You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Έρη Σταυροπούλου,  Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.  ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ/ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ/ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 1821, ΑΘΗΝΑ 2022

Ζωή Κατσιαμπούρα: Έρη Σταυροπούλου,  Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.  ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ/ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ/ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 1821, ΑΘΗΝΑ 2022

Το βιβλίο της ομότιμης καθηγήτριας νεοελληνικής φιλολογίας Έρης Σταυροπούλου εκδόθηκε το 2022, στο πλαίσιο του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821, προσθέτοντας πολλά στη μελέτη της ποίησης που σχετίζεται με αυτήν.

Η σύγχρονη φιλολογία στον τόπο μας είχε δείξει μια διάθεση, μετά τη δεκαετία του 1980,  να  ασχολείται με την ποίηση, όπως και γενικά με τη λογοτεχνία στο σύνολό της, εξετάζοντας  τα κείμενα κυρίως ως κείμενα, εξετάζοντας δηλαδή την τεχνική της κατασκευής τους, ερευνώντας τους τρόπους της αφήγησης και διερευνώντας με βάση τους δείκτες αυτούς,  πειστικότερα και τεκμηριωμένα, αυτό που θέλουν να εκφράσουν οι γράφοντες ή και αυτό που εκφράζουν χωρίς να το θέλουν.

Όχι ότι έλειψε ποτέ η ανάγκη να επισημαίνεται το ιστορικό πλαίσιο της γραφής των έργων ή ακόμα και τα στοιχεία της προσωπικότητας των συγγραφέων, αλλά, ας πούμε, περνούσαν κάπως σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας την πρώτη στην τεχνική προσέγγιση του ίδιου του κειμένου.

Η μέθοδος αυτή, όπως «εκλαϊκεύτηκε» και προσγειώθηκε  στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση, πρόσθεσε στην προσέγγιση των έργων (όπως κάνει κάθε μέθοδος). Απάλλαξε, όσο γινόταν, τον σχολιασμό κειμένων από πληκτικές, τυποποιημένες και άνοστες  «βιογραφίες συγγραφέων», καθώς και από ρομαντικά, συναισθηματικά  σχόλια, επιμένοντας στον τρόπο με τον οποίο φτάνει το νόημα του κειμένου στον αναγνώστη του, εστιάζοντας στο είδος του αφηγητή, στον χρόνο και την εστίαση της αφήγησης κτλ. Η επίμονη όμως διερεύνηση της δομής και της τεχνικής στερούσε χρόνο από τον σχολιασμό του νοήματος του κειμένου και την αναζήτηση της σχέσης του με την κοινωνία που περιέβαλλε τον δημιουργό του. Αναφέρομαι, φυσικά, σε αυτό που ξέρω, στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση, ως το 2012,[1]  ειδικά στη Δευτεροβάθμια. Διδασκαλία που δεν ήταν μόνο ζήτημα ταλέντου και γνώσεων των διδασκόντων και διδασκουσών, δεν  ήταν απότοκο τύχης, αλλά στόχος κεντρικού σχεδιασμού και, άρα, κυρίως παράγωγο της πανεπιστημιακής έρευνας και διδασκαλίας περί τα τοιαύτα.

Βέβαια, όπως και όλα σχεδόν τα άλλα πεδία έρευνας, η φιλολογία δεν σταματά να εξετάζει και να επανεξετάζει τα θέματά της, να επινοεί καινούργια, να διευρύνει την οπτική και να συνθέτει νέες προτάσεις, να παράγει γνώση.

Διαβάζοντας το έργο της Έρης Σταυροπούλου αισθάνθηκα ότι θα ήθελα να είμαι ακόμα καθηγήτρια! Είναι τόσες οι πληροφορίες που καταγράφει και είναι τόσες οι συνδέσεις που κάνει, ώστε να θέλω πολύ να χρησιμοποιήσω το υλικό της, να τα πω με τη σειρά μου, να μπορούσα να οργανώσω και για τους μαθητές του λυκείου μια ιστορική προσέγγιση της ποίησης του Εικοσιένα και της ποίησης για το Εικοσιένα, επιμένοντας, πέρα από τις «κειμενοκεντρικές» και «μαθητοκεντρικές» προσεγγίσεις, πέρα από τη δομή του νοήματος και την τεχνική της σύνθεσης του λόγου, κυρίως στην προσέγγιση των κειμένων ως παραγώγων της εποχής τους, ως εκφράσεων των ιδεών της εποχής τους, μέσα από την έμπνευση και τον κάματο των ποιητών! Να συγκινηθούν, μαθαίνοντας παράλληλα και πώς αλλάζει η συγκίνηση μαζί με την Ιστορία! Να κατανοήσουν και να αποδεχτούν –ή και όχι– το ποίημα!

Βεβαίως το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε καθηγήτριες (και τέως…), ούτε σε ιστορικούς, ούτε σε φοιτητές φιλολογίας και ιστορίας αποκλειστικά και ειδικά. Είναι ένα βιβλίο που εξετάζει σε βάθος το αντικείμενό του και παράλληλα το παρουσιάζει σε ευχάριστο ανάγνωσμα. Μπορεί να το διαβάσει και να το απολαύσει όποιος έχει ένα ενδιαφέρον για την ποίηση ή/και το Εικοσιένα.

Η περιποιημένη έκδοση των 366 σελίδων περιλαμβάνει μια κατατοπιστική Εισαγωγή-οδηγό ανάγνωσης, ποιητικό σχολιασμένο υλικό σε πέντε κεφάλαια, Επιλεγόμενα, όπου συνάγονται γενικά συμπεράσματα, Βιβλιογραφία[2] και Ευρετήριο προσώπων και τόπων.

Τα πέντε κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα με τη σειρά:

  1. Στην ποίηση πριν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα
  2. Στον επαναστατικό ρομαντισμό (1830-1880)
  3. Στην ποίηση της εποχής των θριάμβων και ηττών, όπως την ονομάζει (1880-1940) 4. Στην ποίηση της δεκαετίας 1940-1949 και
  4. Στη ποίηση των ετών από το 1950 ως τις μέρες μας.[3]

Ανθολογίες με την ποιητική παραγωγή του Εικοσιένα και για το Εικοσιένα (ή ανθολογίες που περιλαμβάνουν ποιήματα και από αυτήν) έχουν συντεθεί αρκετές. Το 2021 μάλιστα το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος και η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσαν, με ανθολόγηση  των Θανάση Γαλανάκη και Μάνου Κουμή και  τον τόμο Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Ο Αγώνας του Εικοσιένα στην Ελληνική και ξένη ποίηση, ένα πλούσιο και σημαντικό έργο. Η Έρη Σταυροπούλου όμως δεν ανθολογεί (και ας ανθολογεί…). Παρουσιάζει τα ποιητικά έργα ως στοιχεία που θα οδηγήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι ποιητές (και το αναγνωστικό κοινό που τους υποδέχτηκε και τους αποδέχτηκε) στο μεγάλο γεγονός , την Επανάσταση του Εικοσιένα, σε όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων, τότε και από τότε.

Στον «Πρόλογό» της η συγγραφέας δηλώνει ότι θέμα της «είναι ο διάλογος της ποίησης με την ιστορία σε όλους τους σχετικούς αναβαθμούς: η λογοτεχνία αναφέρεται στην ιστορία, η λογοτεχνία διαλέγεται με τα προηγούμενα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν σχέση με την ιστορία και η λογοτεχνία γίνεται ο διάμεσος ώστε τα ιστορικά γεγονότα να επικοινωνήσουν με τα νεότερα και σύγχρονα» (σελ. 14).

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου η Έρη Σταυροπούλου  ερευνά και παραθέτει τις αντιλήψεις ελλήνων λογοτεχνών, του 19ου αλλά και των αρχών του 20ού αιώνα, για τη σχέση ποίησης και ιστορίας, αλλά και για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ποίηση, προβάλλοντας την Ιστορία, στην τόνωση της φιλοπατρίας.  Αποκαλύπτει, μέσα από τον ίδιο τους τον λόγο, τη διάθεση των ποιητών, των δημιουργών γενικά, να λάβουν ρόλο καθοδηγητικό και διδακτικό, ώστε να «φυλάττουσιν ακοίμητον την ιεράν φλόγαν της φιλοπατρίας, παρηγορούσι την Ελλάδα, διατηρούσι την ελπίδα, χαροποιούσι τους τεθλιμμένους ήρωας», όπως έγραφε ο Ιωάννης Καρασούτσας  (σελίδα 25 του βιβλίου). Προχωρεί δε, με βάση τον λόγο του Παλαμά, από τον Πρόλογο στον Δωδεκάλογο του γύφτου [4]  και με το σχόλιο επίσης του Παλαμά: «Το Εικοσιένα. Έχουμε  ως την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι» (σελ. 33) να συμπεράνει, χρησιμοποιώντας και τις γνώμες των σύγχρονων θεωρητικών επί του θέματος, ότι η μυθολογία του Εικοσιένα και τα σύμβολά του που δημιουργήθηκαν στην κοινή αντίληψη (και με τη βοήθεια των ποιητών…) χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους ποιητές στα νεότερα χρόνια, όταν η λατρεία της πατρίδας ατονεί  και όταν, ακόμα, το Εικοσιένα χρησιμοποιείται ως τρόπος να ασκηθεί κριτική στη δημόσια ζωή της χώρας από διάφορες ιδεολογικές θέσεις.

Μετά την ανάλυση αυτή των εννοιών Ιστορία-Ποίηση-Μυθοποίηση, η Έρη Σταυροπούλου εξετάζει, με εμβρίθεια και πρωτοτυπία, την ποίηση του Ρήγα, του Σολωμού, του Κάλβου, των Σούτσων και άλλων, λαϊκών και λογίων, αγνώστων σήμερα, αλλά χαρακτηριστικών για την  ποιητική έκφραση της εποχής…

Τα κεφάλαια 2-5 αρχίζουν με στοιχεία «Εισαγωγικά για την εποχή και την ποίησή της» γοητευτικές αφηγήσεις των κύριων, κρίσιμων γεγονότων της κάθε εποχής και της επίδρασής τους στην ποιητική παραγωγή, και συνεχίζονται οργανωμένα σε υποδιαιρέσεις που εξετάζουν τις ιδιαιτερότητες της ποιητικής δημιουργίας σε κάθε περίοδο (λόγου χάριν, στην περίοδο 1940-1949,  αναπτύσσεται, μεταξύ άλλων  το θέμα «Το Εικοσιένα ως ιδανικό παρελθόν», ενώ το κεφάλαιο 5 («…ως τις μέρες μας») αναλύεται ειδικά και ως «Περίοδος αναστοχασμού», αλλά περιλαμβάνει και αναφορά «Η Επανάσταση στα τραγούδια», στα σύγχρονα τραγούδια, εννοείται.

Στα «Επιλεγόμενα»,   πολύ μεστό κείμενο, συνάγεται, μεταξύ άλλων:

«Τα ποιήματα για το Εικοσιένα φωτίζουν τα ιστορικά γεγονότα από την ιδιαίτερη σκοπιά του κάθε δημιουργού. Αν και πρόκειται για ατομικές αφηγήσεις, είναι μπολιασμένες όχι μόνο με προσωπικά βιώματα ή διαβάσματα, αλλά και με σχολικές  γνώσεις και άλλες ευρέως διαδεδομένες στην εποχή του κάθε ποιητή απόψεις. Γράφτηκαν παράλληλα με ιστορικά βιβλία και επιμέρους αφηγήσεις, όπως τα απομνημονεύματα των αγωνιστών ή άλλες μαρτυρίες με τις οποίες η λογοτεχνική δημιουργία άλλοτε συμπορεύεται, άλλοτε τις κρίνει ή τους αντιτίθεται. Ουσιαστικά οι ποιητές προσλαμβάνουν την Επανάσταση μέσα από ποικίλες περιγραφές, ιδεολογικά χρωματισμένες, και το ποιητικό αποτέλεσμα φέρει τα ίχνη της εποχής τους, ενώ ο διάλογος της ποίησης και της ιστορίας  είναι σύνθετος και πολυεπίπεδος» (σελ. 326).

Το πόσο σύνθετη και πολυεπίπεδη είναι η σχέση το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης όσο απολαμβάνει το βιβλίο, μία και δυο και τρεις φορές, γυρίζοντας πίσω-μπρος τις σελίδες, για να θυμηθεί και να συγκρίνει. Το αντιλαμβάνεται όταν εισάγεται στην ανάλυση των έργων, ξεκινώντας από το σολωμικό (σελ. 61)

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

περπατώντας η Δόξα μονάχη

μελετά τα λαμπρά παλληκάρια

και στην κόμη στεφάνι φορεί

γεναμένο από λίγα χορτάρια

που είχαν μείνει στην έρημη γη.

 

Περνώντας  στο ποίημα του Τάσου Γαλάτη[5]

 

Οι πινακίδες με την ονομασία των δρόμων

αναφέρουν πάντα τους ίδιους ήρωες

κι όμως νιώθω πως έχω ξεστρατίσει

όπως έχουνε κι εκείνοι παραπλανηθεί

σε μια ξένη, σε μιαν άγνωστη πατρίδα.

Τι γυρεύουνε στη σκοτεινή αυτή χώρα

ο Δυοβουνιώτης κι ο Τζαβέλλας

και τι γυρεύω εγώ εδώ,

σκιά σκιάς από το θέατρο σκιών του Μίμαρου

στη Δυοβουνιώτου του 44.

Οι ξεθωριασμένοι οδοδείκτες επιμένουν

Κι εγώ δεν έχω άλλους ήρωες.

 

Για να καταλήξει στην Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη του Δ. Σαββόπουλου (σελ.317)

Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος

εικόνες ξεχύνονται με μιας

που πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος

κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς.

Να ο ρόλος των παλικαριών στην ιστορία της ποίησης   του 21: να ξεκινούν ως δοξασμένα θυσιαζόμενα για την πατρίδα, να γίνονται αταίριαστα ονόματα δρόμων, να γίνονται σύμβολα αγώνα για άλλες εποχές. Ανάλογα με την εποχή, τόσο, όσο κι ανάλογα με τον ποιητή. Ανάλογα με το ταλέντο και τον ψυχισμό του ποιητή, αλλά και ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους η Ιστορία, ως έρευνα και ως συνείδηση,  αντιμετωπίζει το παρελθόν και το προβάλλει στο εκάστοτε παρόν.

Απόλαυσα την αφήγηση της Έρης Σταυροπούλου, με έπεισε  η τεκμηρίωση των θέσεών της και ενστερνίστηκα τα συμπεράσματά της. Το βιβλίο της πιστεύω πως είναι από τα καλύτερα που γράφτηκαν με αφορμή τα 200 χρόνια, προσφέρει πολλά στη συνειδητοποίηση της σχέσης ποίησης-Ιστορίας και πάρα πολλά στην ανάλυση (με βάση και τα ιστορικά δεδομένα) των ποιημάτων που επέλεξε για να φωτίσει τη σχέση αυτή.

Και είναι πολύτιμο εφόδιο για τις φιλολόγους και τους φιλολόγους της εκπαίδευσης, για να τοποθετούν κάθε φορά την ποιητική δημιουργία μέσα στην εποχή και την ιδεολογία της, για να βοηθούν στην πρόσληψη του ποιητικού έργου ως έργου τέχνης και ως προϊόν συγκίνησης, μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα…

 

[1] Τα πράγματα μετά το 2012, όταν εγώ έπαψα να ασχολούμαι με τη διδασκαλία, άλλαξαν ή στοχεύουν στην αλλαγή με την καινούργια «μαθητοκεντρική» οργάνωσή της, αλλουνού παπά βαγγέλιο:
Θεμέλιος λίθος του μαθήματος της λογοτεχνίας είναι η ανάγνωση, ένα πολιτισμικό φαινόμενο που σχετίζεται με όλες σχεδόν τις πλευρές της ζωής και του πολιτισμού της ομάδας των ανθρώπων για την οποία μιλούμε. Η επιθυμία για ανάγνωση μεταδίδεται μέσω των ανθρώπινων σχέσεων: των σχέσεων του μαθητικού κοινού με τον εκπαιδευτικό, των μαθητών και μαθητριών μεταξύ τους, των μαθητών και μαθητριών με την οικογένειά τους. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη σπουδή της Φιλολογίας και δεν έχει αποκλειστική σχέση με τα κείμενα. Δεν διδάσκουμε απρόσωπα το εκάστοτε λογοτεχνικό κείμενο. Διδάσκουμε τον μαθητή με την υποκειμενικότητά του, δηλαδή την κοινωνική του προέλευση, το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειάς του, τη θρησκευτική και εθνική του ταυτότητα, το φύλο και τα ιδιαίτερα προβλήματά του.  Το νέο ΠΣ για το μάθημα της λογοτεχνίας δεν είναι, λοιπόν, κειμενοκεντρικό, αλλά μαθητοκεντρικό. Τούτο σημαίνει πως δεν βασίζεται σε ένα συμπαγή όγκο λογοτεχνικών κειμένων τα οποία έχουν προαποφασιστεί από ομάδα ειδικών και περιλαμβάνονται στα γνωστά σχολικά ανθολόγια ούτε θέτει ως προτεραιότητα τη διδασκαλία συγκεκριμένων κειμένων (Πρόγραμμα σπουδών, Λογοτεχνία, ebooks-edu.gr/2011).
[2] Πλούσια βιβλιογραφία καίτοι η συγγραφέας δηλώνει πως της στοίχισε η συγγραφή τον καιρό της πανδημίας , τα έτη 2020 και 2021, τον καιρό των κλειστών βιβλιοθηκών…
[3] Σχολιάζονται ποιήματα γραμμένα ακόμη και στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα.
[4] Δεν είμ’ από κείνους που ανοίγουν προγράμματα στο έργο του ποιητή. Ελεύθερα θα δουλέψει ο ποιητής , και χωρίς προγράμματα και χωρίς συνταγές, και μόνον ακούγοντας τη φωνή της καρδιάς του. Μα η αλήθεια αυτή δε μ’ εμποδίζει να στοχάζομαι πως η εθνική μας ποίηση θ’ αποχτήσει τα πολυτιμότερα λουλούδια της, αν ακολουθήσει την παραγγελία του Βαλαωρίτη. Αν ακουμπήσει στην Εθνική Ιστορία, αν γίνει ‘ηρωική, τουτέστιν επική’ (σελ. 29)
[5] Τάσος Γαλάτης, «Δυοβουνιώτου και Τζαβέλλα», σελ. 280

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.