Με τη βροχή
Ναι, ναι, ήρθε με βάρκα ένας τύπος που έχει γεννήτρια και πολύμπριζα και φόρτισε τα τηλέφωνά μας και μπορούμε να μιλήσουμε, ναι. Τις είδα τις κλήσεις σου, όλων τις κλήσεις, όλοι ανησυχήσατε και με το δίκιο σας, αλλά τι να γίνει;
Πώς να πάει, όσο χάλια νομίζεις και ακόμα πιο πολύ.
Και λέγαμε προχτές στο τηλέφωνο ότι η βροχή τρεις μέρες τώρα δεν μας έκανε ζημιά, όπως στον Βόλο. Ε, μας έκανε το ποτάμι. Ποτέ δεν πρέπει να λέμε «είμαστε καλά», δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Μωρέ, να, ήμασταν κάπως προετοιμασμένες. Αποβραδίς ο Κώστας που δουλεύει στον δήμο ήξερε ότι το νερό στον Σταυρό είναι ως απάνω. Κι ακόμα ένας φίλος του, που εκείνου το σπίτι είχε μπάσει νερό με τη βροχή, είχαν έρθει, όλη η οικογένεια, και έμεναν εδώ, στο σπίτι του Κώστα, και είχαν έρθει με το τρακτέρ τους. Μόλις πήραμε χαμπάρι ότι βγήκε το νερό και πλημμυρίζει, πήρε τη μάνα μου στο τρακτέρ να την πάει στο σπίτι της Βαΐτσας, στον όροφο, δεν θα είχε κίνδυνο. Εγώ είπα να πάω, και με κάποια πραγματάκια στα χέρια, με τα πόδια, πόσο είναι το ξέρεις, ούτε 80 μέτρα. Όταν βγήκα στον δρόμο (με τις γαλότσες κιόλας, πού να ήξερα;) το νερό ήταν πια ως το γόνα. Κι ώσπου να φτάσω στο διπλανό σπίτι μού έφτασε ως τις μασχάλες.
Πώς δεν φοβήθηκα! Αλλά στον κίνδυνο παλεύεις… Ή, ξέρω κι εγώ; Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναζήσει.
Έφτασα με τα πολλά, το μαγαζί στο ισόγειο είχε ένα μέτρο νερό! Απάνω μαζεμένο όλο το σόι, πέντε οικογένειες, δεν έχει άλλο διώροφο η γειτονιά. Περνούσε η ώρα, κατέβηκε κάποιος με λεκάνες να πάρει νερό, τουλάχιστον για την τουαλέτα, μέτρησε η Βαΐτσα τι είχε στο ψυγείο, έτσι κι αλλιώς θα χαλάσουν, ε, είπαμε, πόσο θα κρατήσει τούτο το κακό; Θα σπάσουν τα αναχώματα να φύγει προς το άλλο ποτάμι, στα χωράφια, όπου να’ναι.
Πόσο θα κρατήσει; Δεύτερη μέρα σήμερα κι ακόμα τα νερά δεν έχουν φύγει κι ας έσπασαν το ανάχωμα, τον περιφερειακό. Βλέπουμε από τη βεράντα εκεί στη δικιά σας γωνία έχει πολύ ακόμα. Και ίσια στον δρόμο, όπου στα Παλέικα πέρασαν τη νύχτα τους στα κεραμίδια οι άνθρωποι, μόνο βάρκες πάνε. Εδώ, σαν να άδειασε, αλλά έχει λάσπη πολλή και πετρέλαιο, πέρασε το νερό από τα σπίτια και πήρε από τους καυστήρες και τις δεξαμενές. Δεν πάω απόψε στο σπίτι, αύριο. Πήγε ο Κωστάκης στο δικό του και τα βρήκε όλα ανάποδα. Κοτζάμου ψυγείο, το βρήκε πεσμένο ανάσκελα, κι όλα τα άλλα, μούσκεμα. Όταν ήρθε και μας το είπε, βγήκα στη βεράντα και ούρλιαξα σα λύκος. Έκλαψα, έκλαψα, ξεθύμανα, μου πέρασε τώρα. Άντε, λέω, δεν θα σκάσω κιόλας. Είμαστε ζωντανές. Γιατί έμαθες με την καημένη τη Ντούτσαινα. Την είδαν από τη βάρκα να πλέει νεκρή μέσα στην κουζίνα της. Δεν πρόλαβαν καν οι δικοί της να πάνε να την πάρουν στο σπίτι τους, στην ταράτσα, μέχρι να πάρουν χαμπάρι το νερό είχε φτάσει ένα μπόι.
Εντάξει, σήμερα μας έφεραν και φαΐ, χτες μετρούσαμε τις φρυγανιές και μοιράσαμε το νερό με το φλυτζάνι!
Έπεσαν όλα στη γειτονιά, όσα βλέπω, έπεσαν τα πλίθινα σπίτια. Και του Γκόνου και του Δραγάτση, και του Δεσποτούλη, και του Ράκη. Και το δικό σας μάλλον, η αποθήκη, όλα, μα ήταν ποτάμι το νερό, έτρεχε κι ακόμα τρέχει, τα πήρε μπροστά. Ακούγαμε όλη τη νύχτα τα σαρίσματα. Ε, βέβαια δεν κοιμόμασταν. Κοιμάσαι στην καρέκλα, όσο κλείνεις τα μάτια και πετάγεσαι πάλι, μες στο σκοτάδι.
Μεγάλη συμφορά.
Αλλά, τι να πεις, δεν με νοιάζει πια, ό,τι θέλει ας γίνει…
Έκλεισα το τηλέφωνο ταραγμένη, αλλά και αισιόδοξη. Η θεία και η ξαδέρφη τουλάχιστον είναι ζωντανές, είναι καλά, όσο καλά γίνεται, είναι αποφασισμένες να το παλέψουν. Τέτοιες θα ήταν, λέω, οι περιστάσεις όταν οι άνθρωποι, πολύ πολύ παλιά, έπλαθαν με τη σκέψη τους θεούς για να ζητήσουν προστασία και παρηγοριά. Γιατί, πού αλλού; Οι διασώστες με τα νερά και το φαΐ και τα φάρμακα είναι άνθρωποι και πάντα κατόπιν εορτής…
Σήμερα όμως έμαθα ότι πήγε στο σπίτι της κι έκλαψε ακόμα περισσότερο, κι απελπίστηκε.
Εδώ, τώρα, μόνο οι άνθρωποι μπορούν να βοηθήσουν. Και ο χρόνος. Κι ο μύθος…