη ενσάρκωση του άυλου».

 

Το ενσάρκωσε πάντως το άυλο εδώ η Χ. Α., έπιασαν τα παρακάλια!

Ο «ετασμός» στη διαδικασία και την τεχνική της γραφής την οδήγησε να συνθέσει ένα λυρικό σύνολο για την ανθρώπινη πορεία, τον ανθρώπινο μόχθο προς την έκφραση, με πλούσια γλώσσα γεμάτη εκπλήξεις, με τρυφερότητα, με βαθύ στοχασμό.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο ποίημά του «Ποιητής» λέει

«…Μήτε κι αληθινά που ξέρω πράμα

πιο θλιβερό, απ᾿ του πόνου σου το δράμα,

του Πόνου αυτού, που στέργει για κλουβί του,

το χώρο ενός ανθρώπινου αλφαβήτου!

Κι αφού, σα τα μικρὰ παιδάκια, παίξεις,

τόσο καιρό, με ρίμες και με λέξεις

κι όλες σου τις ελπίδες αφανίσεις,

χαμένος, όλος, μέσ᾿ στις αναμνήσεις,

μόλις φανούν οι πρώτες μαύρες τύψεις

κι έρθ᾿ η στιγμὴ να σκύψεις, να μη σκύψεις,

μα παίρνοντας μαζί το θησαυρό σου,

το  Γολγοθά σου ανέβα και σταυρώσου!»

 

Ο Λαπαθιώτης γράφει για τη γραφή ως πόνο.

 

Η Χ.Α. θεωρεί ότι

 

«Της γραφής είναι

οι διεσταλμένες κόρες τότε που ψάχνουν

λέξεις-όπλα να τρώσουν καίρια το μηδέν».

 

Και ακόμα

«Της γραφής είναι

οι κόρες της ενοχής που τις βάφτισαν τύψεις,

αντίδοτο της λησμονιάς, σαράκι οχληρό της ησυχίας».

 

Η γραφή της δεν την οδηγεί επ’ ουδενί στον Γολγοθά.

Η αναζήτηση της γραφής την οδηγεί στη λύτρωση της εκπεφρασμένης με χάρη και ρυθμό βαθιάς σκέψης.

 

Και εμάς τους αναγνώστες της μαζί…

 

 

[1] Το σχολικό βιβλίο Νεοελληνική Λογοτεχνία θεωρητικής κατεύθυνσης, στην Γ΄ Λυκείου από τη  δεκαετία του 1990, είχε κεφάλαιο με ποιήματα για την ποίηση, ενημερώνοντας ένα ευρύτερο κοινό για τη νεοελληνική ποιητική παραγωγή επί αυτού και συντελώντας στη συζήτηση για το θέμα. Και τον Σεπτέμβριο του 2006 εκδόθηκε από τον Καστανιώτη το βιβλίο των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου Ποίηση για την ποίηση, όπου 150 ποιητές σε 150 ποιήματα προσπαθούσαν να ορίσουν τι είναι ποίηση!
[2] Το μότο του κεφαλαίου είναι: Δεν είναι δυνατόν να καταλάβουμε την Ποίηση χωρίς μια πλούσια μνήμη.
W.B.Yeats
Οπότε, το  ποιητικό αφιέρωμα στη γραφή αρχίζει, συναινεί η Χ.Α. από τη μνήμη.
[3] Την παρήχηση δεν θα την κάνει ποίημα στα σχήματα λόγου παρακάτω, τη χρησιμοποιεί όμως πολύ εικονιστικά εδώ!
[4] Το 1979 εκδόθηκε από τον Κέδρο η συλλογή της Μαρίας Λαϊνά Σημεία Στίξεως. Η φράση με μεταφορική σημασία όμως. Έτσι κι αλλιώς οι λέξεις κυκλοφορούν αυτόνομα ωραίες…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.